Νομικές «τρύπες» στα μέτρα για τον κορωνοϊό
Ποινικό αδίκημα, κατά τον υπ. Υγείας, η μη συμμόρφωση με το Διάταγμα που εξέδωσε κατόπιν εξουσιοδότησης που έλαβε από το Υπουργικό Συμβούλιο. Απαραίτητη προϋπόθεση η ψήφιση και δημοσίευση Κανονισμών, υποδεικνύουν νομικοί.
Γράφει: Νάταλι Μιχαηλίδου
Ασκώντας τις εξουσίες που παρέχει το άρθρο 6 (γ) και (δ) του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, Κεφ. 260, οι οποίες του εκχωρήθηκαν με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (10.03), ο υπουργός Υγείας προχώρησε, με την έκδοση Διατάγματος, στον καθορισμό μέτρων για παρεμπόδιση της εξάπλωσης του κορωνοϊού.
Ως γνωστό, με βάση το Διάταγμα που έχει δημοσιευθεί στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, απαγορεύεται η συγκέντρωση και παραμονή άνω των 75 ατόμων στον ίδιο ενιαίο κλειστό χώρο, ακυρώνονται οι μαζικές εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις, παρελάσεις και συναυλίες σε δημόσιους χώρους, ενώ η διεξαγωγή ποδοσφαιρικών και άλλων αγώνων θα πραγματοποιούνται χωρίς την παρουσία θεατών. Όλα τα μέτρα ισχύουν μέχρι τις 31 Μαρτίου.
Νομική βάση
Ο Νόμος, δυνάμει του οποίου έχει εκδοθεί το Διάταγμα, παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο (άρθρο 6) τη δυνατότητα και την εξουσία έκδοσης Kανονισμών. Επιπλέον, παρέχει στον Υπουργό Υγείας (6Α) τη δυνατότητα «να εκδίδει διατάγματα με τα οποία να τροποποιούνται τα τεχνικά παραρτήματα του νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού». Τα άρθρα 6 (γ) και (δ) αφορούν στην παρεμπόδιση της εξάπλωσης και της μετάδοσης «οποιασδήποτε επικίνδυνης μολυσματικής ασθένειας από τη Δημοκρατία ή από οποιαδήποτε τοπική περιοχή εντός της Δημοκρατίας, είτε είναι μολυσμένη τοπική περιοχή είτε όχι, σε οποιαδήποτε τοπική περιοχή εκτός της Δημοκρατίας».
Όσον αφορά δε σε ποινές, το άρθρο 7 προνοεί «φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και του προστίμου», αναφερόμενο ρητά σε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει οποιοδήποτε από τους Κανονισμούς που εκδίδονται βάσει του Περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου.
Εντούτοις, μέχρι στιγμής δεν έχουν εκδοθεί Κανονισμοί ούτε από το Υπουργικό Συμβούλιο, ούτε από τον Υπουργό Υγείας στον οποίο έχει εκχωρηθεί η εξουσία, γεγονός που καθιστά προβληματική την εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου. «Όσο δεν υπάρχουν Κανονισμοί δεν μπορεί να υπάρχει ποινική ευθύνη με βάση τον Περί Λοιμοκάθαρσης», υποστηρίζουν νομικοί και παραπέμπουν στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και στις αυστηρότερες ποινές που προβλέπονται για αμέλεια διάδοσης επικίνδυνων νόσων.
Προαπαιτούμενο οι Κανονισμοί
«Για να μπορεί να εφαρμοστεί η ποινή που προβλέπεται στο άρθρο 7 του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου, τον οποίο επικαλείται το Υπουργικό και ο υπουργός Υγείας, θα πρέπει να έχουν εκδοθεί κανονισμοί», υποστηρίζει ο Σίμος Αγγελίδης και προσθέτει ότι «στο παρόν στάδιο δεν φαίνεται να έχουν εκδοθεί Κανονισμοί από το Υπουργικό».
Συνεπώς, όπως εξηγεί, οι Κανονισμοί αποτελούν προαπαιτούμενο και «μέχρι και την έκδοσή τους δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί η πρόνοια ότι άτομο το οποίο παραβιάζει τα διατάγματα τα οποία εκδίδονται είτε από τον Υπουργό είτε από το υπουργικό συμβούλιο θα είναι ένοχο αδικήματος το οποίο και θα υπόκειται σε φυλάκιση, μετά από καταδίκη του, που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει το αντίστοιχο των 450 λιρών σε ευρώ».
