Εμπορικό Δικαστήριο ή εμπόριο δικαιοσύνης;
Οι ΒΠΝ βέβαια αποτελούν απομεινάρι της πάλαι ποτέ Βρετανικής Αυτοκρατορίας που δεν έχουν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους ή ψήφισαν να παραμείνουν Βρετανικά εδάφη, χαρακτηρίζονται δε ως Βρετανικό Υπερπόνιο Έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου. Τις υποθέσεις «διαφεντεύουν» αγγλικά δικηγορικά γραφεία ή ντόπια παραρτήματά τους, Άγγλοι δικηγόροι που ασκούν ή επισκέπτονται τα νησιά προς άσκηση δικηγορίας ή και που επίσης παρακάθονται ως δικαστές.
Σημειωτέον μαζί με αριθμό άλλων κτήσεων-υπερπόντιων εδαφών εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου βάσει σχετικής πρόνοιας που ενσωματώνεται στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Η ένσταση συνεπώς είναι ότι οι ΒΠΝ και άλλες παρόμοιοι νήσοι δεν αποτελούν πραγματικό μέτρο σύγκρισης για κράτος-μέλος της Ε.Ε. ως η Κυπριακή Δημοκρατία.
Όχι ένδειξη γλωσσικής ανασφάλειας αλλά προσήλωση στο ισχύον δίκαιο. Προκειμένου για την διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας ή την χρήση άλλης γλώσσας από τις επίσημες αναγκαία είναι η τροποποίηση του Συντάγματος. Η δυνατότητα για προσαγωγή εγγράφων συνταγμένο σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα εξάλλου υφίσταται υπό τις περιστάσεις που έχουν ήδη εκτεθεί.
Το γαλλικό πρότυπο
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το Γαλλικό παράδειγμα. Ως μέρος της διαδικασίας εκσυγχρονισμού του Γαλλικού δικαστικού συστήματος έχει συσταθεί από τις αρχές του 2018 διεθνές τμήμα (The International Chamber) του Εμπορικού Δικαστηρίου του Παρισιού (Paris Commercial Court) για την εκδίκαση εμπορικών υποθέσεων όπου τα διάδικα μέρη είχαν συμβατικά επιλέξει ως forum επίλυσης της διαφοράς αυτό το Δικαστήριο (ρήτρα επίλυσης διαφορών) ή σε κάθε περίπτωση επιλέγουν αυτό να αναλάβει δικαιοδοσία. Συχνά στις υποθέσεις αυτές τα διάδικα μέρη ή ένα τουλάχιστον από τα διάδικα μέρη δεν συνδέεται με την Γαλλία ή και το εφαρμοστέο δίκαιο που είχαν επιλέξει τα μέρη δεν είναι καν το Γαλλικό.
Το καινοτόμο στοιχείο που έχει εισαχθεί είναι ότι η διαδικασία δύναται να διεξαχθεί στην αγγλική. Με εξαίρεση τα δικόγραφα (το εισαγωγικό της δίκης διάβημα και η υπεράσπιση) τα οποία επιβάλλεται να είναι στην γαλλική όλη η διαδικασία, της μαρτυρίας συμπεριλαμβανομένης, μπορεί να διεξαχθεί στα αγγλικά άνευ μεταφράσεως. Εφόσον η διαδικασία διεξάγεται στην γαλλική δύναται να υπάρξει ταυτόχρονη μετάφραση προς ευκολία ενός εκ μερών το οποίο επωμίζεται και τα έξοδα μετάφρασης. Τα πρακτικά του Δικαστηρίου γίνονται στην γαλλική και η έκδοση της απόφασης γίνεται στην γαλλική με μετάφραση και την αγγλική γλώσσα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αλλοδαποί δικηγόροι προερχόμενοι από κράτη μέλη της Ε.Ε. μπορούν να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και να πάρουν μέρος στην διαδικασία ενώ για όσους προέρχονται από χώρες μη μέλη της Ε.Ε. δύνανται να συμμετάσχουν νοουμένου ότι παρακάθονται μετά Γάλλου συναδέλφου.
