ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, 1983
Απόφαση-σταθμός για τα όρια της βουλευτικής ασυλίας
Το Ανώτατο έδωσε άδεια για δίωξη του βουλευτή Γεώργιου Γεωργίου – Δύο Δικαστές εξέφρασαν επιφυλάξεις
Γράφει: Χριστάκης Γιαννακός
Το Ανώτατο Δικαστήριο απαρτιζόμενο από τον πρόεδρό του κ. Μ. Τριανταφυλλίδη και τους Δικαστές κ.κ. Τ. Χατζηαναστασίου, Α. Λοΐζου, Γ. Μαλαχτό, Α. Λώρη, Δ. Στυλιανίδη και Γ. Πική αποδέχθηκε χτες την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για παροχή άδειας ποινικής δίωξης του βουλευτή Γ. Γεωργίου, από τη Λάρνακα, για τα αδικήματα πλαστογραφίας εγγράφων και χρησιμοποίησής τους.
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κ. Τριανταφυλλίδης είπε ότι η άδεια δίωξης βουλευτή, βάσει του άρθρου 83(2) του Συντάγματος, δεν δίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο αυτόματα σε κάθε περίπτωση, αλλά πρέπει να λαμβάνονται μεταξύ άλλων υπόψη η φύση της σχετικής διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου και της βουλευτικής ασυλίας, η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο ζητείται άδεια να ασκηθεί ποινική δίωξη, οι συναφείς λόγοι δημοσίου συμφέροντος, τα ιδιαίτερα περιστατικά κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και επίσης το αν η δίωξη έχει πολιτικά ελατήρια, γιατί τούτο μπορεί να αποτελέσει λόγο άρνησης της σχετικής άδειας.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης τόνισε ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει μόνο κατά πόσον ενόψει των ενώπιον του στοιχείων, η δίωξη του καθ’ ου η αίτηση δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως με βάση τον Νόμο και τα γεγονότα και όχι αν αποδεικνύεται η ενοχή του με βάση τα στοιχεία αυτά. Ο κ. Τριανταφυλλίδης πρόσθεσε ότι ένας λόγος που καθιστούσε αναγκαία την άδεια του Δικαστηρίου για ποινική δίωξη του καθ’ ου η αίτηση ήταν ότι αν τελικά βρεθεί ένοχος για τα αδικήματα που κατηγορείται, δυνατόν, βάσει των προνοιών του άρθρου 71 του Συντάγματος, να χάσει την έδρα του στη Βουλή.
Καταλήγοντας, ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε ότι εφόσον οι σχετικές κατηγορίες αφορούν μόνο ενέργειες του καθ’ ου η αίτηση ως δικηγόρου έναντι πελάτη του και δεν αφορούν άμεσα ή έμμεσα την άσκηση των καθηκόντων του ως βουλευτή ή πολιτικού, η δίωξή του δεν έχει πολιτικά ελατήρια. Για όλους αυτούς τους λόγους η αίτηση για παροχή άδειας δίωξης του πρέπει να γίνει αποδεκτή.
Με την απόφαση του κ. Μ. Τριανταφυλλίδη συμφώνησαν οι Δικαστές Γ. Μαλαχτός και Α. Λώρης. Ο Δικαστής κ. Α. Λοΐζου αφού αναφέρθηκε στις αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου κ. Μ. Τριανταφυλλίδη και του δικαστή κ. Γ. Πική, ανέφερε σε χωριστή απόφασή του, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση για τη δίωξη του καθ’ ου η αίτηση λήφθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος αποτελεί ανεξάρτητο αξιωματούχο βάσει του Συντάγματος και ο οποίος έχει την εξουσία κατά την κρίση του προς το δημόσιο συμφέρον να διατάσσει την ποινική δίωξη οιουδήποτε προσώπου στην Κύπρο για οποιοδήποτε αδίκημα. Ο κ. Α. Λοΐζου πρόσθεσε ότι το Δικαστήριο με βάση την συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία του Γενικού Εισαγγελέα εξέτασε αν υπήρχαν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις για την άρση της βουλευτικής ασυλίας του καθ’ ου η αίτηση. Ο κ. Α. Λοΐζου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην παρούσα υπόθεση η ζητηθείσα άδεια έπρεπε να δοθεί εν όψει της σοβαρότητας και της φύσεως των αδικημάτων για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη του καθ’ ου η αίτηση και ενόψει του γεγονότος ότι τα αδικήματα αυτά έχουν χαρακτήρα ατιμωτικό και ηθικής αισχρότητας.
Εφόσον δε σε περίπτωση καταδίκης του καθ’ ου η αίτηση η έδρα του στη Βουλή κενούται, βάσει του άρθρου 71 του Συντάγματος, δεν δικαιολογείται οιαδήποτε καθυστέρηση στην εκδίκαση των αδικημάτων για τα οποία ο Γενικός Εισαγγελέας προτίθεται να προβεί στην ποινική δίωξη του καθ’ ου η αίτηση.
Ο Δικαστής κ. Δ. Στυλιανίδης συμφώνησε με την απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου κ. Μ. Τριανταφυλλίδη και πρόσθεσε: «Η κοινοβουλευτική ασυλία που διασφαλίζεται από το Σύνταγμα δεν είναι προσωπικό δικαίωμα του βουλευτή, αλλά αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του Σώματος με σκοπό να ασκεί ανεμπόδιστα τη λειτουργία του. Δεν είναι αναγκαία απόφαση του αιτητή ότι η άρση της ασυλίας είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Ο μόνος κριτής επί του θέματος είναι το Ανώτατο Δικαστήριο. Η ευθύνη για την τελική απόφαση εναπόκειται στο Δικαστήριο μετά την εξέταση των ενώπιον του στοιχείων. Άδεια για δίωξη με κανέναν τρόπο δεν επηρεάζει τις εξουσίες του ποινικού Δικαστηρίου. Οι νόμοι που διέπουν την ποινική δίωξη και την ποινική δίκη που ακολουθεί όταν παραχωρηθεί άδεια, είναι οι ίδιοι που εφαρμόζονται σε μια συνηθισμένη ποινική διαδικασία. Η παρούσα υπόθεση δεν είναι υπόθεση πολιτικής καταδίωξης. Είμαι ικανοποιημένος ότι δεν υπάρχουν πολιτικά ελατήρια παρά τις οποιεσδήποτε επιπτώσεις που πιθανόν να υπάρξουν στην πολιτική σταδιοδρομία του καθ’ ου η αίτηση ή του πολιτικού του κόμματος -τέτοιες επιπτώσεις αν υπάρξουν δεν ενδιαφέρουν το Δικαστήριο. Λαμβάνω υπόψη μου τη φύση των αδικημάτων. Είναι τελείως άσχετα με τις δραστηριότητες του καθ’ ου η αίτηση ως μέλους της Βουλής. Τα αδικήματα είναι σοβαρά∙ πράγματι καταδίκη συνεπάγεται κένωση της θέσης του και τερματισμό της βουλευτικής του θητείας. Δεν είναι σκοπός της πρόνοιας του άρθρου 83 του Συντάγματος να διατηρεί στη Βουλή πρόσωπο το οποίο δεν θα ήτο εκεί αν ο Νόμος ακολουθούσε την πορεία του».
Ο εκ των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γεώργιος Πικής εξέδωσε χωριστή απόφαση. Ο κ. Πικής αναφέρθηκε καταρχήν στην απόφαση του επί του προδικαστικού σημείου που είχε εγερθεί κατά την έναρξη της διαδικασίας και επανέλαβε ότι κατά τη γνώμη του η αίτηση ήταν άκυρη γιατί δεν προερχόταν από αρμόδια βάσει του Συντάγματος Αρχή, δηλαδή τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Τίποτε από ότι έχω ακούσει -τόνισε ο κ. Πικής- με έχει πείσει περί του αντιθέτου, το καθήκον μου όμως επιβάλλει να προχωρήσω στην εξέταση των ουσιαστικών σημείων της αίτησης, δεδομένου ότι σε περίπτωση προδικαστικής ένστασης, τα επίδικα θέματα όπου υπάρχει διχογνωμία καθορίζονται από τη απόφαση της πλειοψηφίας. «Η σύνθεση του Δικαστηρίου παραμένει αδιάσπαστη και δεν εξαρτάται από την έκβαση προδικαστικών ενστάσεων. Ως εκ τούτου, παρά τις επιφυλάξεις μου για την εγκυρότητα της διαδικασίας, πρέπει να προχωρήσω στην εξέταση της αίτησης. Την υποχρέωση αυτή δεν έχω δικαίωμα κατά τα δικαστικά θέσμια να αποποιηθώ.»
Στη συνέχεια της απόφασής του, ο κ. Πικής ανέφερε ότι η βουλευτική ασυλία έχει τεθεί σαν προνόμιο του νομοθετικού Σώματος και για τη διασφάλιση της ελευθερίας των μέσων έκφρασης της λαϊκής θέλησης. Η ποινική διαδικασία είναι δυνατόν να επέμβει τόσο στη σύνθεση της Βουλής όσο και στην έκφραση της λαϊκής θέλησης από του βήματος της Βουλής. Συνεπώς, το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας πρέπει να σταθμίζει αφενός τους κινδύνους για την αυτονομία και την κυριαρχία της Βουλής και αφετέρου το ζωτικό συμφέρον του κοινού να προσάγεται ενώπιον της Δικαιοσύνης κάθε υποτιθέμενος παραβάτης του Νόμου.
Ως κριτήρια που πρέπει να καθοδηγούν το Δικαστήριο στην άσκηση της δικαιοδοσίας του, καθορίστηκαν από τον κ. Πική τα ακόλουθα:
(α) Η φύση του αδικήματος,
(β) η σοβαρότητα του αδικήματος και,
(γ) η μη ύπαρξη πολιτικών ελατηρίων που θα έπλητταν και θα συνέτριβαν τον θεσμό της βουλευτικής ασυλίας.
Το Δικαστήριο εξάλλου δεν μπορεί να προχωρήσει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ούτε και των επιπτώσεών της στην ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορούμενου. Στην προκειμένη περίπτωση, κατέληξε ο κ. Πικής, από τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι υπάρχει μαρτυρία που τείνει να συνδέσει τον καθ’ ου η αίτηση βουλευτή με τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων που δεν σχετίζονται με την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων.
Ενόψει της φύσης των αδικημάτων αυτών και των νομικών αρχών που διέπουν το θέμα, η άρνηση χορήγησης της άδειας θα ήταν ανεπίτρεπτη γιατί θα έθετε τον βουλευτή έξω από τα όρια του Νόμου. Στην απόφαση του, ο κ. Πικής εισηγήθηκε τη θέσπιση από το Ανώτατο Δικαστήριο διαδικαστικών κανονισμών που να ρυθμίζουν την καταχώριση της αίτησης άρσης της ασυλίας και τη διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι κανονισμοί αυτοί θα πρέπει να προνοούν ότι η αίτηση υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και πρέπει να συνοδεύεται από δήλωσή του ότι έχει εξεταστεί κάθε πτυχή της υπόθεσης και ότι η ποινική δίωξη είναι αναγκαία προς το δημόσιο συμφέρον.
Με την απόφασή του κ. Πική συμφώνησε και ο Δικαστής κ. Χατζηαναστασίου, που εξέφρασε τις ίδιες επιφυλάξεις σχετικά με την εγκυρότητα της αίτησης.
Δικηγόροι Δημοκρατίας: Λ. Λουκαΐδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και Α. Παπασάββας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας. Δικηγόροι του καθ’ ου η αίτηση: Μ. Χριστοφίδης και Χρ. Τριανταφυλλίδης.
Σημείωση: Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 24 Φεβρουαρίου, 1983