Χ. Κληρίδης: «Καμία μεταρρύθμιση χωρίς τους δικηγόρους»

ΣΕ πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο των δικηγόρων στη μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης προσβλέπει ο Χρίστος Κληρίδης, σημειώνοντας ότι η συμμετοχή του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε επίπεδο διαβουλεύσεων επί των νομοσχεδίων έχει ήδη εξαντληθεί.
Συνέντευξη: Νάταλι Μιχαηλίδου
«Δεν μπορεί οι θέσεις του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου να περιθωριοποιούνται, να τις σκουπίζουμε κάτω από το χαλί και να αποφασίζει ένας υπουργός μαζί με το Ανώτατο Δικαστήριο για τη μεταρρύθμιση», τονίζει ο υποψήφιος πρόεδρος των δικηγόρων και υπογραμμίζει την ανάγκη για συνολική μεταρρύθμιση του συστήματος στη βάση της αυτούσιας υιοθέτησης των εισηγήσεων των Ιρλανδών εμπειρογνωμόνων και όχι «επιλογή κερασιών». Αναλύοντας λεπτομερώς τις βασικότερες θέσεις του για τα ζητήματα που ταλανίζουν διαχρονικά τον τομέα της Δικαιοσύνης, κάνει λόγο για μία ανεξάρτητη υποψηφιότητα που στοχεύει στην αναβάθμιση του δικηγορικού Σώματος και στη σωστή μεταρρύθμιση.
Στο πλαίσιο ομιλίας σας σε πρόσφατη εκδήλωση του Κράτους Δικαίου χαρακτηρίσατε την προσπάθεια που έγινε από τον Ιωνά Νικολάου για τη μεταρρύθμιση ως «αξιέπαινη». Παρά ταύτα εκφράζετε διαφωνίες σε πολλά σημεία. Ποιες οι βασικότερες ενστάσεις σας επί των νομοσχεδίων;
Η μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που η Κυπριακή Δημοκρατία φρόντισε να ζητήσει τη συμβουλή εμπειρογνωμόνων από το εξωτερικό. Σαν αποτέλεσμα, το Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης της Ιρλανδίας, με τη συνδρομή και στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της ΕΕ μελέτησε τα προβλήματα και προχώρησε σε εισηγήσεις για την αντιμετώπισή τους, οι οποίες καταχωρήθηκαν στην έκθεση Μαρτίου του 2018. Θα ανέμενε κανείς ότι, ο «μεταρρυθμιστής», δηλαδή το υπουργείο Δικαιοσύνης ως καθ’ ύλην αρμόδιο, θα έπαιρνε όλες τις εισηγήσεις της Επιτροπής αυτούσιες για να τις μετουσιώσει σε νομοσχέδια. Ένα από τα βασικά θέματα της μεταρρύθμισης ήταν η δημιουργία ενός αυτόνομου οργανισμού διοίκησης των Δικαστηρίων, ο οποίος θα αναλάβει τη διαχείριση των Δικαστηρίων παγκύπρια, συμπεριλαμβανομένων και θεμάτων που αφορούν τις κτηριακές εγκαταστάσεις, τα Πρωτοκολλητεία, τον σχεδιασμό, την πολιτική που θα ακολουθηθεί. Στον Οργανισμό αυτό θα συνέδραμαν και Δικαστές, αλλά και όλοι οι παράγοντες της Δικαιοσύνης. Αυτό το σημαντικό κομμάτι της μεταρρύθμισης έμεινε έξω. Αγνοήθηκε παντελώς. Υπάρχουν και άλλα σημεία τα οποία αγνοήθηκαν. Χαρακτηριστικά να πω ότι μία από τις εισηγήσεις της Επιτροπής ήταν ο διορισμός Δικαστών σε κάθε επαρχία, οι οποίοι θα αναλάμβαναν στο στάδιο των Οδηγιών τη διαχείριση της υπόθεσης (‘case management’). Αυτό το πράγμα από τον Μάρτιο του 2018 δεν έχει υλοποιηθεί. Εισηγήθηκε, επίσης, να εισαχθεί σύστημα ακροάσεων ‘day in day out’. Τα λέω αυτά ενδεικτικά -στην έκθεση συμπεριλαμβάνεται κατάλογος με 21 συστάσεις.
