Εμπορικό Δικαστήριο ή εμπόριο δικαιοσύνης;
Το νομοσχέδιο αφαιρεί από την δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου την ύλη των εμπορικών διαφορών άνω των δύο εκατομμυρίων Ευρώ, καθώς και τις ναυτικές υποθέσεις από το Ανώτατο Δικαστήριο και τις επιμερίζει σε ένα Δικαστήριο ειδικής δικαιοδοσίας σε δύο επαρχίες με 5 δικαστές. Αυτό συνοδεύεται με την προσδοκία ότι λόγω αυτής της κατανομής θα επιτευχθεί ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων. Ο γεωγραφικός κατακερματισμός του Δικαστηρίου δηλώνει την τήρηση ισορροπιών μεταξύ Λευκωσίας-Λεμεσού.
Η καθίδρυση ενός Εμπορικού Δικαστηρίου από μόνη της δεν αποτελεί κάποια πρωτοπόρο λύση. Ούτε το νομοσχέδιο ενσωματώνει καινοτομίες (κατ’ αντιστοιχία του γαλλικού παραδείγματος).
Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας θα λειτουργήσουν ως υποκατάστατο της απουσίας διαδικαστικού κανονισμού αλλά αυτό δείχνει την μερικότητα του εγχειρήματος όπως και τα διαπιστωμένα κενά στην δικαιοδοτική ύλη. Η απουσία διαδικαστικού κανονισμού ειδικά σχεδιασμένου για το Εμπορικό Δικαστήριο αποτελεί αχίλλειο πτέρνα του σχεδιασμού. Τόσο το Γαλλικό όσο και το Ιρλανδικό πρότυπο βασίζουν την αποτελεσματικότητα τους και την επίτευξη του σκοπού (ταχύτητα επίλυσης διαφορών) στην δικονομική ευελιξία που τους προσφέρουν οι αντίστοιχα σχεδιασμένες διαδικασίες με γνώμονα πάντα την ταχύτητα εκδίκασης. Στην προκείμενη μοιάζει η ιδέα να είναι ότι ανακατανομή υποθέσεων και προσθήκη 5 δικαστών θα επιφέρει την λύση. Πρόκειται για ποσοτική προσέγγιση βασισμένη στον μερικό δανεισμό μάλλον από το Ιρλανδικό παράδειγμα. Μερικό γιατί αγνοεί, μεταξύ άλλων, την παράμετρο δικονομία. Το πρόβλημα των καθυστερήσεων γενικότερα δεν αφορά στο ουσιαστικό δίκαιο αλλά στο δικονομικό δίκαιο, το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον των Δικαστηρίων. Η σύσταση Δικαστηρίου ειδικά για τις εμπορικές διαφορές προϋποθέτει αντίστοιχα και δικονομία προσαρμοσμένη στις διαφορές αυτές.
Το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης κρίνεται παγίως από τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς με γνώμονα τρία στοιχεία, τα οποία δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται αποσπασματικά αλλά συνδυαστικά, καθώς τελούν σε μια σχέση εσωτερικής αλληλεπίδρασης. Τα στοιχεία αυτά είναι η αποτελεσματικότητα, δηλαδή η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, η ανεξαρτησία και η ποιότητα του συστήματος δικαιοσύνης. Συνεπώς η όποια πρωτοβουλία με στόχο την αποσπασματική βελτίωση ενός μόνο εξ’ αυτών των στοιχείων, χωρίς να τηρείται ένα ελάχιστο επίπεδο εσωτερικής ισορροπίας με τις άλλες δύο όψεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι αμφίβολο εάν προάγει τελικά τους σκοπούς του νομοθέτη..
Ώστε η πρόθεση των εισηγητών του νομοσχεδίου για την ίδρυση πρωτοβάθμιου Εμπορικού Δικαστηρίου και Ναυτοδικείου προς τον σκοπό της γρήγορης εκδίκασης των διαφορών αυτών αναγκαία τελεί σε συνάρτηση με την όλη δικαστική μεταρρύθμιση. Κατά πόσον θα είναι θετική η έκβασή της όλης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας θα δείξει ο χρόνος και όχι οι εξαγγελθείσες προθέσεις.
Το ζήτημα δεν είναι απλό όσο συχνά παρουσιάζεται στο πλαίσιο μιας δημόσιας δήλωσης. Στην έκταση που η προσδοκία είναι η Κύπρος να διαφημίσει προς τα έξω πραμάτεια, την ανάρτηση της ταμπέλας ενός εμπορικού δικαστηρίου τότε το νομοσχέδιο θα υπηρετήσει αυτό. Η διάκριση είναι ανάμεσα στο τι πράγματι θέλουμε και πως το υλοποιούμε. Θέλουμε εμπορικό δικαστήριο ή εμπόριο δικαιοσύνης; Υπάρχουν σίγουρα καλές προθέσεις και πραματευτές επίσης. Αναγνωρίσιμες είναι και οι δύο όψεις.
