Εμπορικό Δικαστήριο ή εμπόριο δικαιοσύνης;
15.(1) Οι γλώσσες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο Δικαστήριο είναι οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας ή μία εξ αυτών.
(2) Το Δικαστήριο μπορεί, όταν το συμφέρον της δικαιοσύνης το επιβάλλει, να επιτρέψει τη διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας και την καταχώρηση εγγράφων στην αγγλική γλώσσα, νοουμένου ότι θα υπάρχει ταυτόχρονη μετάφραση σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, εκτός εάν οι διάδικοι συμφωνήσουν στη μη διεξαγωγή της μετάφρασης.
(3) Στην περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, ο Δικαστής, σε συμφωνία με τους διαδίκους, ορίζει τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες διεξάγεται η διαδικασία ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου και στην οποία διατυπώνεται η απόφαση του Δικαστηρίου.
Είναι προφανές ότι κατά τον χρόνο αυτό οι εισηγητές του νομοσχεδίου φλέρταραν με την ιδέα να υπάρχει η ευχέρεια διεξαγωγής της δικαστικής διαδικασίας στην αγγλική γλώσσα. Σε μια δυνητική εκδοχή εφόσον τα μέρη συναινούσαν θα μπορούσε να διεξαχθεί η διαδικασία εξ’ ολοκλήρου στην αγγλική γλώσσα άνευ ταυτόχρονης μετάφρασης σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας και η απόφαση του Δικαστηρίου επίσης να διατυπωθεί στην αγγλική γλώσσα. Τούτο υπό την αίρεση ότι έκρινε το Δικαστήριο ότι «…το συμφέρον της δικαιοσύνης το επιβάλλει…» (ότι κι αν σημαίνει αυτό).
Το άρθρο 15 ως είχε δεν υπάρχει στο νομοσχέδιο το οποίο έχει κατατεθεί. Καλώς δεν υπάρχει γιατί θα ήταν προδήλως αντισυνταγματικό. Δυνάμει του άρθρου 3 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η ελληνική και η τουρκική. Στην υποπαράγραφο 4.3 προνοείται μάλιστα ότι «Η ενώπιον δικαστηρίων διαδικασία διεξάγεται και διευθετείται και αι αποφάσεις συντάσσονται εις την ελληνικήν γλώσσαν, εάν οι διάδικοι είναι Έλληνες, εις την τουρκικήν γλώσσαν, εάν οι διάδικοι είναι Τούρκοι και εις αμφοτέρας, την ελληνικήν και την τουρκικήν γλώσσαν, εάν οι διάδικοι είναι Έλληνες και Τούρκοι». Η αντίθεση της συνταγματικής επιταγής με τις διατάξεις του άρθρου 15 είναι προφανής.
Το άρθρο 189 του Συντάγματος του 1960 προνοούσε παρά τις διατάξεις του άρθρου 3 για μια χρονική μεταβατική περίοδο 5 ετών από την ημερομηνίας έναρξης σε ισχύ του Συντάγματος ότι: (α) άπαντες οι κατά το άρθρον 188 διατηρούμενοι εν ισχύϊ νόμοι δύνανται να παραμείνωσιν εις την αγγλική γλώσσαν, και (β) η αγγλική γλώσσα δύναται να είναι εν χρήσει εις πάσαν διαδικασίαν ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου της Δημοκρατίας.
Μετά την ανεξαρτησία και μέχρι να μεταφρασθεί το σύνολο της νομοθεσίας το οποίο ήταν στην αγγλική μέχρι τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 80 ακόμη δικηγόροι αγόρευαν ενώπιον των Δικαστηρίων στην αγγλική. Λύση στην εκκρεμότητα επέφερε ο περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμος Ν. 67/1988 με τις συνακόλουθες τροποποιήσεις του όπου ήδη από το προοίμιο του με αναφορά στις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας διαπιστώνει ότι η μεταβατική περίοδος των πέντε χρόνων με βάση το Άρθρο 189(β) του Συντάγματος έχει από εικοσαετίας και πλέον λήξει και δεν είναι επιθυμητό να συνεχιστεί η κατάσταση που δημιούργησε ο περί Νόμων και Δικαστηρίων (Κείμενον και Διαδικασία) Νόμος του 1965.
Το άρθρο 5 (1) του πιο πάνω Νόμου αφορά στην προσαγωγή εγγράφων και προνοεί ότι σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία γίνεται αποδεκτό ως αποδεικτικό μέσο και έγγραφο συνταγμένο σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα.
Το δικαστήριο μπορεί, όταν το συμφέρον της δικαιοσύνης το επιβάλλει, να διατάξει τη μετάφραση εγγράφου ή μέρους αυτού στις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας ή σ’ οποιαδήποτε απ’ αυτές (άρθρο 5(2)).
