Εμπορικό Δικαστήριο ή εμπόριο δικαιοσύνης;
Στις πιο πάνω περιπτώσεις προκύπτουν διαφορές που σαφώς ενέχουν στοιχεία εμπορικής διαφοράς.[6] Συνεπώς, θα μπορούσε κάλλιστα στην δικαιοδοσία του Εμπορικού Δικαστηρίου να εμπίπτουν θέματα αθέμιτου ανταγωνισμού ή τουλάχιστον να προβλεφθεί ότι σε περίπτωση που απαίτηση κατά το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού συσχετίζεται με θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας τότε να δύναται να αναλάβει δικαιοδοσία το Εμπορικό Δικαστήριο.
Δεν υπάρχει λόγος να αποκλειστούν από την δικαιοδοσία του Εμπορικού Δικαστηρίου διαφορές με προεξάρχοντα εμπορικό χαρακτήρα. Το Ιρλανδικό εμπορικό δικαστήριο έχει πάρει ιδιαίτερα φιλελεύθερη προσέγγιση αναφορικά με την έννοια της εμπορικής διαφοράς αποφαινόμενο ότι “if it can be demonstrated that a commercial development or process or substantial sums of money whether by way of profit, investment, loan or interest are likely to be jeopardised if the case is not given a speedy hearing or is denied the case management procedures which are available in the Commercial Court”, then it should be considered for entry into the Commercial Court. The court has repeatedly noted that its purpose is to achieve the objective of “speedy, efficient and just determination of commercial disputes”.[7]
Κριτήριο της αξίας της επίδικης διαφοράς
Ερωτηματικό εγείρει και το ότι για σκοπούς άσκησης δικαιοδοσίας του Εμπορικού Δικαστηρίου το αμφισβητούμενο ποσό ή η αξία της επίδικης διαφοράς πρέπει να είναι άνω των δύο εκατομμυρίων Ευρώ. Αντίστοιχα «ναυτική υπόθεση» που εμπίπτει στην έννοια της εμπορικής διαφοράς κατά το άρθρο 2 (β) σημαίνει κάθε υπόθεση που, μέχρι της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Νόμου, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ναυτοδικείου ανεξαρτήτως του ποσού της υπόθεσης.
Ποιο είναι το καθοριστικό κριτήριο προκειμένου να υπάρξει τέτοιος διαχωρισμός αντί της παραπομπής εμπορικής διαφοράς στο Εμπορικό Δικαστήριο επίσης ανεξαρτήτως του ποσού της υπόθεσης; Σημαίνει ότι στην πράξη θα διαμορφώνεται ένα σώμα νομολογίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο για εμπορικές διαφορές όταν η αξία της επίδικης διαφοράς είναι κάτω των δύο εκατομμυρίων Ευρώ και ένα άλλο σώμα νομολογίας προϊόν του Εμπορικού Δικαστηρίου για τις διαφορές όταν η αξία είναι άνω των δύο εκατομμυρίων Ευρώ. Μπορεί να αντιτείνει κάποιος ότι θα υπάρχει συνέπεια μεταξύ των αποφάσεων ασχέτως της προέλευσής των. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλείσει κάποιος και το αντίθετο∙ να υπάρξει απόκλιση ή και διάσταση στην προσέγγιση το οποίο ως προοπτική είναι ανεπιθύμητη.
Ανεπιθύμητος είναι επίσης ο κατακερματισμός της δικαιοδοσίας με μόνο κριτήριο την αξία μιας επίδικης διαφοράς το οποίο αφήνει μια αίσθηση, δίχως άλλο, διαφορών δύο ταχυτήτων∙ αρχής γενομένης της υποδοχής τους από διαφορετικό δικαστήριο. Ούτε επίσης μπορεί κάποιος να αποκλείσει ότι ενάγοντες επειδή ίσως θα θεωρούν πλέον ειδικό το Εμπορικό Δικαστήριο να διογκώνουν τεχνηέντως την αξία της διαφοράς με σκοπό να κέκτηται δικαιοδοσίας το Εμπορικό Δικαστήριο.