Να φιγουράρει η Κυπριακή Δημοκρατία στις υψηλές θέσεις του πίνακα αποτελεσμάτων της Ε.Ε. στον τομέα της δικαιοσύνης θα αποτελούσε τον ισχυρό πόλο έλξης επενδύσεων και ανάπτυξης και δείκτη ποιότητας του δικαστικού μας συστήματος. Διαχρονικά απέτυχε η πολιτεία εκ του αποτελέσματος κρινόμενη. Η ανατροπή των σημερινών δυσάρεστων δεδομένων μέσω της δικαστικής μεταρρύθμισης σημαίνει την επιτέλεση ηράκλειου άθλου για τον όποιο μένει να φανεί αν η πολιτεία αυτή έχει την βούληση και τις αντοχές.
Παραπομπές
[1] Η Έκθεση Πική του 1989 ως και η Έκθεση Κραμβή του 2012 οι οποίες εντόπιζαν προβλήματα στο δικαστικό σύστημα αγνοήθηκαν.
[2] Υπολογίζεται ότι το περί το 80% εμπορικών διαφορών που εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας καταλήγουν ενώπιον των αγγλικών δικαστρίων.
[3] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012 , για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις
[4] Δες αντίστοιχα το Order 63A Rules of the Superior Courts (RSC):
“commercial proceedings” means:
(a) proceedings in respect of any claim or counterclaim, not being a claim or counterclaim for damages for personal injuries, arising from or relating to any one or more of the following:
(i) a business document, business contract or business dispute where the value of the claim or counterclaim is not less than €1,000,000;
(ii) the determination of any question of construction arising in respect of a business document or business contract where the value of the transaction the subject matter thereof is not less than €1,000,000;
(iii) the purchase or sale of commodities where the value of the claim or counterclaim is not less than €1,000,000;
(iv) the export or import of goods where the value of the claim or counterclaim is not less than €1,000,000;
(v) the carriage of goods by land, sea, air or pipeline where the value of the claim or counterclaim is not less than €1,000,000;
(vi) the exploitation of oil or gas reserves or any other natural resource where the value of the claim or counterclaim is not less than €1,000,000;
(vii) insurance or re-insurance where the value of the claim or counterclaim is not less than €1,000,000;
(viii) the provision of services (not including medical, quasi-medical or dental services or any service provided under a contract of employment) where the value of the claim or counterclaim is not less than €1,000,000;
(ix) the operation of markets or exchanges in stocks, shares or other financial or investment instruments, or in commodities where the value of the claim or counterclaim is not less than €1,000,000;
(x) the construction of any vehicle, vessel or aircraft where the value of the claim or counterclaim is not less than €1,000,000;
(xi) business agency where the value of the claim or counterclaim is not less than €1,000,000;
[5] Το αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού διέπεται από το άρθρο 35 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148: «Πρόσωπο το οποίο απομιμούμενο την επωνυμία, το χαρακτηρισμό, το σήμα, ή την επιγραφή αγαθών ή άλλως πως, προκαλεί ή αποπειράται να προκαλέσει ώστε οποιαδήποτε αγαθά να εκληφθούν ως αγαθά άλλου προσώπου, με τρόπο ο οποίος ενδέχεται να οδηγήσει συνήθη αγοραστή στην πεποίθηση ότι αγοράζει αγαθά του άλλου αυτού προσώπου, διαπράττει αστικό αδίκημα κατά του άλλου αυτού προσώπου.»
[6] Για μια επιτυχή αγωγή αθέμιτου ανταγωνισμού, πρέπει να υπάρχουν πέντε χαρακτηριστικά στοιχεία: 1. ψευδής παράσταση, 2. που γίνεται από έμπορο κατά την άσκηση του επαγγέλματος του, 3. σε πιθανούς καταναλωτές ή τον τελικό καταναλωτή αγαθών ή υπηρεσιών προσφερόμενων απ΄ αυτόν (τον έμπορο), 4. με σκοπό την πρόκληση ζημιάς στην επιχείρηση ή την εμπορική εύνοια άλλου εμπόρου (υπό την έννοια του ότι αυτό είναι εύλογα προβλεπτή συνέπεια), και 5. η οποία (ψευδής παράσταση) προκαλεί πραγματική ζημιά στην επιχείρηση ή την εμπορική εύνοια του εμπόρου-ενάγοντα ή είναι πιθανόν να προκαλέσει τέτοια ζημιά.
[7] Abbey International Finance Limited –v- Point Helicopters Limited [2012] IEHC 374.
[8] Οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας τελούν επίσης υπό αναθεώρηση.
[9] Αναμένεται να είναι 16μελές με διάφορα τμήματα για να εκδικάζει εφέσεις από πρωτόδικα δικαστήρια όλων των δικαιοδοσιών.