Είναι μάλλον ο κανόνας οι Δικαστές να ζητούν από τα διάδικα μέρη να μεριμνήσουν για την ελληνική απόδοση εγγράφου που έχουν καταχωρήσει ακόμη και αν είναι στην αγγλική, γλώσσα που είναι μάλλον καταληπτή στο σύνολο των Δικαστών. Ένδειξη ενός γλωσσικού πατριωτισμού ή προσήλωση στο Σύνταγμα και τον νόμο το γεγονός περιποιεί τιμή στους δικαστές μας αλλά και στην γλώσσα.
Η άρθρωση των κανόνων δικαίου ή η μόρφωση του δικανικού συλλογισμού αναδύεται με την γλώσσα, έτσι σχηματίζεται η νομική γλώσσα και ορολογία.
Το θέμα της γλώσσας εξακολουθεί όμως αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στους νομικούς και οι γνώμες διίστανται όσον αφορά τη χρήση της αγγλικής στην διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας. Ότι είχε παρεισφρήσει το άρθρο 5 (βλ. πιο πάνω) σε προηγούμενη εκδοχή του νομοσχεδίου είναι ενδεικτικό μιας τάσης ως προς το ζήτημα.
Με όρους γλωσσικής απεικόνισης της σημερινής πραγματικότητας εντός της δικαστικής αίθουσας εύκολα διαπιστώνει κανείς μια γλωσσική ποικιλία. Οι Κύπριοι είμαστε βεβαίως φυσικοί ομιλητές μιας ελληνικής διαλέκτου που χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο. Απολήγει στην χρήση μιας ποικιλίας νεοελληνικής με αρκετές ιδιοτυπίες σε σχέση με το ελλαδικό πρότυπο, καθώς η διάλεκτος επηρεάζει σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα (φωνητικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό, λεξιλογικό).
Κυπριακή διάλεκτος, ελληνική κοινή και θραύσματα αγγλικών νομικών όρων εν τέλει συνυπάρχουν. Ταλάντευση ανάμεσα σε γλωσσικό δυναμισμό και γλωσσική υστέρηση, γλωσσικός νεοπλουτισμός δίκην εντυπωσιασμού η χρήση δανείων από την αγγλική νομική ορολογία ή απλώς άγνοια της ελληνικής απόδοσης. Ο μεικτός χαρακτήρας του Κυπριακού δικαίου με ισχυρή ακόμη την επιρροή του αγγλικού κοινού δικαίου εμπλουτισμένου πλέον με στοιχεία του ενωσιακού δικαίου όλα μαζί διαμορφώνουν ένα μάλλον ιδιάζον γλωσσικό (νομικό) πλαίσιο. Το παρόν βεβαίως δεν προσφέρεται για ανάλυση της σχέσης του δικαίου με την γλώσσα αλλά και ο αμύητος μπορεί να αντιληφθεί στοιχειωδώς το άρρηκτο της γλώσσας και του δικαίου. Η άρθρωση των κανόνων δικαίου ή η μόρφωση του δικανικού συλλογισμού αναδύεται με την γλώσσα, έτσι σχηματίζεται η νομική γλώσσα και ορολογία.
Ας λεχθεί ξεκάθαρα όμως, ορισμένοι νιώθουν πιο άνετα με την χρήση της αγγλικής. Άλλοι διαβλέπουν μεγαλύτερες δυνατότητες προσέλκυσης υποθέσεων αν επεκταθεί η χρήση της αγγλικής ειδικά ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου. Μην λησμονείται εκ προοιμίου του το νομοσχέδιο στοχεύει στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, συμβολή στην μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της Κύπρου.
Η χρήση της αγγλικής ενώπιον του Δικαστηρίου ταγμένου (σιωπηρά έστω) να εκδικάζει τις μεγάλες υποθέσεις που κατά κανόνα αφορούν σε αλλοδαπά συμφέροντα σημαίνει ότι η διαδικασία θα ήταν καταληπτή για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Κατά τούτο ίσως και πιο ελκυστική η παραπομπή μιας εμπορικής διαφοράς στο Εμπορικό Δικαστήριο.
Θιασώτες της άποψης αυτής υποδεικνύουν τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους (ΒΠΝ) ως ικανό πρότυπο, καθώς και αριθμό αποφάσεων που δεικνύουν έξοχα «εμπορικά αντανακλαστικά» ειδικά σε εμπορικές διαφορές. Το γεγονός είναι ότι οι ΒΠΝ «επενδύουν» στο οικονομικό όφελος από την μετατροπή τους σε forum επίλυσης εμπορικών διαφορών και δείχνουν ζηλευτή προσαρμοστικότητα.