Η αξία της επίδικης διαφοράς καθορίζει μια διαφορά ως εμπορική ή η νομική φύση της διαφοράς προσδιορίζει τον χαρακτήρα της;
Βεβαίως το άρθρο 11(4) προνοεί ότι το αμφισβητούμενο ποσό ή η αξία της επίδικης διαφοράς είναι το ποσό ή η αξία που πραγματικά αμφισβητούνται μεταξύ των διαδίκων, όπως αποκαλύπτεται στις έγγραφες προτάσεις ή γίνεται παραδεκτό από τους διαδίκους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ή αποφασίζεται από το Εμπορικό Δικαστήριο και Ναυτοδικείο μετά από αίτηση, παρά το ότι το αξιούμενο ποσό ή η προβαλλομένη στην αγωγή αξία της επίδικης διαφοράς υπερβαίνει αυτό το ποσό ή αυτή την αξία. Νοείται σύμφωνα με το νομοσχέδιο ότι στον καθορισμό του ποσού που αμφισβητείται ή στην αξία της επίδικης διαφοράς δεν λαμβάνεται υπόψη οποιοδήποτε ποσό τόκου που είναι πληρωτέο επί του αμφισβητούμενου ποσού ή επί της αξίας της διαφοράς. Επίσης, το Εμπορικό Δικαστήριο κέκτηται εξουσία όπως, σε περίπτωση που αποφασίσει, αφού ακούσει τους διαδίκους, ότι το πραγματικό ποσό της διαφοράς είναι κατώτερο των δύο εκατομμυρίων Ευρώ παραπέμψει την υπόθεση για εκδίκαση στο κατά τόπο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Αλλά ακριβώς δεν μπορεί στην βάση των πιο πάνω να αποκλειστεί νωρίς με την έγερση μιας αγωγής η διελκυστίνδα των μερών για την πραγματική αξία της επίδικης διαφοράς για τακτικούς και μόνο λόγους καθυστέρησης της διαδικασίας ή και με γνήσια πρόθεση αμφισβήτησης της καθ’ ύλην δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Είναι δε επιθυμητό να μην αφήνεται κατά το δυνατό χώρος είτε για διαβήματα τακτικής φύσης είτε για αμφισβήτηση της καθ’ ύλην δικαιοδοσίας. Αμφότερα δεν εξυπηρετούν την ουσία μιας υπόθεσης ούτε επιταχύνουν την κατ’ ουσίαν εκδίκασή της.
Η άρρητη πρόθεση των εισηγητών είναι μάλλον οι «μεγάλες» υποθέσεις να εμπίπτουν στην δικαιοδοσία του Εμπορικού Δικαστηρίου και να απαλλαγεί εκ των προτέρων του φόρτου των «μικρών» υποθέσεων το οποίο ίσως αποβεί ευεργετικό για την ταχύτητα εκδίκασης των υποθέσεων ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου. Στην βάση της υπόθεσης αυτής αντίστροφα το Επαρχιακό Δικαστήριο επίσης θα εκδικάζει ταχύτερα τις άλλες υποθέσεις καθώς θα είναι απαλλαγμένο της ύλης που θα εμπίπτει στο Εμπορικό Δικαστήριο.
Δύναται όμως να τεθεί το ερώτημα∙ η αξία της επίδικης διαφοράς καθορίζει μια διαφορά ως εμπορική ή η νομική φύση της διαφοράς προσδιορίζει τον χαρακτήρα της; Προφανώς κατά τους εισηγητές του νομοσχεδίου ο νομικός χαρακτηρισμός υπακούει στο οικονομικό διακύβευμα της διαφοράς. Αντίστοιχα κατά το Ιρλανδικό πρότυπο το εμπορικό δικαστήριο αναλαμβάνει δικαιοδοσία για διαφορές άνω του ενός εκατομμυρίου Ευρώ.
Το γλωσσικό ζήτημα
Έτερο ζήτημα το οποίο προκαλεί συζητήσεις είναι η γλώσσα διεξαγωγής της διαδικασίας. Στην εκδοχή του νομοσχεδίου που είχε δημοσιευθεί στον ιστότοπο του υπουργείου δικαιοσύνης το 2017 το άρθρο 15 προνοούσε ως ακολούθως: