Νομοθετικό κενό και κράτος αδρανές
Η ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΤΙΜΩΡΗΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, Δικηγόρος
Μια από τις παλαιότερες περιπτώσεις αδράνειας της Εκτελεστικής, αλλά και της Νομοθετικής Εξουσίας, η οποία προφανώς δεν συμβάλλει στην επιβεβαίωση της υπεροχής του Νόμου και/ή της έννοιας του Κράτους Δικαίου, είναι η παράλειψη να καθιερωθεί νομοθετικά, η δυνατότητα άμεσης εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, ως αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος καταφυγής στο Δικαστήριο κατά το Διοικητικό Δίκαιο. Το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλλει, αφενός υποχρέωση για ενεργό συμμόρφωση και αφετέρου, σε περίπτωση περιφρόνησης έναντι της δικαστικής απόφασης χωρεί και ποινική συνέπεια (Άρθρο 150). Συνταγματική επιταγή η οποία όμως παραμένει από το 1960 χωρίς εφαρμογή, λόγω της έλλειψης περί τούτου Νομοθεσίας η οποία να προβλέπει τις ποινές. Μάλιστα, η σχετική υπόδειξη από το Ανώτατο Δικαστήριο για ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης έγινε πριν από 27 χρόνια, με τη γνωστή υπόθεση του 1991 Θαλασσινός, χωρίς όμως να υπάρξει έκτοτε Νόμος!
Με την έναρξη της πρώτης Βουλευτικής θητείας μου (στα πλαίσια των προεκλογικών διακηρύξεων του αείμνηστου Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου στις εκλογές του 2003), υπέβαλα σχετική πρόταση Νόμου, η οποία έτυχε μελέτης στη Βουλή, αλλά και επεξεργασίας από τη Νομική Υπηρεσία, σε βαθμό που τελικά υιοθετήθηκε και μετατράπηκε σε Νομοσχέδιο. Το παράδοξο όμως είναι ότι, ενώ είχε τύχει το Νομοσχέδιο και τελικής επεξεργασίας από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών (με Πρόεδρο της τον νυν Υπουργό Δικαιοσύνης), αιφνίδια αποσύρθηκε, χωρίς την όποια από πλευράς του τότε Γενικού Εισαγγελέα ή της Κυβέρνησης, αιτιολογία.
Υπενθυμίζω ότι το ίδιο το Σύνταγμα στο Άρθρο 35 καθιέρωσε την υποχρέωση κάθε οργάνου του Κράτους να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, άρα και το δικαίωμα καταφυγής στο Δικαστήριο και βέβαια το εξ’ αυτής αποτέλεσμα. Πρόβλεψη που τονίζει τη σημασία διαπαιδαγώγησης που έχει η κάθε ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση την τομή δικαίου που επιφέρει.
Προφανώς η διοίκηση όταν αποφεύγει να εκπληρώσει το καθήκον συμμόρφωσης και υποταγής προς ακυρωτική δικαστική απόφαση, δεν προσφέρει στη χρηστή διοίκηση και ούτε αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Αντίθετα επιτρέπει την ανάπτυξη μιας φιλοσοφίας εκτός νομιμότητας, αφού η αποφυγή ρύθμισης του θέματος Νομοθετικά θεωρείται για τον απλό πολίτη αποδοχή ή ανοχή στη διαφθορά.
Είναι ακατανόητο να συνεχίζει το Κράτος από την ίδρυσή του να αποφεύγει να καθιερώσει νομοθετικά ποινική τιμωρία
Η Κυβέρνηση και Βουλή, αποφεύγουν να εκπληρώσουν το καθήκον τούτο, λόγω έλλειψης επιθυμίας για τιμωρία της παρανομούσης Διοίκησης. Κενό νομοθετικό, που ουσιαστικά διασφάλισε την ατιμωρησία της διοίκησης, μετά μάλιστα από μια δίκη όπου ο πολίτης διάδικος αμφισβήτησε τη νομιμότητα μιας απόφασης της διοίκησης. Νομιμότητα που ανατρέπεται σε κάθε περίπτωση αυθαίρετης μη συμμόρφωσης προς το δεδικασμένο. Κατάσταση, που καθιέρωσε σιωπηλά μια στάση περιφρόνησης προς το δεδικασμένο κατά τρόπο προκλητικά αλαζονικό γιατί, γνωρίζει η Διοίκηση ότι, δεν θα υποστεί συνέπειες. Ατιμωρησία, που εν πολλοίς εξισώνεται με στέρηση του δικαιώματος να πραγματωθεί το αποτέλεσμα της ίδιας της δίκης, ενώ παράλληλα μηδενίζει το δικαίωμα καταφυγής στη δικαιοσύνη κατά παραβίαση της αρχής του Κράτους Δικαίου.
Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν μπορεί μάλιστα μετά και από δικαστική απόφαση, να καθίσταται με την στάση της Διοίκησης, μάταιο. Είναι ακατανόητο να συνεχίζει το Κράτος από την ίδρυσή του να αποφεύγει να καθιερώσει νομοθετικά ποινική τιμωρία, σε σχέση με τη μη ενεργό συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις.
