Κρατικός προϋπολογισμός 2021: Το ενδεχόμενο της καταψήφισης
Είναι γεγονός ότι η εξαγγελία του ΔΗΚΟ για καταψήφιση του προϋπολογισμού φέρνει την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση. Η μη ψήφιση του προϋπολογισμού από το ΔΗΚΟ αυτόματα καθιστά υπεύθυνα τα υπόλοιπα κόμματα που έχουν διακηρυγμένη πρόθεση να τον καταψηφίσουν; Ή μήπως η κυβέρνηση έχει την ευθύνη της διασφάλισης της πλειοψηφίας μέσω επίτευξης ελάχιστων συγκλίσεων;
Του Χάρη Ιωσηφίδη*
Σε μία προεδρική δημοκρατία όπου σύμφωνα με το Σύνταγμα ο προϋπολογισμός χρειάζεται την έγκριση της Βουλής, όταν μία κυβέρνηση δεν έχει εξασφαλισμένη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πάντα θα έπρεπε όταν έρχεται η ώρα του προϋπολογισμού να είναι ορατός ο κίνδυνος καταψήφισης. Διότι το Σύνταγμα επιτρέπει την καταψήφιση. Διαφορετικά ο συνταγματικός νομοθέτης θα ρύθμιζε το θέμα διαφορετικά. Η στάση κάποιων κομμάτων , και συγκεκριμένα του ΔΗΚΟ, δεν άφησε ποτέ να γίνει αυτό. Όλη αυτή η συζήτηση έπρεπε, κατά την άποψή μου, να θεωρείται φυσιολογική και δεν θα έπρεπε να ακούγεται ότι πρόκειται για «κρίση που δεν έχει ξαναγίνει από το 1963». Συμπερασματικά, η κυβέρνηση θα έπρεπε πάντα να προσπαθεί να επιτύχει συγκλίσεις και να μην επαναπαύεται στη στάση του ΔΗΚΟ και του κάθε ΔΗΚΟ.
Σύμφωνα με την ανάλυση συνταγματολόγων, σε προεδρικό σύστημα όπως το δικό μας, ο ρόλος της Βουλής είναι ο έλεγχος των δαπανών μέσω της ψήφισης του προϋπολογισμού και όχι η άσκηση πίεσης επί της εκτελεστικής εξουσίας για άλλους σκοπούς. Με βάση αυτή την ερμηνεία υπάρχει το παράδοξο ότι ενώ ο συνταγματικός νομοθέτης θεώρησε ότι ο προϋπολογισμός πρέπει να ψηφίζεται με νόμο (ελεύθερα τα κόμματα να ψηφίσουν υπέρ, κατά ή αποχή), εντούτοις η Βουλή είναι υποχρεωμένη να υπερψηφίζει τον νόμο αυτό.
Η κυβέρνηση αντί να εξαπολύει δημόσιες κατηγορίες κατά των κομμάτων που δεν μπορούν να ταυτιστούν με την πολιτική της, θα έπρεπε να καταβάλει προσπάθεια για συγκλίσεις.
Η δικαιολόγηση αυτής της θέσης εδράζεται στην ανάλυση ότι σε ένα προεδρικό σύστημα που βασίζεται στην αρχή διάκρισης των εξουσιών, όπως είναι το δικό μας, η εκτελεστική εξουσία είναι ανεξάρτητη, άρα δεν πρέπει να εξαρτάται από την κοινοβουλευτική. Συνεπώς, μπορεί να δρα με έλεγχο από τη Βουλή όσον αφορά τις δαπάνες, αλλά όχι καθ’ υπόδειξη της βουλής όσον αφορά θέματα που άπτονται της εκτελεστικής εξουσίας. Δηλαδή θα πρέπει να αφήνεται το περιθώριο στην εκτελεστική να υλοποιεί τις πολιτικές της. Αυτό σημαίνει ότι η κοινοβουλευτική εξουσία πρέπει να ασκεί τα καθήκοντα ελέγχου της καλή τη πίστη, χωρίς να ξεπερνά κάποια όρια που να συνιστούν καταπάτηση της αρχής διάκρισης των εξουσιών.
Πάντως, το Σύνταγμα παρέχει τη λύση στην κυβέρνηση για τους επόμενους δύο μήνες. Μετά, η κατάσταση καθίσταται προβληματική καθότι δεν υπάρχει ρητή πρόνοια στο Σύνταγμα που να επιτρέπει στην εκτελεστική εξουσία να διενεργεί δαπάνες χωρίς έγκριση από τη Βουλή. Μέχρι τέλος Φεβρουαρίου όμως, η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα διερεύνησης πιθανών συγκλίσεων. Η κυβέρνηση αντί να εξαπολύει δημόσιες κατηγορίες κατά των κομμάτων που δεν μπορούν να ταυτιστούν με την πολιτική της, θα έπρεπε να καταβάλει προσπάθεια για συγκλίσεις. Ίσως η κυβέρνηση να επιδιώκει να κερδίσει τουλάχιστον στο επικοινωνιακό κομμάτι, ώστε να μη χρειαστούν μεγάλες εκπτώσεις στις πολιτικές της που προωθεί μέσω του προϋπολογισμού.
Εκκρεμεί το ερώτημα τι θα συμβεί εάν δεν περάσει ο προϋπολογισμός μετά και την ψήφιση του δεύτερου δωδεκατημορίου. Στο ερώτημα αυτό έχει ενσκήψει ο γνωστός Κύπριος συνταγματολόγος Σαρίπολος στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ανέφερε ότι σε περίπτωση που παρουσιαστεί τέτοιο ενδεχόμενο υπάρχει η διέξοδος του δικαίου της ανάγκης. Τη θέση αυτή επανέλαβε το 1982 και ο πρώην Γενικός Εισαγγελέας Κρίτων Τορναρίτης. Ο Πρόεδρος θα μπορούσε να κάνει επίκληση του δικαίου της ανάγκης, η οποία αναγνωρίζεται ως συνταγματική αρχή, για να επιτρέψει στην εκτελεστική εξουσία να διενεργήσει δαπάνες χωρίς να εξασφαλιστεί η έγκριση από τη Βουλή. Με αυτό τον τρόπο το κράτος και οι θεσμοί συνεχίζουν να λειτουργούν και αποφεύγεται η παύση λειτουργίας και a fortiori η κατάρρευσή του. Αυτή η λύση ικανοποιεί και την αρχή βάσει της οποίας «το Σύνταγμα υφίσταται για την πολιτεία και όχι η πολιτεία για το Σύνταγμα».
Πάντως, θεωρείται θεμιτό σε ένα δημοκρατικό σύστημα να δοκιμάζονται τα όρια του Συντάγματος. Γίνεται συζήτηση, δημιουργείται προηγούμενο, όλοι γίνονται σοφότεροι. Και η σοφία αυτή μπορεί να χρησιμεύσει στο μέλλον για χειρότερες ενδεχομένως καταστάσεις.
Το συνταγματικό αυτό κώλυμα αντιμετωπίστηκε και στις ΗΠΑ, όπου είχε προκληθεί κυβερνητικό λουκέτο για πέραν του ενός μήνα το 2019. Στο Βέλγιο δεν υπήρχε κυβέρνηση για πέραν των 18 συνεχόμενων μηνών και πολλοί έχουν να το λένε ότι ποτέ δεν είχε λειτουργήσει καλύτερα το κράτος.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει πάντα η διέξοδος με το δίκαιο της ανάγκης βάσει του οποίου η κυβέρνηση θα μπορεί να προβαίνει σε δαπάνες χωρίς την έγκριση της Βουλής, επικαλούμενη τον κίνδυνο παύσης λειτουργίας του κράτους.
*Νομικός-Δικηγόρος
Κοινοβουλευτικός συνεργάτης
Κίνημα Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών