Αναγκαία η προστασία των βουλευτών από το προνόμιο της ασυλίας;
Τι εξυπηρετεί σήμερα η ασυλία σε ποινικές διώξεις βουλευτών αναφορικά με δραστηριότητές τους που δεν σχετίζονται με την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων;
Γράφει: Θεοφάνης Ανδρέου, Δικηγόρος*
Η επικεφαλίδα του άρθρου παραπέμπει ευθέως στο καίριο ερώτημα που θα μας απασχολήσει. Για να απαντήσουμε στο ερώτημά μας, θα πρέπει να αντιληφθούμε και να αναγνωρίσουμε ιστορικά ότι ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας γεννήθηκε και διαμορφώθηκε σε μια άλλη εποχή. Εμφανίσθηκε στο ηπειρωτικό Δίκαιο και καθιερώθηκε, αρχικώς στο γαλλικό Σύνταγμα του 1791 και μετά τη Γαλλική Επανάσταση, που κατήργησε την απόλυτη μοναρχία γκρεμίζοντας το φεουδαρχικό σύστημα και αντικαθιστώντας το με το δημοκρατικό.
Στη συνέχεια εισήχθη και στα Συντάγματα των άλλων κρατών, την εποχή που αντιπροσωπευτική δημοκρατία έκανε τα πρώτα της ασταθή βήματα. Στην Ευρώπη τότε, όπως είναι γνωστό, επιβίωναν ακόμα πολλά και ισχυρά κατάλοιπα του παλαιού καθεστώτος, τα οποία επιδίωκαν καθημερινώς να υπονομεύσουν τη νεαρή αστική δημοκρατία. Τα κοινοβούλια, εκπροσωπώντας πια όλες τις κοινωνικές τάξεις, αποτελούσαν τον κύριο αντίπαλο αυτών των δυνάμεων. Έπρεπε, επομένως, να θωρακιστεί θεσμικά το ίδιο το Σώμα των κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων και των μελών του κατά των επιβουλών αυτής της προέλευσης. Η αυτονομία και το σύστημα των ασυλιών των μελών του ήταν οι βασικότεροι θεσμοί αυτής της θωράκισης. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις βουλευτικές ασυλίες, είναι φανερό ότι η έκταση και η φύση τους συνδέονταν με το κλίμα εκείνο των κινδύνων επιβουλής της ομαλής λειτουργίας της Βουλής.
Το ίδιο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και συγκεκριμένα το άρθρο 83(1) του Συντάγματος προβλέπει ρητά ότι οι βουλευτές δεν υπόκεινται σε ποινική δίωξη και δεν ευθύνονται αστικά ένεκα οποιασδήποτε γνώμης που εκφράζουν ή ψήφου που δίδουν στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αυτή η πρόνοια παραπέμπει ξεκάθαρα σε ασυλία των βουλευτών σχετικά με τη δραστηριότητά τους κατά την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων στη Βουλή.
Αποκλείεται όχι μόνο η σύλληψη και η φυλάκιση, αλλά και κάθε ανακριτική πράξη, όπως η απαγγελία κατηγορίας ή η κλήση προς απολογία.
Συνεπώς, είναι φανερό ότι ο σκοπός της πρόνοιας αυτής είναι η προστασία του προσώπου του βουλευτή από κάθε μορφή, άμεση ή έμμεση, ποινικής ή αστικής δίωξής του που θα μπορούσε να περιορίσει την ελευθερίας έκφρασής του. Στην ουσία, εξασφαλίζει στον βουλευτή την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων του, την καλύτερη εκπλήρωση του λειτουργήματός του και την πλήρη ελευθερία του λόγου του, η οποία πρέπει να είναι αδέσμευτη από εκτός Βουλή επιρροές.
Το άρθρο 83(2) του Συντάγματος προβλέπει περαιτέρω ότι οι βουλευτές δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε δίωξη, σύλληψη ή φυλάκιση κατά τον χρόνο που είναι βουλευτές, εκτός εάν δοθεί άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο. Συνεπώς, από τη γενικότητα με την οποία είναι διατυπωμένη η διάταξη προβλέπεται, επιπρόσθετα από το άρθρο 83(1), μια περαιτέρω ειδική προστασία των βουλευτών που αφορά γενικότερα ποινικές διώξεις που θα ήταν δυνατόν να ασκηθούν εναντίον τους και που αναφέρονται σε δραστηριότητές τους που δεν σχετίζονται με την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων. Κατά συνέπεια, αποκλείεται όχι μόνο η σύλληψη και η φυλάκιση του βουλευτή, αλλά και κάθε ανακριτική πράξη στρεφόμενη κατά του προσώπου αυτού, όπως η απαγγελία κατηγορίας ή η κλήση προς απολογία. Επίσης, καλύπτει όχι μόνο αδικήματα που θα τελέσει κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, αλλά και για εκείνα που είχε ενδεχομένως διαπράξει προς της έναρξης της περιόδου, είτε ήταν είτε δεν ήταν βουλευτής και για τα οποία οι καταδιωκτικές ενέργειες αρχίζουν εντός της βουλευτικής περιόδου.
Η ανάγκη για διαφάνεια και ανανέωση προβάλλουν ως οι πρωταρχικοί στόχοι για τη δημιουργία μιας σύγχρονης δημοκρατίας
Στη δική μας περίπτωση, είναι έκδηλο ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 εκαλείτο, υπό τις συνθήκες έκρυθμες καταστάσεις που επικρατούσαν τότε, να θωρακίσει θεσμικά και απόλυτα όλους τους βουλευτές, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, με απώτερο σκοπό την εύρυθμη λειτουργίας της Δημοκρατίας και το κοινό και δημόσιο συμφέρον. Ως εκ τούτου, ορθά και επιβεβλημένα με τα τότε δεδομένα συμπεριλαμβάνει ασυλία βουλευτών και, μάλιστα, σε τέτοιο απόλυτο βαθμό.
Το ερώτημα συνεπώς το οποίο πρέπει να μας απασχολήσει είναι το εξής: Τι εξυπηρετεί σήμερα η ασυλία σε ποινικές διώξεις βουλευτών αναφορικά με δραστηριότητές τους που δεν σχετίζονται με την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων; Έχοντας λοιπόν κατά νου όλα τα ανωτέρω, γεννάται αυτόματα το ερώτημα που παραπέμπει στον τίτλο του άρθρου, απάντηση η οποία επιβάλλεται να είναι αρνητική.
Στις μέρες μας, όπου έχουμε σαφείς και ασφαλείς θεσμούς, με ξεκάθαρους ρόλους και με το κράτος μας ενταγμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ανάγκη για διαφάνεια και ανανέωση προβάλλουν ως οι πρωταρχικοί στόχοι για τη δημιουργία μιας σύγχρονης δημοκρατίας. Πυρήνας της πρέπει να είναι η ίση μεταχείριση των πολιτών της και οι εκπρόσωποί της πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχουν ανάγκη προνομιακής μεταχείρισης. Οι βουλευτές επιβάλλεται να επιδιώξουν την ανάπτυξη ενός κλίματος ελευθερίας, διαφάνειας και ώριμης ανταλλαγής απόψεων και ιδεών. Επιβάλλεται να αρνηθούν οι ίδιοι το προνόμιο και το ατομικό δικαίωμα της ασυλίας τους για πράξεις ή παραλείψεις τους εκτός Βουλής και να τροποποιήσουν το άρθρο 83(2) του Συντάγματος.
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Πολίτης, 22 Απριλίου, 2012 (Δικαστηριακά)