Συγχρόνως με το διεθνές τμήμα του εμπορικού δικαστηρίου έχει καθιδρυθεί και διεθνές εμπορικό εφετείο (International Chamber of the Paris Court of Appeal), επίσης τμήμα του Εφετείου του Παρισιού, με σκοπό την ταχεία εξέταση σε δεύτερο βαθμό αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Τα δύο διεθνή εμπορικά δικαστήρια είναι στελεχωμένα με αγγλόφωνους δικαστές, οι οποίοι έχουν εκτεταμένη κατάρτιση και πείρα σε διεθνείς υποθέσεις εμπορικού δικαίου και εξοικείωση με αλλοδαπά δίκαια.
Ώστε βασικά χαρακτηριστικά του Γαλλικού σχεδίου υπήρξε η καινοτομία στην γλώσσα της δικαστικής διαδικασίας καθώς και στους κανόνες διεξαγωγής της διαδικασίας. Η διαδικασία για το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προβλέπεται στα αντίστοιχα Πρωτόκολλα τα οποία έχουν συνυπογραφεί από τον δικηγορικό σύλλογο του Παρισιού και τον Πρόεδρο του Εμπορικού Δικαστηρίου του Παρισιού. Το έτερο στοιχείο είναι ότι πρόκειται για εξαιρετικά στοχευμένη προσπάθεια, την προσέλκυση εμπορικών διαφορών με έντονα στοιχεία αλλοδαπότητας (διεθνείς εμπορικές διαφορές). Εξ’ ορισμού έχουν συσταθεί τα δικαστήρια αυτά ως διεθνή τμήματα υφιστάμενων δικαστικών δομών εμπορικού χαρακτήρα κι έχουν συνεπώς επανδρωθεί και υποστηρίζονται αναλόγως.
Συγκριτική παράθεση μετά του νομοσχεδίου αναφορικά με την διαδικασία ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου και την στελέχωσή του δεν μαρτυρεί την αυτή επιμέλεια.
Το προτεινόμενο άρθρο 13 (2) ορίζει ότι η δικαιοδοσία του Εμπορικού Δικαστηρίου και Ναυτοδικείου διέπεται από δικονομία και πρακτική που καθορίζεται με Διαδικαστικό Κανονισμό. Το άρθρο 16 συμπληρώνει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει Διαδικαστικό Κανονισμό για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου και για τη ρύθμιση κάθε θέματος που ως εκ της φύσεως του ρυθμίζεται με Διαδικαστικό Κανονισμό. Αυτό σημαίνει ότι σε ενεστώτα χρόνο δεν υπάρχει ούτε έχει τύχει επεξεργασίας οποιοσδήποτε διαδικαστικός κανονισμός. Αλλά ο διαδικαστικός κανονισμός, η δικονομία αποτελεί την σπονδυλική στήλη της δίκης.
Το εύλογο είναι μέχρι να ψηφισθεί ο διαδικαστικός κανονισμός να εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας[8] πλην όμως τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει καν στο νομοσχέδιο. Σε ότι αφορά δε την ψήφιση διαδικαστικού κανονισμού, αντίστοιχες πρόνοιες σε άλλα νομοθετήματα στο παρελθόν σημαίνουν πρακτικά την παραπομπή στις ελληνικές καλένδες.
Πρόκειται για σοβαρό κενό σε ότι αφορά τον σχεδιασμό του Εμπορικού Δικαστηρίου. Πλήττει την προβλεψιμότητα, η οποία συναρτάται με την εμπιστοσύνη και την εμπέδωση ασφάλειας δικαίου. Η ίδρυση του γαλλικού διεθνούς εμπορικού δικαστηρίου που αναφέρθηκε ως παράδειγμα συνοδεύτηκε άμεσα με τους κανόνες-πρωτόκολλο σε σχέση με την διαδικασία ενώπιον του.