Ξεκάθαρες, σε κάθε περίπτωση, παραμένουν οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα
Παράλληλα με την εκχώρηση των εξουσιών του άρθρου 6 (γ) και (δ), με βάση το άρθρο 3 του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου (Ν. 23/1962), το υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εξουσιοδοτήσει τον αρμόδιο Υπουργό να εκδώσει Κανονισμούς, αναφέρει ο Ηλίας Στεφάνου. Εξηγεί συγκεκριμένα ότι «βάσει του νόμου του 1962 παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης Κανονισμών και αυτό φαίνεται ότι έγινε με εκχώρηση των εξουσιών στον υπουργό Υγείας σε προηγούμενη ημερομηνία».
Το υπουργικό έδωσε τη δυνατότητα στον υπουργό με διατάγματα, να εκδίδει Κανονισμούς γενικής φύσης, συνεχίζει και προσθέτει ότι, «οι Κανονισμοί είναι συγκεκριμένοι και όχι γενικής φύσης». Ερωτηθείς κατά πόσον αυτό είναι σύννομο, σημείωσε ότι αυτό θα κριθεί από τη Δικαιοσύνη. «Κατά πόσον αυτή η διαδικασία, δηλαδή της εκχώρησης της δυνατότητας στον υπουργό και κατά πόσον έπρεπε ο υπουργός να εκδώσει γενικής φύσης Κανονισμούς, αποτελεί ζήτημα που αν ποτέ τεθεί ενώπιον Δικαστηρίου, τότε θα αποφασιστεί», αναφέρει.
Νομική υποχρέωση όλων
Παρότι η μη έκδοση Κανονισμών, φαίνεται να καθιστά τις πρόνοιες του άρθρου 7 μία νεφελώδη αποτρεπτική απειλή, κυβερνητικές πηγές σημειώνουν ότι προ της έκδοσης του περί Λοιμοκάθαρσης Διατάγματος ζητήθηκε η συμβουλή και η καθοδήγηση του Γενικού Εισαγγελέα και ότι δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα.
Ξεκάθαρες, σε κάθε περίπτωση, παραμένουν οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. «Το άρθρο 190 επιτρέπει στο κράτος να κινηθεί εναντίον ατόμου το οποίο παράνομα ή από αμέλεια διαδίδει νόσο επικίνδυνη για τη ζωή», αναφέρει ο κ. Αγγελίδης και συμπληρώνει ότι «τούτο θεωρείται ως πλημμέλημα και η γενική ποινή για τα πλημμελήματα που προβλέπεται με βάση το άρθρο 35, είναι ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το αντίστοιχο των 1500 λιρών σε ευρώ ή και τις δύο αυτές ποινές».
Αναφερόμενος και σε σχετική με το ζήτημα αγγλική νομολογία του 1899, ο κ. Στεφάνου διευκρινίζει ότι «ο καθένας από εμάς, από τη στιγμή που παρουσιάζει οποιαδήποτε χαρακτηριστικά του ιού και ενδέχεται να επηρεάσει άλλους, έχει νομική υποχρέωση να περιορίζεται και να προστατεύει τους υπόλοιπους -σε αντίθετη περίπτωση είναι ένοχος αυτού του αδικήματος».
Διατάγματα καραντίνας
και καθορισμός εξουσιών
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 6(ε) του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου, παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο τη δυνατότητα έκδοσης Κανονισμών για τον καθορισμό των εξουσιών και καθηκόντων λειτουργών που δυνατό να τους ανατεθεί η εφαρμογή τους, ενώ ενδεικτικές του εύρους των εξουσιών που μπορούν να δοθούν στους λειτουργούς είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3, του περί Λοιμοκάθαρσης και Τελωνείων Νόμου (κεφ. 295).
Τέτοια εξουσία, η οποία θα δίνει τη δυνατότητα έκδοσης Διαταγμάτων καραντίνας σε Δικαστές, θα μπορούσε σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη να περιληφθεί στους Κανονισμούς, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί και παραπέμπει σε σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όπου η επιβολή καραντίνας κρίθηκε ότι επηρέαζε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και στην ελευθερία (Enhorn v. Sweden, αίτηση αρ. 56529/00, ημερ. 25.01.2005, ECHR 2005).
Επιπρόσθετα, δεν έχει κηρυχθεί μολυσματική περιοχή με βάση το άρθρο 2 και δεν έχει εκδοθεί γνωστοποίηση. Υπενθυμίζεται ότι στις 21 Φεβρουαρίου, δυνάμει κανονιστικής διοικητικής πράξης (74/20) εκδόθηκε Διάταγμα, με το οποίο τροποποιήθηκε το παράρτημα των περί Λοιμοκάθαρσης (Δημόσιας Υγείας) Κανονισμών δια της προσθήκης του κορωνοΐού Covid – 19 και, ετεροχρονισμένα, του MERS.