Δ. Ιωαννίδης: Ευθύνες με… παρελθόν για το μακελειό στους Εργάτες
Νευραλγικής σημασίας στην πρόληψη του εγκλήματος η θέσπιση νομοθεσίας για δημιουργία Δικαστηρίου και φυλακής ανηλίκων, σύμφωνα με τον Δώρο Ιωαννίδη. Στον απόηχο του διπλού φονικού στους Εργάτες, ο τέως πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, υπογραμμίζει την αναγκαιότητα άμεσης ψήφισης του σχετικού νομοσχεδίου που βρίσκεται εδώ και καιρό ενώπιον της Βουλής.
Γράφει: Νάταλι Μιχαηλίδου
Φωτογραφίες: Α. Μανώλη
Στην αναζήτηση ευθυνών επικεντρώθηκε ο δημόσιος διάλογος μετά την οικογενειακή τραγωδία που σημειώθηκε το πρωί της περασμένης Πέμπτης (11.02) στους Εργάτες, θέτοντας στο στόχαστρο τις εμπλεκόμενες κρατικές υπηρεσίες. Παρότι, τα βέλη στράφηκαν κατά κύριο λόγο προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, αλλά και την Αστυνομία, προσεγγίζοντας νομικά το ζήτημα, ο κ. Ιωαννίδης επισημαίνει ότι «οι πρώτες ευθύνες είναι στον ίδιο τον δράστη και, ταυτόχρονα, στον περιβάλλον του».
Εξετάζοντας τις παραμέτρους του συγκεκριμένου περιστατικού και ανατρέχοντας στο ιστορικό του φερόμενου δράστη (οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο μετά τη διάπραξη φόνου το 1976), εντοπίζει παράλληλα σοβαρά νομικά κενά που άπτονται της ορθής αντιμετώπισης της νεανικής εγκληματικότητας. «Είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν έχει ούτε Δικαστήριο ανηλίκων ούτε φυλακές ανηλίκων. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει αφενός η σωστή εκδίκαση υποθέσεων και αφετέρου, σε περίπτωση καταδίκης, η σωστή έκτιση ποινών, η απαιτούμενη διαπαιδαγώγηση και η ομαλή επανένταξη στην κοινωνία», αναφέρει. Πρόκειται, συνεχίζει, για ένα θέμα το οποίο συζητούμε εδώ και δεκαετίες. «Έχουμε κάνει δεκάδες συζητήσεις, δεκάδες συνέδρια. Ήταν ένα θέμα που προώθησα κι έθιξα πάρα πολλές φορές ως πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και είμαι βέβαιος ότι και το νέο Συμβούλιο θα συνεχίσει να το θίγει, αλλά δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν προχώρησε», σημειώνει και τονίζει ότι «νομοσχέδιο υπάρχει».
Το ματωμένο ιστορικό
Κληθείς να σχολιάσει τις ευθείς αιχμές για κρατικές ευθύνες, δηλώνει ότι «είναι πολύ εύκολο να βγαίνεις την μέρα που γίνονται τα γεγονότα και να κατακεραυνώνεις την μία ή την άλλη υπηρεσία». Εξηγεί μάλιστα ότι, δεν μπορεί το κράτος να παρακολουθεί όλους όσοι αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα, σε βάση η οποία να αποκλείει το έγκλημα, καθώς απαιτείται η δημιουργία ενός τεράστιου οργανισμού. «Δεν υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές, τα αναγκαία μέσα, αλλά και σε μεγάλο βαθμό τα άτομα. Πόσοι είναι σε κάθε τμήμα και πόσους μπορούν να παρακολουθούν; Δεν μπορεί κάθε φορά που γίνεται κάτι να βγαίνουμε και να λέμε ότι πρέπει να γίνει ένα τεράστιο Σώμα ένας τεράστιος οργανισμός και να ποντάρουμε στο ιδεατό. Αυτά δεν γίνονται. Πρέπει να ξεκινήσουμε από πιο χαμηλά».
Υπενθυμίζοντας ότι υπό νομικό πρίσμα «κάθε περίπτωση εξετάζεται με τα δικά της προσωπικά δεδομένα», προσθέτει ότι τα δεδομένα και το ιστορικό στην συγκεκριμένη περίπτωση «δεν ήταν απλώς ότι ήταν βίαιος -το ιστορικό ήταν φόνος και μάλιστα σε μεγάλη ηλικία, περίπου 15 ετών». Σύμφωνα με τον κ. Ιωαννίδη «όταν κάποιος, λόγω μειωμένης ποινικής ευθύνης επειδή είναι ανήλικος, οδηγείται στο ψυχιατρείο και μένει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα – δέκα χρόνια περίπου- σίγουρα χρήζει παρακολούθησης και σίγουρα πρέπει να διερευνηθεί πώς μπορεί ένα άτομο με αυτά τα προβλήματα να μην εισάγεται ή να μην παρακολουθείται κατά τακτικά χρονικά διαστήματα. Για να μην θίξω εντελώς εξεζητημένα θέματα, όπως το πώς μπορεί να παντρεύεται και ούτω καθεξής χωρίς τη δέουσα και σωστή παρακολούθηση». Θίγει, περαιτέρω, το ζήτημα της κοινωνικής επανένταξης και διερωτάται «πώς θα επιτευχθεί η σωστή επανένταξη στην κοινωνία όταν δεν έχουμε Δικαστήριο και φυλακές ανηλίκων όπως προβλέπεται σε όλες τις πολιτισμένες χώρες και οι παραβάτες καταλήγουν στο ψυχιατρείο;».
Είμαστε η μόνη χώρα στην ΕΕ που δεν έχει Δικαστήριο και φυλακές ανηλίκων
Ως προς το ενδεχόμενο αποτροπής ανάλογων περιστατικών στο μέλλον μέσω της βελτιστοποίησης της κατάρτισης των λειτουργών και του συντονισμού ανάμεσα στις υπηρεσίες, υπογραμμίζει ότι «το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι η πρόληψη, με τα σωστά όργανα και τα σωστά μέσα που η Πολιτεία αυτήν τη στιγμή δεν διαθέτει». Τέλος, ερωτηθείς τι υποχρεούται να πράττει η Αστυνομία σε περιπτώσεις αναφοράς, είναι ξεκάθαρος: «Πάντοτε, οποιαδήποτε καταγγελία πρέπει να διερευνάται, έστω και αν γίνεται προφορικά».
Καθυστέρησε το νομοσχέδιο
Περί τα τέλη Φεβρουαρίου αναμένεται να οδηγηθεί ενώπιον Ολομέλειας το νομοσχέδιο με τίτλο «Ο Περί Εγκαθίδρυσης Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης Φιλικής προς τα παιδιά που βρίσκονται σε σύγκρουση με τον Νόμο (Πρόληψη και αντιμετώπισης της παραβατικότητας) Νόμος του 2021». Ως «παιδί σε σύγκρουση με το νόμο » το νομοσχέδιο ορίζει πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών το οποίο έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα ή θεωρείται ύποπτο διάπραξης ποινικού αδικήματος και κατ’ εξαίρεση ηλικίας μέχρι είκοσι ενός ετών, για αξιόποινες πράξεις τις οποίες τέλεσε ενώ ήταν κάτω των δεκαοκτώ. Σκοπός του νομοσχεδίου είναι η εγκαθίδρυση ενός συστήματος δικαιοσύνης φιλικής προς τα παιδιά, η ρύθμιση των θεμάτων που αφορούν στην νεανική παραβατικότητα και πιο συγκεκριμένα στην πρόληψη, αντιμετώπιση και καταστολή της, στην εγκαθίδρυση των απαραίτητων δομών και μηχανισμών πρόληψης και αντιμετώπισης, καθώς και η ρύθμιση της μεταχείρισης των παιδιών στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης σύμφωνα με τις αρχές και διατάξεις της Σύμβασης των ΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού και άλλων διεθνών πρότυπων κανόνων.
Ανάμεσα στις βασικότερες πρόνοιες συγκαταλέγονται η εγκαθίδρυση Δικαστηρίου Παιδιών (ένα σε κάθε επαρχία), η δημιουργία Οικογενειακού Συμβουλίου Ευημερίας Παιδιού και χώρου κράτησης ανηλίκων που κρίνονται ένοχοι διάπραξης ποινικού αδικήματος. Δέον να σημειωθεί ότι το νομοσχέδιο κατατέθηκε στις 10 Μαΐου, 2019 και τρία χρόνια μετά της έκδοση της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2016/800 (11.05.2016) σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Ως εκ τούτου, η Κύπρος βρίσκεται ξανά ένα βήμα πριν το Δικαστήριο της ΕΕ λόγω καθυστέρησης, καθότι πλείστες πρόνοιες του νομοσχεδίου είναι εναρμονιστικές. Επιπλέον, εκφράζονται ανησυχίες ότι λόγω έλλειψης των απαιτούμενων υποδομών (όπως για παράδειγμα ειδικοί χώροι κράτησης παιδιών εκτός φυλακής, στέγαση των Δικαστηρίων σε ξεχωριστό χώρο από τα Δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας), πολλά από όσα προνοούνται θα παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο χαρτί, ακόμα και μετά την ψήφιση του Νόμου.