Ανήλικοι παραβάτες: Ψηφίστηκε ο Νόμος, ανέτοιμο το κράτος
Τομή στην ποινική δικαιοσύνη αποτελεί η ψήφιση Νόμου για τους ανήλικους παραβάτες – Έντονες ανησυχίες ότι η εφαρμογή του θα καταλήξει στις… κρατικές καλένδες, λόγω ανύπαρκτων υποδομών.
Γράφει: Νάταλι Μιχαηλίδου
Ομόφωνα ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων (08.04) ο Νόμος για εγκαθίδρυση συστήματος ποινικής δικαιοσύνης φιλικής προς τα παιδιά. Πρόκειται για εναρμονιστικό νομοθέτημα, που ενσωματώνει -με μεγάλη καθυστέρηση- την Οδηγία της ΕΕ για δικονομικές εγγυήσεις σχετικά με ανήλικους που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, το οποίο εισάγει μια σειρά νέων και πρωτοποριακών ρυθμίσεων και διαδικασιών, εμπλουτίζοντας ουσιαστικά τη γκάμα των εργαλείων στη διάθεση της Πολιτείας για αντιμετώπιση των ανηλίκων με παραβατική συμπεριφορά. Παρά ταύτα, εκφράζονται εύλογες ανησυχίες ότι χωρίς την άμεση τη δημιουργία των απαιτούμενων υποδομών, η νεοθεσπισθείσα νομοθεσία θα μείνει στα συρτάρια.
Η. Στεφάνου: Μέτρα χθες για την εφαρμογή
Για τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση της ποινικής δικαιοσύνης στα χρονικά της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάνει λόγο ο δικηγόρος Ηλίας Στεφάνου. Μιλώντας στο dejure, ο κ. Στεφάνου αναφέρει ότι «έγινε ένα μεγάλο βήμα με την ψήφιση του Νόμου, αλλά το μεγαλύτερο βήμα είναι η εφαρμογή του». Υποδεικνύοντας ότι ψηφίστηκαν και στο παρελθόν νομοθεσίες οι οποίες ουδέποτε εφαρμόστηκαν, τονίζει ότι «η ουσιαστική πρόκληση είναι η υλοποίηση των προνοιών της νομοθεσίας, διότι η ποινική δικαιοσύνη ξεκινά με τους ανήλικους». Υπογραμμίζει ότι «αν καταφέρουμε να εντοπίσουμε έγκαιρα τους ανήλικους με παραβατική συμπεριφορά και να τους επαναφέρουμε στον ίσιο δρόμο, τότε θα μειωθεί η εγκληματικότητα». Πέραν από την εισαγωγή μιας παιδοκεντρικής προσέγγισης με επίκεντρο τον σεβασμό προς τους ανήλικους και την προστασία των δικαιωμάτων τους, ο κ. Στεφάνου επισημαίνει ότι τα οφέλη από την θέσπιση της συγκεκριμένης νομοθεσίας είναι ευρύτερα.
Εξηγώντας ότι η βάση της τέλεσης ποινικών αδικημάτων εντοπίζεται και μπορεί να μειωθεί, όχι με επιβολή αποτρεπτικών ποινών, αλλά με την πρόληψη, εκφράζει την πεποίθηση ότι «υπό την προϋπόθεση της άμεσης και σωστής εφαρμογής του, μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα σε επίπεδο πρόληψης και αυτός είναι ο λόγος που θεωρώ ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση της ποινικής δικαιοσύνης και το σημαντικότερο νομοθέτημα στην προσπάθεια για μείωση της εγκληματικότητας». Εντούτοις, υποδεικνύει την επιτακτική ανάγκη άμεσης υλοποίησης, ενώ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι, εάν αύριο ένας ανήλικος διαπράξει ένα αδίκημα δεν θα υπάρχει έτοιμο ούτε Δικαστήριο για να τον δικάσει, ούτε Συμβούλια όπως προνοείται στον Νόμο, ούτε χώρος φύλαξης. «Η εφαρμογή απαιτεί από πολλούς οργανισμούς, υπουργεία και φορείς να πάρουν μέτρα χθες. Όχι σήμερα, χθες έπρεπε να ληφθούν μέτρα για να μπορεί να εφαρμοστεί και να μην μείνει στο χαρτί», τονίζει και καταλήγει ότι «αν το κράτος δεν βάλει το χέρι στην τσέπη για την πρόσληψη λειτουργών και τη δημιουργία υποδομών, τότε θα έχουμε απλώς έναν Νόμο και τίποτα άλλο».
Μομφές Γεωργίου για την καθυστέρηση
Το νομοσχέδιο για την ποινική δικαιοσύνη φιλική προς τα παιδιά που έφερε τον τίτλο «Ο περί Παίδων σε Σύγκρουση με το Νόμο (Πρόληψη, Μεταχείριση τους στο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης και Αντιμετώπιση της Παραβατικότητας) Νόμος» είχε αρχικά συνταχθεί από ιδιώτη δικηγόρο με αγορά υπηρεσιών από την τέως Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού. Η προσπάθεια σύνταξης του νομοσχεδίου ξεκίνησε το 2014, επί υπουργίας Ιωνά Νικολάου. Παρά ταύτα, το υπουργείο Δικαιοσύνης κατέθεσε το νομοσχέδιο στη Βουλή πέντε χρόνια μετά και τρία χρόνια μετά την έκδοση της ευρωπαϊκής Οδηγίας σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών ή υπόκεινται σε διαδικασία ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η ημερομηνία μεταφοράς της Οδηγίας 800/2016 και υιοθέτησης των προνοιών της από τα κράτη μέλη ήταν η 11η Ιουνίου 2019. Το νομοσχέδιο, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Επιτροπής Νομικών, Γιώργο Γεωργίου, κατατέθηκε στη Βουλή στις 10.05.2019, στον χρόνο δηλαδή «που εξέπνεε η χρονική δέσμευση για υιοθέτηση των προνοιών της Οδηγίας και κατά συνέπεια, ως η πάγια πρακτική μας, είχε ήδη ξεκινήσει η διαδικασία παράβασης κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας στο πλαίσιο της οποίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη».
Παρά την καθυστέρηση, αντί ενός πλήρους, μελετημένου και επεξεργασμένου νομοσχεδίου, αντάξιο της σημαντικότητάς του σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ο κ. Γεωργίου χαρακτήρισε ενώπιον Ολομέλειας το κείμενο που κατατέθηκε έναν «προτεινόμενο νομοθετικό αχταρμά». Πρόσθεσε μάλιστα ότι από τις 04.09.2019 που ξεκίνησε η συζήτηση στην Επιτροπή Νομικών, για τη διαμόρφωση ενός σωστά νομοτεχνικά νομοσχεδίου «χρειάστηκαν 22 συνεδριάσεις που αναλογούν σε πεντέμισι μήνες συνεχούς κοινοβουλευτικής εργασίας για ένα και μόνο νομοσχέδιο, για να διαμορφωθεί μετά από καντηλοβάπτισμα δύο αναθεωρήσεων από το υπουργείο Δικαιοσύνης και δύο αναθεωρήσεων από την Επιτροπή Νομικών, η οποία βασικά το συνέγραψε εξ υπαρχής υιοθετώντας αριθμό εισηγήσεων των μελών της και προτάσεων που τέθηκαν ενώπιόν της».
Αναφερόμενος στις βασικές αρχές του πολυσέλιδου Νόμου, που υιοθετεί πρωτίστως την παιδοκεντρική μεταχείριση του παιδιού ως παραβάτη, σημείωσε την προστασία του συμφέροντος του παιδιού κατά την λήψη οποιασδήποτε απόφασης που το επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα, την υποχρέωση κάθε Αρχής να προστατεύει με κάθε τρόπο την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του παιδιού, τη συμμετοχή του παιδιού στη λήψη αποφάσεων που το αφορούν, την εφαρμογή προγραμμάτων αποδικαστικοποίησης, την ποινική δίωξη του παιδιού και την κράτησή του ως το έσχατο μέτρο εφόσον τα οποιαδήποτε άλλα μέτρα έχουν δοκιμαστεί και έχουν αποτύχει. Μέσω του πρωτοποριακού, όπως τον χαρακτήρισε, Νόμου εισάγονται παράλληλα νέοι θεσμοί και διαδικασίες, όπως το Οικογενειακό Συμβούλιο Ευημερίας του Παιδιού, το Συμβούλιο του Παιδιού, η Επιτροπή Παρακολούθησης του προγράμματος αποδικαστικοποίησης, το Δικαστήριο Ανηλίκων, οι επιτηρητές δοκιμασίας, τα Κέντρα Ημέρας, το Συμβούλιο κράτησης παιδιών, οι χώροι κράτησης παιδιών κ.α. Ερωτηθείς κατά πόσον οι πρόνοιες και διατάξει του Νόμου δύνανται να υλοποιηθούν άμεσα, ο κ. Γεωργίου δήλωσε στο dejure ότι «είναι εφικτή η άμεση εφαρμογή» και πρόσθεσε ότι «οι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι κράτησης των ανηλίκων θα είναι προσωρινά, για ένα χρόνο, στις Κεντρικές Φυλακές, μέχρι τη διαμόρφωσή τους σε χώρους εκτός φυλακών».
Σημειώνεται ότι υπάρχουν προϋπολογισμένες δαπάνες που ανέρχονται στις 180 χιλιάδες ευρώ, ενώ πληροφορίες κάνουν λόγο και για πρόθεση αγοράς υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα για τη δημιουργία των απαιτούμενων υποδομών.
Α. Δαμιανού: Μπαλάκι, ήδη, οι ευθύνες
Εκ προοιμίου διαφαίνονται δυσοίωνες προοπτικές για την εφαρμογή του Νόμου, όπως προκύπτει από όσα έθιξε ο βουλευτής του ΑΚΕΛ, Άριστος Δαμιανού, κατά την τοποθέτησή του στην Ολομέλεια. Συγκεκριμένα, ο κ. Δαμιανού ανέφερε ότι «δεν υπάρχουν χώροι φύλαξης για ανήλικους και θα γίνουν σε χρόνο μεταγενέστερο με σοβαρότατες ενστάσεις από το Τμήμα Φυλακών» και πρόσθεσε ότι η Διεύθυνση των Κεντρικών Φυλακών κατ’ επανάληψη ενημέρωσε την αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή ότι δεν υπάρχει ειδικός χώρος αυτήν την ώρα στις φυλακές με τις αναγκαίες προδιαγραφές που απαιτούνται για τη φύλαξη και κράτηση ανηλίκων, όπως προνοείται από τον Νόμο. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο κ. Δαμιανού και στο ζήτημα συντονισμού των Κέντρων Ημέρας που περιλαμβάνονται στον Νόμο, για να σημειώσει ότι «το υπουργείο Παιδείας μας είπε ότι μπορεί να συμμετέχει στη διαδικασία αλλά τον συντονισμό πρέπει να τον αναλάβει το Δικαιοσύνης, το υπουργείο Εργασίας μας είπε ότι δεν μπορεί να συντονίζει και τον συντονισμό πρέπει να τον έχει το υπουργείο Δικαιοσύνης και το υπουργείο Δικαιοσύνης μας είπε ότι δεν δύναται να συντονίζει τα Κέντρα Ημέρας». Απευθύνοντας «έκκληση και συνάμα προειδοποίηση, να μην επαναπαυθούν οι αρμόδιοι φορείς και τα αρμόδια υπουργεία», τόνισε ότι «από αύριο θα παρακολουθούμε στενά την υλοποίηση της εφαρμογής αυτής της νομοθεσίας και θα είμαστε πολύ αυστηροί κριτές εκείνων που με παραλείψεις τους ενδεχομένως να διαιωνίζουν την παραβίαση των δικαιωμάτων των παιδιών στην κυπριακή πολιτεία».
Ανάλογη έκκληση απηύθυνε και ο βουλευτής του ΔΗΚΟ, Πανίκος Λεωνίδου, λέγοντας ότι ο Νόμος περιλαμβάνει εξαιρετικές πρόνοιες που αντικατοπτρίζουν τις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας και των πολιτισμένων κρατών, όμως αυτό που επιβάλλεται από την πρώτη στιγμή μετά την ψήφιση είναι «να ξεκινήσει το κράτος τις υποδομές για την εφαρμογή του, για να μην μείνει στα συρτάρια».
Πάντως, σε δηλώσεις του στο dejure, ο κ. Δαμιανού ανέφερε ότι «το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει κάποιος που να θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για την εφαρμογή του Νόμου». Εντοπίζει δε ασάφεια στις αρμοδιότητες, αφού «εμπλέκονται τουλάχιστον τρία υπουργεία, πάρα πολλά τμήματα και υπηρεσίες και ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπάρχουν υπεύθυνοι – ανεύθυνοι». Προνοούνται, επίσης, υποδομές που δεν έχουν δημιουργηθεί και, όπως εξηγεί, η διεύθυνση των Κεντρικών Φυλακών ήταν πολύ έντονη ότι ούτε στο μεταβατικό στάδιο έχουμε τον κατάλληλο χώρο για να φυλάξουμε αυτά τα παιδιά. «Εδώ δεν έχουμε χώρο για την κράτηση των ενηλίκων, πόσο μάλλον να δημιουργηθούν ειδικοί χώροι για τα παιδιά» σχολιάζει.
Δέον να σημειωθεί ότι με βάση σύμφωνα με τις ετήσιες στατιστικές του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον πληθυσμό των φυλακών, γνωστές ως SPACE I, η Κύπρος βρίσκεται στην τρίτη θέση, μαζί με τη Γαλλία, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με τον υψηλότερο υπερπληθυσμό στις φυλακές
Με τη συμβολή της Επ. Νομοθεσίας
Σημαντική στη διαμόρφωση του τελικού κειμένου υπήρξε και η συμμετοχή της Επιτρόπου Νομοθεσίας, η οποία ενεπλάκη στις διεργασίες της αρμόδιας κοινοβουλευτικής Επιτροπής αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της. Στοχεύοντας σε μία αναλογική προσέγγιση του όλου θέματος, ώστε να μην επιφέρει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ήτοι τη δημιουργία ενός συστήματος που να οδηγήσει τελικά σε αύξηση της παιδικής παραβατικότητας ή της εκμετάλλευσης τους από ενήλικες, η Λουίζα Χριστοδουλίδου Ζαννέτου ανέλαβε να μελετήσει το κείμενο εξ υπαρχής, από μια ανεξάρτητη σκοπιά και να προβεί σε διορθώσεις και εισηγήσεις με στόχο την καλυτέρευση και απλοποίησή του. Τον Μάιο του 2020, η κ. Ζαννέτου ανέλαβε με τη συμμετοχή της Νομικής Υπηρεσίας και του υπουργείου Δικαιοσύνης την εκ νέου συζήτηση του κειμένου επί των παρατηρήσεών της και τη διαμόρφωση του τελικού νομοσχεδίου μέχρι το τέλος Ιουλίου 2020. Ειδικότερα, όπως αναφέρει η ίδια στο dejure, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του κειμένου προέβηκε μεταξύ άλλων «σε ακριβέστερη εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή Οδηγία και στην αφαίρεση προνοιών που θα προκαλούσαν ταλαιπωρία στο παιδί και την οικογένειά του». Παράλληλα, με τη συμβολή της Νομικής Υπηρεσίας «διαμορφώσαμε τις πρόνοιες με τέτοιο τρόπο για να μην υπάρχει καθυστέρηση στην ανακριτική διαδικασία».
Πρόθεση και σκοπός του πολύ σημαντικού αυτού Νόμου, σύμφωνα με την Επίτροπο, «είναι η εγκαθίδρυση συστήματος δικαιοσύνης φιλικού προς τα παιδιά παραβάτες, η ρύθμιση των θεμάτων που αφορούν στην παιδική παραβατικότητα, την πρόληψη, αντιμετώπιση και καταστολή της, η εγκαθίδρυση των απαραίτητων δομών και μηχανισμών πρόληψης και αντιμετώπισης της παιδικής παραβατικότητας καθώς και τη ρύθμιση της μεταχείρισης των παιδιών στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις αρχές και διατάξεις της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού και άλλων διεθνών πρότυπων κανόνων αναφορικά με τη μεταχείριση των παιδιών παραβατών στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης». Επιπρόσθετα, ως προς τις εναρμονιστικές διατάξεις με την Οδηγία 800/2016 ΕΕ, η οποία προάγει τα δικαιώματα του παιδιού λαμβάνοντας υπόψιν τις κατευθυντήριες γραμμές του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπογραμμίζει ως σημαντικότερο σημείο της Οδηγίας ότι, «από τη στιγμή που ένα πρόσωπο καθίσταται ύποπτο ή κατηγορούμενο σε ποινική διαδικασία, το πρόσωπο αυτό έχει συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών, αλλά το ποινικό αδίκημα διεπράχθη όταν το πρόσωπο ήταν παιδί, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να εφαρμόζουν τις δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπονται, έως ότου το εν λόγω πρόσωπο φθάσει στην ηλικία των 21 ετών».
Επιτέλους, παιδοκεντρική προσέγγιση
Ο Νόμος, εξηγεί η κ. Ζαννέτου, «έχει ως επίκεντρο το παιδί και τα δικαιώματά του και ρυθμίζει το πως τυγχάνει χειρισμού ένα παιδί που δεν έχει ποινική ευθύνη, δηλαδή ένα παιδί κάτω των 14 ετών αλλά και τον τρόπο αντιμετώπισης νεαρών παραβατών άνω των 14 , οι οποίοι έρχονται σε σύγκρουση με τον Νόμο». Πέραν από τα προβλεπόμενα από την προαναφερθείσα Οδηγία, «προβλέπει για ειδικά Δικαστήρια Παιδιών, εναλλακτικές ποινές και διάφορα συμβούλια που στόχο έχουν την υποβοήθηση του παιδιού και των γονέων του και γενικά την προστασία του». Στόχος, σύμφωνα με την Επίτροπο Νομοθεσίας, δεν είναι μόνο η τιμωρία του παιδιού αλλά ο εντοπισμός της παραβατικής συμπεριφοράς, η αξιολόγηση του παιδιού, η αποφυγή επανάληψης της συμπεριφοράς και η καλυτέρευση των συνθηκών του παιδιού.
Το Μέρος ΙΙΙ ρυθμίζει τη μεταχείριση παιδιών κάτω των 14 που δεν φέρουν οποιαδήποτε ποινική ευθύνη και καθορίζει τις υποχρεώσεις των λειτουργών των δημόσιων αρχών σε περίπτωση διάπραξης αδικήματος. Το Μέρος ΙV αφορά τα παιδιά άνω των 14. Επεξηγώντας τις πρόνοιες του Νόμου, η κ. Ζαννέτου αναφέρει ότι «σε περίπτωση σύλληψης παιδιού, υπόπτου για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, το παιδί δεν θα έρθει σε επαφή με οποιοδήποτε ενήλικα συλληφθέντα». Επιπλέον, το παιδί δεν κρατείται σε κελί αλλά σε άλλο χώρο του Σταθμού, ενώ «η προφυλάκιση παιδιού απαγορεύεται». Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η εισαγωγή του θεσμού Συμβουλίου Παιδιού, το οποίο αξιολογεί και εισηγείται την περίοδο και επίπεδα επίβλεψης του παιδιού από κηδεμονευτικό λειτουργό και καθορίζει σχέδιο δράσης για το παιδί, αλλά και η παραπομπή σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης.
«Η παραπομπή του παιδιού στο Δικαστήριο Παιδιών αποτελεί έσχατο μέτρο, όμως ακόμη και όταν οδηγηθεί ενώπιον Δικαστηρίου, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δεν παύει να είναι φιλικό προς αυτό», τονίζει η κ. Ζαννέτου και διευκρινίζει ότι «το Δικαστήριο δεν θα στεγάζεται στον ίδιο χώρο με τα Δικαστήρια οποιασδήποτε άλλης δικαιοδοσίας, αλλά σε ειδικό χώρο». Καταληκτικά αναφέρει ότι «το Δικαστήριο Παιδιών είναι κάτι που έλειπε από το σύστημά μας και θα κατέχει την απαιτούμενη εξειδίκευση για χειρισμό παιδιών με δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών ποινών με την κράτηση σε ειδικούς χώρους, αντί φυλάκιση, ως έσχατο μέτρο.