Αυτή η μακρά αδράνεια του Κράτους, συνέτεινε και συντελεί στο να διαμορφωθεί μια κατάσταση διά της οποίας η Διοίκηση εμφανίζεται όλο και πιο δύστροπη και αλαζονική έναντι των ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων και γενικότερα έναντι στα δικαιώματα του απλού πολίτη, ακόμη και όταν έχουν υπέρ τους Δικαστική διαπίστωση ότι έχουν υποστεί παράνομη μεταχείριση. Δεν είναι δυνατόν ο πολίτης να «τιμωρείται», αλλά η διοίκηση ποτέ! Ο κίνδυνος από την περιφρονητική στάση της διοίκησης, προς τη δικαστική απόφαση, διαμόρφωσε την πεποίθηση ότι, αντί να είναι το Δικαστήριο πραγματική καταφυγή και ύστατο μέτρο προστασίας, για κάθε αδικηθέντα από τη διοίκηση θα καταστεί διακοσμητική μόνο εξουσία.
Αποτελεί σαφώς θεμελιακή υποχρέωση του Κράτους να παρέχει αποτελεσματικό ένδικο μέσο που να αφορά και την εκτέλεση κάθε δικαστικής απόφασης που διαπιστώνει παραβίαση δικαιωμάτων και ελευθεριών ενός ατόμου. Το Δικαστήριο, δεν μπορεί το ίδιο, λόγω της διάκρισης των εξουσιών να καλύψει το συγκεκριμένο Νομοθετικό κενό, το οποίο ως είχε καθήκον το υπέδειξε, διά των αποφάσεων του. Άρα αποτελεί καθήκον για την Εκτελεστική εξουσία, και τη Βουλή, να ενεργήσουν στα πλαίσια της ρητής πρόβλεψης του Συντάγματος, ώστε εάν δεν υπάρχει ενεργός συμμόρφωση από τη διοίκηση, τότε να μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις εναντίον κάθε μη συμμορφούμενου οργάνου.
Δεν είναι δυνατόν ο πολίτης να «τιμωρείται», αλλά η διοίκηση ποτέ!
Φαίνεται έναντι αυτής της υποχρέωσης του Κράτους να παρουσιάζεται εκ νέου κινητικότητα. Υπάρχει προσπάθεια για να επέλθει δια Νομοθεσίας ο σεβασμός που επιβάλλει το Άρθρο 150 του Συντάγματος που προβλέπει ότι το Δικαστήριο, έχει εξουσία «…να επιβάλλη ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου». Πρόνοια που περιλήφθηκε επίσης ως αρμοδιότητα και του Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με την 8η τροποποίηση του Συντάγματος. Προφανώς πιέζουν προς ρύθμιση του θέματος και όσα το ΕΔΑΔ, με σειρά αποφάσεων του, έκρινε για τη σημασία συμμόρφωσης της διοίκησης προς ακυρωτική απόφαση, αφού αποτελεί η συμμόρφωση αναπόσπαστο μέρος της έννοιας, της δίκαιης δίκης.
Ελπίζω, να υπάρξει επιτέλους μια πραγματική αναγνώριση της ανάγκης πάταξης τέτοιων συμπεριφορών από πλευράς διοίκησης και να ψηφιστεί έστω και τώρα ο αναγκαίος Νόμος, ο οποίος θα πρέπει να περιέχει τέτοιες ρυθμίσεις, που να οδηγεί όντως στην πάταξη του φαινομένου της μη συμμόρφωσης. Τούτο όμως προϋποθέτει να μη υπάρξουν οι όποιοι ιδιαίτεροι συσχετισμοί συμφερόντων ή δυνάμεων ή αλλότριοι λόγοι, που αντισυνταγματικά και αντίθετα στην έννοια του Κράτους Δικαίου, αποβλέπουν στο να «διαφυλάξουν», χωρίς συνέπειες τη Διοίκηση, όταν δεν συμμορφώνεται άμεσα και ενεργά με τις ακυρωτικές αποφάσεις.
Πρέπει επιτέλους, αυτό το καθήκον να εκπληρωθεί. Άλλως θα θεωρηθεί η συνέχιση της αδράνειας αυτής, ως οριστικοποίηση και επιβράβευση μιας «πολιτικής» για διασφάλιση της ατιμωρησίας των διοικητικών αρχών, όταν παρανομούν και δεν συμμορφώνονται με τις δικαστικές αποφάσεις. Αδράνεια που αφήνει δυνατότητα στα διοικητικά όργανα, να μην υποτάσσονται, όπως ο καθένας μας, στην υπεροχή του Νόμου και του δικαστικού δεδικασμένου. Κατάσταση που διαμορφώνει διαλυτική αντίληψη περί τη νομιμότητα και επιβεβαιώνει ότι η ανομία έχει δυνατότητες να υπερισχύσει του Νόμου.