Δεν μπορεί να μείνουμε με ένα σύστημα, το οποίο η ίδια η GRECO θεωρεί ότι αποτελεί ένα από τα σημεία της διαφθοράς.
Πέραν όμως από το γεγονός ότι έγινε ένα ‘cherry picking’ και τούτο παρόλο ότι η Επιτροπή στην έκθεσή της αναφέρει ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι πακέτο και δεν μπορείς να διαλέξεις ό,τι σου αρέσει από τις προτάσεις, υπάρχουν και άλλα προβλήματα. Στο επίπεδο της τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας κρίθηκε ότι θα πρέπει να έχουμε ένα Ανώτατο Δικαστήριο και έναν Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, που θα έχει τη δικαιοδοσία εκδίκασης αναφορών του Προέδρου, του προληπτικού ελέγχου για τη συνταγματικότητα των Νόμων. Όμως, όσον αφορά τη συνταγματικότητα νομοθεσίας η οποία έχει θεσπιστεί και μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε Δικαστήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο, κρίθηκε ότι αυτό θα εξακολουθήσει να μπορεί να αποφασίζεται από τα Επαρχιακά και κατώτερα Δικαστήρια. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η εργασία την οποία θα έχει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θα είναι ελάχιστη. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν ότι θα λειτουργεί υπό μορφή αναίρεσης και ότι θα πρέπει να δίδεται άδεια για καταχώριση, ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται το νέο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είναι τέτοιος που η δικαιοδοσία του είναι περιορισμένη. Άρα, τίθεται το ερώτημα εάν χρειαζόμαστε αυτό το Σώμα. Εκτός και αν αποφασίσουμε να ρυθμιστεί το θέμα με πρόνοια ότι όλα τα συνταγματικά θέματα, όποτε και αν εγείρονται, παραπέμπονται σε αυτό το Δικαστήριο να τα αποφασίζει εντός τακτής προθεσμίας, η οποία θα πρέπει να θεσπιστεί και να τα παραπέμπει πίσω στα αρμόδια Δικαστήρια. Επίσης, έγινε δεκτό τους Δικαστές του Εφετείου να τους διορίζει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
Επί του συγκεκριμένου σημείου, δόθηκαν… μάχες στο πλαίσιο συναντήσεων στο Προεδρικό και ήταν μάλιστα πολύ έντονες οι θέσεις των Δικαστών του Ανωτάτου.
Με όλο το σέβας, δεν είναι θέμα των Δικαστών του Ανωτάτου. Οι Δικαστές του Ανωτάτου έχουν την ευθύνη να εκδικάζουν υποθέσεις μέσα στο Σύστημα που η εκλελεγμένη Πολιτεία αποφασίζει. Ο Πρόεδρος και το υπουργικό του Συμβούλιο, ως επίσης και οι βουλευτές. Αυτοί αποφασίζουν. Και οι αποφάσεις θα έπρεπε να ληφθούν με βάση τις εκθέσεις της GRECO, η οποία έκανε συγκεκριμένες συστάσεις και είπε το εξής απλό: σε χώρες όπου το Δικαστικό Συμβούλιο απαρτίζεται κατ’ αποκλειστικότητα από Δικαστές, επειδή υπάρχει το πρόβλημα του κρονητισμού (cronyism), θα πρέπει οι Δικαστές που απαρτίζουν το Δικαστικό Συμβούλιο να εκλέγονται από όλο το Δικαστικό Σώμα. Αυτό το πράγμα δεν μπήκε στη μεταρρύθμιση. Το τι έγινε ήταν απλώς μια διεύρυνση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία είναι θεμιτή, διότι συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων και κάποιους από τα Επαρχιακά Δικαστήρια (τον πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και τον εκάστοτε Διοικητικό Πρόεδρο των Επαρχιακών Δικαστηρίων), τον πρόεδρο του ΠΔΣ και έναν δικηγόρο με 25ετή πείρα.
Εκφράζονται, όμως, έντονες επιφυλάξεις για τον εμπλουτισμό του Δικαστικού Συμβουλίου, που εστιάζουν σε ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα της προτεινόμενης διεύρυνσης. Ποια η θέση σας;
Διαφωνώ με την άποψη ότι η πρόνοια είναι αντισυνταγματική. Από τη στιγμή που το σύστημα του Συντάγματος κατέρρευσε με τα γεγονότα του 1964 και κρίθηκε ότι θα έπρεπε να δημιουργηθεί έναν ενοποιημένο Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης και προς τούτο θεσπίστηκε και ειδική νομοθεσία (ο Περί Απονομής της Δικαιοσύνης Ποικίλαι Διατάξεις Νόμος του 1964), το θέμα πλέον δεν ρυθμίζεται από το Σύνταγμα, αλλά από νομοθεσία που βρίσκει έρεισμα στο Δίκαιο της Ανάγκης. Το οποίο Δίκαιο της Ανάγκης επικροτήθηκε στην απόφαση Ιμπραχήμ και στη βάση αυτού του Δικαίου λειτούργησε το νέο ενοποιημένο Ανώτατο Δικαστήριο, παρόλο ότι στο Σύνταγμα γίνεται πρόνοια για Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και ξεχωριστό Ανώτατο Δικαστήριο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έγιναν και ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούσαν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Άρα, το θέμα ρυθμίζεται πλέον νομοθετικά και όχι με τις πρόνοιες του Συντάγματος, το οποίο ακριβώς λόγω του Δικαίου της Ανάγκης έχει κατά κάποιο τρόπο υπερκεραστεί για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της Δικαιοσύνης.
Αντιλαμβάνομαι ότι με τη διεύρυνση του Δικαστικού Συμβουλίου αρχικώς είχε συμφωνήσει και το Ανώτατο Δικαστήριο, εξ ου και μπήκε στο πακέτο της μεταρρύθμισης. Εδώ όμως έχουμε και έξωθεν πιέσεις από την επιτροπή GRECO, του Συμβουλίου της Επιτροπής, που λέει ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν μπορεί να συνεχίσει να απαρτίζεται μόνο από τους 13 Δικαστές του Ανωτάτου. Ακόμα και αν θεωρείτο αντισυνταγματικό, εμείς θα έπρεπε να βρούμε τρόπο να το λύσουμε. Δεν μπορεί να μείνουμε με ένα σύστημα, το οποίο η ίδια η GRECO θεωρεί ότι αποτελεί ένα από τα σημεία της διαφθοράς.
Από ένα στάδιο και μετά οι δικηγόροι έμειναν απ’ έξω διαμαρτυρόμενοι. Με τέτοια δεδομένα, καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να δουλέψει και καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να εισαχθεί.
Υπάρχουν ανησυχίες και σε ό,τι αφορά τη στελέχωση του νέου Εφετείου;
Αναμένεται ότι τις 16 αυτές θέσεις θα πληρώσουν δια μεθόδου προαγωγών πρόεδροι των Επαρχιακών Δικαστηρίων. Αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος και ήταν η θέση μου την οποία έθεσα πρόσφατα και ενώπιον της συνέλευσης του Κράτους Δικαίου στη Φασούλα.
Τι προτείνετε;
Θα πρέπει να μπει μία quota, μία ποσόστωση 50-50. Εν τοις εφεξής στις ανώτερες δικαστικές θέσεις θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, το 50% να προέρχεται από τον δικηγορικό κόσμο, για να υπάρχει εμπλουτισμός του Δικαστικού Σώματος και το υπόλοιπο 50% από τις «προαγωγές» -ο Νόμος και το Σύνταγμα θεωρούν ότι οι ανώτερες δικαστικές θέσεις είναι θέσεις διορισμού και όχι προαγωγής. Εφόσον το Ανώτερο Δικαστικό Συμβούλιο μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να διορίσει για τις ανώτερες δικαστικές θέσεις -των ανώτερων Επαρχιακών και των Προέδρων- από το δικηγορικό Σώμα και εφόσον και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχθηκε ουσιαστικά αυτήν την άτυπη επετηρίδα των προαγωγών, η οποία είναι και λανθασμένη και αντισυνταγματική και παράνομη, ο μόνος τρόπος για να επιλυθεί το θέμα τούτο, είναι με συγκεκριμένη πρόνοια για ποσόστωση 50-50. Με τη μισθοδοσία των περίπου 120 χιλιάδων ευρώ τον χρόνο, δεν υπάρχει καμία δυσκολία έμπειροι και ικανοί δικηγόροι να πληρώσουν αυτές τις θέσεις.
Θα πρέπει επίσης να γίνουν ειδικά τμήματα στο Εφετείο, τα οποία να στελεχωθούν από εμπειρογνώμονες, είτε Δικαστές είτε δικηγόρους. Αυτό προϋποθέτει ότι Δικαστές των ειδικών Δικαστηρίων, στην ποσόστωση του 50%, θα πρέπει να πάρουν θέση στο Εφετείο για να απαρτίζουν τα εξειδικευμένα τμήματα. Αν δεν πετύχουμε την εξειδίκευση, θα είναι χωρίς νόημα. Θα έχουμε και πάλι ένα Εφετείο που θα επιφορτιστεί έναν τεράστιο όγκο καθυστερημένων εφέσεων και δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί. Η εξειδίκευση φέρνει ακριβώς την ταχύτητα στην εκδίκαση και στην έκδοση των αποφάσεων, αλλά και την ποιότητα στη Δικαιοσύνη. Είναι πολλά τα θέματα και το όλο σύστημα θέλει ακόμα πάρα πολλή μελέτη. Πρωτίστως, πρέπει να υιοθετήσουμε το γράμμα και το πνεύμα της έκθεσης των εμπειρογνωμόνων Μαρτίου 2018.
Προηγήθηκαν όμως διαβουλεύσεις πριν την τελική διαμόρφωση των νομοσχεδίων και αυτό που φαίνεται να επιδιώχθηκε από τον εισηγητή ήταν ένας συγκερασμός των εισηγήσεων των εμπειρογνωμόνων και των θέσεων των εμπλεκομένων. Στο επόμενο στάδιο της διαβούλευσης θεωρείτε ότι θα πρέπει να περιοριστεί ο ρόλος των Δικαστών;
Καταρχάς να επισημάνω ότι μέσα στο πλαίσιο της διαβούλευσης, ο τότε Γενικός Εισαγγελέας, Κώστας Κληρίδης, είχε μείνει παντελώς εκτός. Διατύπωσε και δημόσια το παράπονο ότι η μόνη εμπλοκή του ήταν στη νομική επεξεργασία των νομοσχεδίων στο τελικό στάδιο. Δεν υπήρξε διαβούλευση με τη Γενική Εισαγγελία για το μέγεθος και το είδος της μεταρρύθμισης. Όσον αφορά στις απόψεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι γνωστές και καταχωρημένες ήδη. Εκεί εξαντλείται και η συμμετοχή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο θέμα της μεταρρύθμισης. Οι δικαστές του Ανωτάτου είναι 13. Οι δικηγόροι είναι 4.500 και είναι και οι δύο λειτουργοί της Δικαιοσύνης. Δεν μπορεί οι θέσεις του ΠΔΣ να περιθωριοποιούνται, να τις σκουπίζουμε κάτω από το χαλί και να αποφασίζει ένας υπουργός μαζί με το Ανώτατο Δικαστήριο για τη μεταρρύθμιση που αφορά τη Δικαιοσύνη. Αυτή είναι λανθασμένη προσέγγιση. Συνεπώς, θα πρέπει στη νέα φάση, που θα επανεξεταστούν τα νομοσχέδια, να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψιν συγκεκριμένες απόψεις του νέου Δικηγορικού Συλλόγου. Προσωπικά εγώ με την ομάδα μου, έμπειρους δικηγόρους όπως είναι ο Γιώργος Χριστοφίδης, ο Γιάννης Πολυχρόνης, η Ελεάνα Χριστοφίδου και ο Δημήτρης Λοχίας, έχουμε επεξεργαστεί τις συγκεκριμένες εισηγήσεις και αν μας τιμήσουν οι δικηγόροι με την ψήφο τους θα εργαστούμε εντατικά, ούτως ώστε το συντομότερο δυνατόν να μπορέσει να περάσει η μεταρρύθμιση, η οποία επαναλαμβάνω ότι είναι αναγκαία. Και το επαναλαμβάνω για να μην παρεξηγηθούμε ότι είμαστε εναντίον της μεταρρύθμισης. Είμεθα υπέρμαχοι της μεταρρύθμισης, αλλά της σωστής μεταρρύθμισης.
Προβάλλετε έντονα τη θέση «καμία μεταρρύθμιση χωρίς τους δικηγόρους». Για ποιο λόγο θεωρείτε ότι δεν εισακούστηκαν οι απόψεις του ΠΔΣ, που συμμετείχε στις μέχρι στιγμής διεργασίες;
Στην Επιτροπή Μεταρρύθμισης συμμετείχε ο πρόεδρος του ΠΔΣ. Ήταν ένας από τους 12. Εξ όσων γνωρίζω, διαφώνησε και αποχώρησε από την Επιτροπή. Συνεπώς, από ένα στάδιο και μετά οι δικηγόροι έμειναν απ’ έξω διαμαρτυρόμενοι. Αντιλαμβάνεστε ότι σε αυτήν την κατάσταση των πραγμάτων και με τέτοια δεδομένα, καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να δουλέψει και καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να εισαχθεί. Δεν λέω ότι οι δικηγόροι θα επιβάλουν την μεταρρύθμιση, αλλά έχουν πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο, γιατί στο τέλος της ημέρας είναι οι δικηγόροι οι οποίοι διαχειρίζονται το θέμα το οποίο ονομάζεται Δικαιοσύνη, ως λειτουργοί της Δικαιοσύνης μαζί με τους δικαστές. Άλλος όμως ο ρόλος των Δικαστών -να εκδικάζουν σύμφωνα με το Δίκαιο και να αποφασίζουν κατά αμερόληπτο και ακέραιο τρόπο συγκεκριμένες διαφορές- και άλλος ο ρόλος των δικηγόρων, οι οποίοι είναι οι πρεσβευτές των συμφερόντων των πελατών τους και μέσα στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου προάγουν το όλο σύστημα της Δικαιοσύνης, για να εξυπηρετήσουν όχι μόνο βεβαίως τα συμφέροντα των πελατών τους αλλά και ευρύτερα τη Δικαιοσύνη.
Πρέπει να υιοθετήσουμε το γράμμα και το πνεύμα της έκθεσης των εμπειρογνωμόνων Μαρτίου 2018.
Δεν συμφωνώ με την άποψη ότι «δικαστές και δικηγόροι είναι στο ίδιο χαράκωμα». Καταρχάς δεν πρόκειται για χαράκωμα γιατί δεν είναι πόλεμος εδώ. Κατά δεύτερο είναι διακριτοί οι ρόλοι των δικαστών από αυτούς των δικηγόρων. Είναι και οι δύο λειτουργοί της Δικαιοσύνης, αλλά λειτουργούν σε έναν εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, ο καθένας με τον ρόλο του.
Αναφέρεστε σε άποψη που έχει εκφράσει ο ανθυποψήφιός σας, Θανάσης Κορφιώτης. Αντιστοίχως, ασκείται κριτική και στις δικές σας θέσεις, ενώ αφήνονται και μομφές ότι παρότι δεν είχατε ασχοληθεί ποτέ προηγουμένως με τα του ΠΔΣ, κατέρχεστε τώρα ως υποψήφιος για πρώτη φορά, διεκδικώντας μάλιστα και τα ηνία.
Με όλο το σέβας, οι ανθυποψήφιοί μου ασχολήθηκαν και φαίνεται ότι δεν πέτυχαν. Χρειαζόμαστε ανανέωση. Έχω ασχοληθεί με την κυπριακή Δικαιοσύνη και με το κυπριακό Δίκαιο για 38 συναπτά έτη. Σχεδόν διπλάσια από αυτά των ανθυποψηφίων μου. Έχω συγγράψει τρία βιβλία με τη Νομική Βιβλιοθήκη. Το ένα αφορά το κυπριακό νομικό σύστημα και το άλλο εξ αυτών τη δικηγορία στην Κύπρο. Γνωρίζω από πρώτο χέρι, ως μαχόμενος δικηγόρος και ως πανεπιστημιακός, τα προβλήματα της κυπριακής δικαιοσύνης. Άρα, δεν δέχομαι τη μομφή ότι «δεν ασχολήθηκε με τα του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου».

«Είμεθα υπέρμαχοι της μεταρρύθμισης, αλλά της σωστής μεταρρύθμισης», διευκρινίζει ο κ. Κληρίδης.
Να θυμίσω ότι είχα συμμετοχή και ζητήθηκαν οι απόψεις μου στην Επιτροπή των Ιρλανδών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ζητήθηκαν οι απόψεις μου και καταχώρησα τις θέσεις μου γραπτώς. Είχα επίσης συμμετοχή, διά της καταχώρησης των απόψεών μου στην Επιτροπή του Λόρδου Τάισον για την μεταρρύθμιση του δικονομικού πλαισίου και καταχώρισα πολυσέλιδο έγγραφο για τα θέματα αυτά. Ασχολούμαι με θέματα δεοντολογίας για χρόνια. Με τον περί Δικηγόρων Νόμο και εν γένει με το κυπριακό νομικό σύστημα. Μακάρι και οι ανθυποψήφιοί μου να είχαν την ίδια τριβή που είχα με το σύστημα. Δεν δέχομαι αυτήν την κατηγορία και εν πάση περιπτώσει νομίζω ότι εκείνο που διακρίνει τη δική μας την ομάδα είναι ότι είμεθα απόλυτα κατατοπισμένοι και ανεξάρτητοι επαγγελματίες, οι οποίοι έχουμε σαν στόχο, πρώτο την αναβάθμιση του δικηγορικού Σώματος και δεύτερο τη σωστή μεταρρύθμιση.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν βαρίδια στις άλλες υποψηφιότητες για την προεδρία του Συλλόγου;
Δεν θα έλεγα ότι υπάρχουν βαρίδια. Εκείνο το οποίο υπάρχει είναι κάποια σχέση είτε με τη δικαστική εξουσία είτε με την εκτελεστική εξουσία, τουλάχιστον ενός από τους ανθυποψηφίους μου, η οποία δημιουργεί διάφορα ερωτηματικά. Το έχω θέσει αυτό το θέμα, αλλά δεν έλαβα ακόμα απάντηση ακόμα. Με όλο τον σεβασμό προς τους ανθυποψηφίους μου, τους οποίους εκτιμώ αφάνταστα, ακόμα δεν έχω δει τις θέσεις τους. Δεν έχω δει λεπτομερώς θέσεις για τη μεταρρύθμιση και για το θέμα του Περί Δικηγόρων Νόμου. Εμείς έχουμε συγκεκριμένες θέσεις και συγκεκριμένες προτάσεις που είχα την ευκαιρία να αναπτύξω πιο πάνω. Οι θέσεις των συναδέλφων μου περιορίστηκαν σε γενικολογίες.
Τι σας ώθησε τελικά να διεκδικήσετε την προεδρία του ΠΔΣ;
Καταρχάς να διευκρινίσω ότι δεν έχω κανένα προσωπικό όφελος και κανένα απολύτως συμφέρον. Είμαι 65 ετών, βρίσκομαι ουσιαστικά προς το τέλος της μαχόμενης δικηγορίας μετά από 38 συναπτά έτη στα έδρανα των δικηγόρων. Ο λόγος κυρίως που αποφάσισα ότι θα πρέπει να εμπλακώ είναι ότι η μεταρρύθμιση όπως σχεδιάζεται δεν είναι προς την ορθή κατεύθυνση. Απλώς θα γίνει μία μεταρρύθμιση για χάριν της μεταρρύθμισης και δεν θα επιλυθούν τα προβλήματα. Δεν κάνουμε τις τομές που πρέπει να γίνουν, κάτι το οποίο με ανησυχούσε ιδιαίτερα και ήθελα με τη δική μου τη φωνή να συμβάλω πιο αποτελεσματικά στο θέμα της μεταρρύθμισης. Θα αφιερώσω όλον τον χρόνο μου, εκτός από κάποιες ώρες που έχω στην πανεπιστημιακή μου θέση, για προώθηση της αναβάθμισης του δικηγορικού επαγγέλματος και της σωστής μεταρρύθμισης.
Σε περίπτωση εκλογής σας θα συμμετέχετε ex officio στις διαβουλεύσεις για τη μεταρρύθμιση. Σε αντίθετη περίπτωση θα επιδιώξετε να προωθήσετε τις θέσεις της ομάδας σας μέσω της δεξαμενής σκέψης Κράτος Δικαίου;
Θα προωθήσω τις θέσεις μέσω οποιουδήποτε Σώματος, Οργανισμού, Πανεπιστημίου, της Βουλής των Αντιπροσώπων και προσωπικά, μέχρι να έχουμε τη σωστή μεταρρύθμιση. Ο δρόμος δεν τελειώνει, συνεχίζει.
Εκείνο το οποίο υπάρχει είναι κάποια σχέση είτε με τη δικαστική εξουσία είτε με την εκτελεστική εξουσία, η οποία δημιουργεί ερωτηματικά.
Η εμπιστοσύνη των πολιτών στο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης παραμένει λαβωμένη. Ο δικηγορικός κόσμος και ειδικότερα ο ΠΔΣ ως θεσμικό όργανο μπορεί να συμβάλει στην επανάκτησή της;
Τα μέγιστα. Καταρχάς θα πρέπει να φροντίσουμε τα του οίκου μας. Θα πρέπει να επιλυθεί το θέμα του Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων. Εκκρεμούν περίπου 2.500 υποθέσεις- είναι προφανές ότι το σύστημα κατέρρευσε και πρέπει να υπάρξει ριζική μεταρρύθμιση του Περί Δικηγόρων Νόμου. Θα πρέπει να δούμε εκ νέου τον κώδικα δεοντολογίας, θα πρέπει να δούμε το ενδεχόμενο συνεργασίας των δικηγορικών γραφείων επίσημα πλέον και νόμιμα με άλλους επαγγελματίες, θα πρέπει να δούμε πώς αναβαθμίζουμε τον λόγο του δικηγόρου στα ΜΜΕ και βεβαίως θα πρέπει να δούμε, για να ανακτήσει το κοινό την εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, πώς θα διαψεύσουμε κατηγορηματικά την εντύπωση η οποία είναι διάχυτη ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται στη βάση συγκεκριμένων συμφερόντων στην εκάστοτε περίπτωση.
Ένα από τα προβλήματα της Δικαιοσύνης στην Κύπρο, που είναι ίσως και το βασικότερο, είναι οι καθυστερήσεις. Κανένας δεν θέλει πλέον να προσφύγει στη Δικαιοσύνη όταν ξέρει ότι η υπόθεσή του θα πάρει περίπου 9-10 χρόνια στις δύο βαθμίδες για να εκδικαστεί. Αυτό θα πρέπει μέσα από την μεταρρύθμιση να το αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Παράλληλα μέσα από την εξειδίκευση τμημάτων στην ανώτερη βαθμίδα της Δικαιοσύνης, στο Εφετείο, στο Ανώτερο Δικαστήριο αλλά και στα Επαρχιακά, θα πετύχουμε και την αναβάθμιση της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων.