Βουλή: Στο εκτελεστικό η διαφάνεια με απόφαση-αίσχος
Στον κάδο των αχρήστων με συνοπτικές διαδικασίες η πρώτη και μοναδική ένορκη καταγγελία εναντίον αξιωματούχου της Κυπριακής Δημοκρατίας στα 16 χρόνια ισχύς του Νόμου για το πόθεν έσχες. Μνημείο αδιαφάνειας αποτελεί η απόφαση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής.
Γράφει: Νάταλι Μιχαηλίδου
Ούτε έλεγχος, ούτε διαφάνεια. Έτι περαιτέρω, ουδεμία υποχρέωση λογοδοσίας για τα κέρδη και τα εισοδήματα που προκύπτουν από την επιχειρηματική δραστηριότητα των εταιρειών τους δεν ενέχουν οι αξιωματούχοι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό προκύπτει από όσα αποφάνθηκε η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για το Πόθεν Έσχες, η οποία κλήθηκε για πρώτη φορά στα χρονικά της να εξετάσει καταγγελία εναντίον πρώην μέλους του υπουργικού Συμβουλίου, για ψευδή δήλωση περιουσίας, για καταδολίευση του δημοσίου και της Πολιτείας και απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων ύψους εκατομμυρίων ευρώ.
Αντί έρευνας, ισχυρό άλλοθι
Μεσούσης της διαδικασίας αναθεώρησης του νομοθετικού πλαισίου, κρίθηκε η τύχη της μοναδικής γραπτής και ένορκης καταγγελίας στην οποία προέβη δεόντως πολίτης, από την θέσπιση του Νόμου το 2004 μέχρι σήμερα. Η καταγγελία, που αφορά στη δήλωση πόθεν έσχες πρώην υπουργού, παραδόθηκε στην Γραμματεία της Ειδικής Επιτροπής στις 20 Ιουλίου 2020. Οχτώ μήνες μετά και παρά τις επισημάνσεις και καταγεγραμμένες ανησυχίες της Κομισιόν για την ακρίβεια των στοιχείων που καταγράφονται στις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων που υποβάλλουν οι ελεγχόμενοι στην Κύπρο (βουλευτές, υπουργοί, δημόσιοι αξιωματούχοι κ.α.), η Ειδική Επιτροπή της Βουλής έδωσε τη δική της… ερμηνεία στις υφιστάμενες πρόνοιες, καταλήγοντας σε αιτιολογία που δίνει ισχυρό άλλοθι στην αδιαφάνεια και δημιουργεί τεχνητά προσκόμματα στην καταπολέμηση της διαφθοράς.
Συγκεκριμένα, σε συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 4 Μαρτίου, η εν λόγω Επιτροπή αποφάσισε καταληκτικά ότι «[…] δεν υπάρχει υποχρέωση από τον Νόμο για υποβολή στη δήλωση του αξιωματούχου των περιουσιακών στοιχείων, των κερδών ή ζημιών, των εισοδημάτων ή άλλων εσόδων των νομικών προσώπων που σχετίζονται με οποιοδήποτε τρόπο με αυτόν». Εν ολίγοις, οποιοσδήποτε βουλευτής, υπουργός ή δημόσιος αξιωματούχος μπορεί να δραστηριοποιείται κάτω από την ομπρέλα εταιρείας του, χωρίς υποχρέωση να λογοδοτεί και να δημοσιοποιεί τα κέρδη και τα έσοδά του. Δεδομένης της διαπίστωσης αυτής «η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν συντρέχουν λόγοι για διεξαγωγή έρευνας».
Ενταφιασμός της καταγγελίας
Σημειώνεται, πάντως, ότι σύμφωνα με το άρθρο 7(Ι)(α) του περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμου [49(Ι)2004], η αρμόδια Επιτροπή δύναται να αρχίσει τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με το περιεχόμενο δήλωσης «όταν υπάρχει ενώπιόν της ένορκη γραπτή καταγγελία ότι ο Πρόεδρος ή ο συγκεκριμένος υπουργός ή βουλευτής έχει άμεσο ή έμμεσο ή συγκαλυμμένο περιουσιακό όφελος, το οποίο όπως εύλογα πιστεύει, ο καταγγέλλων, δεν έχει περιληφθεί στη δήλωσή του».
Οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε αχρείαστη η διεξαγωγή έρευνας στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον φαίνεται να πληρούνταν οι προϋποθέσεις που ορίζει ο Νόμος, παραμένουν αδιευκρίνιστοι. Επιπρόσθετα, να σημειωθεί ότι μετά και την 9η τροποποίηση του Συντάγματος το 2016, με την οποία κατέστη δυνατή η επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής «προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς», ο Νόμος κατέστη επιτέλους εφαρμόσιμος (δώδεκα χρόνια μετά την ψήφισή του) εφόσον δεν προσκρούει πλέον στο άρθρο 15.
Παρά ταύτα, στο ερώτημα κατά πόσον η κείμενη νομοθεσία για το «πόθεν έσχες» εφαρμόζεται με τρόπο που να την καθιστά επαρκές εργαλείο για την αντιμετώπιση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, του αθέμιτου πλουτισμού, της επικράτησης της διαφάνειας, της ορθής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και της διασφάλισης εν τέλει των αρχών του Κράτους Δικαίου, η Επιτροπή με την πρόσφατη απόφασή της απάντησε -εμμέσως πλην σαφώς- αρνητικά. Επί της ουσίας, όπως υποδεικνύουν στο dejure έγκριτοι νομικοί, βάσει της αιτιολογίας που δίδεται από την Ειδική Επιτροπή για την απόφασή της, τεκμαίρεται ότι τα πρόσωπα που ελέγχονται δύνανται να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά και να αποκτούν περιουσία, κέρδη και εισοδήματα μέσω εταιρειών τους χωρίς υποχρέωση κοινοποίησης των σχετικών στοιχείων κατά την υποβολή των δηλώσεων πόθεν έσχες, που αυτονόητα επιβάλλεται να ικανοποιούν τα ελάχιστα κριτήρια αλήθειας και πληρότητας.
Ψιλά γράμματα η εφαρμογή του Νόμου
Γίνεται επιπλέον λόγος για εξόφθαλμη παραβίαση του αντικειμενικού σκοπού του Νόμου, ο οποίος εκ του προοιμίου του ρητά αναφέρει ότι «η διαφάνεια στη δημόσια ζωή εξυπηρετεί την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης δημοσίου αξιώματος, θέσης ή ιδιότητας και αποσκοπεί στην πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς στη δημόσια ζωή». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με σχετική Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών (3 Μαρτίου, 2004), στόχος της νομοθεσίας ήταν η υιοθέτηση μέτρων που να καθιερώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διαφάνεια στην πολιτική σκηνή του τόπου, ενώ κατά τη σύνταξή της λήφθηκαν υπόψιν προενταξιακές συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, ρόλος του οποίου είναι να διαφυλάττει το κράτος δικαίου.
Όσον αφορά στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για το Πόθεν Έσχες και τα μέλη της να σημειωθεί ότι συστάθηκε για πρώτη φορά στις 11 Νοεμβρίου 2004 και λειτουργεί με αρμοδιότητα την υλοποίηση των προνοιών του περί Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος της Περιουσίας) Νόμου. Βάσει της επίσημης ιστοσελίδας της Βουλής απαρτίζεται από τον Πρόεδρο της Βουλής (ex officio), δύο τακτικά μέλη (Ν. Τορναρίτης ΔΗΣΥ και Γ. Λουκαΐδης ΑΚΕΛ) και δύο αναπληρωματικά μέλη (Χ. Ερωτοκρίτου ΔΗΚΟ και Μ. Σιζόπουλος ΕΔΕΚ).
Από την εν λόγω απόφαση, πάντως, προκύπτει σωρεία ερωτημάτων τόσο ως προς τον τρόπο προσέγγισης καταγγελιών του είδους από τους καθ’ ύλην αρμόδιους, όσο και για τον βαθμό ελέγχου που δύναται να ασκηθεί, αλλά και την τήρηση των αρχών που διέπουν ένα κράτος δικαίου, καθότι πλέον δημιουργείται ισχυρό προηγούμενο για οποιαδήποτε παρόμοια υπόθεση.