Η προσφορά της Μονής Μαχαιρά στον Αγώνα της ΕΟΚΑ
Η αρωγή προς την αντάρτικη ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου, η μετατροπή της Μονής σε χώρο κράτησης κληρικών και η εξορία του Καλλίνικου Μαχαιριώτη από το Λονδίνο αποτέλεσαν τις βασικές θεματικές που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο διάλεξης υπό τον τίτλο «Η προσφορά της Ιεράς Μονής Μαχαιρά στον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ».
Ο εισηγητής, Μιχάλης Σταυρή (υποψήφιος διδάκτωρ ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου), προέβηκε σε λεπτομερή ιστορική αναδρομή με αφετηρία τα μέσα Φεβρουαρίου 1956, οπότε και πραγματοποιήθηκε επίσκεψη του Γρηγόρη Αυξεντίου και του Γεώργιου Μάτση στη Μονή Μαχαιρά για να διερευνήσουν ενδεχόμενη φιλοξενία αντάρτικης ομάδας.
Εστιάζοντας εισαγωγικά στη σύνδεση της Εκκλησίας με τον ένοπλο αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου, ο κ. Σταυρή αναφέρθηκε σε μία σχέση που ήταν «αποτέλεσμα μακρών διεργασιών, οι οποίες διαμόρφωσαν και υπαγόρευσαν τη στάση που θα τηρούσε ο κλήρος έναντι των εξελίξεων». Αποκορύφωμα της εθνικής δράσης της Εκκλησίας μπορεί να θεωρηθεί η διοργάνωση του ενωτικού Δημοψηφίσματος της 15ης Ιανουαρίου 1950, σημείωσε και πρόσθεσε ότι «στο Δημοψήφισμα εντοπίζονται και οι υπογραφές δώδεκα μοναχών του Μαχαιρά».
Μαχαιράς και Αυξεντίου
«Υπό τη σκέπη του Ηγουμένου Ειρηναίου (με τα ράσα του οποίου ήταν ενδεδυμένος όταν κέρασε γλυκό στους διώκτες του), ο Αυξεντίου είχε την ευκαιρία να ξεκουραστεί, να οργανώσει τις ομάδες του και να αναρρώσει από εγχείρηση πριν, τελικά, σκοτωθεί, στήνοντας στις βουνοκορφές πλάι στη Μονή τηλαυγή φάρο της λευτεριάς με τις φλόγες της σάρκας του», είπε ο κ. Σταυρή, υπογραμμίζοντας ότι η δράση του ήρωα και η σύνδεσή του με τη Μονή Μαχαιρά, στην οποία κατέφυγε πολλές φορές ο Λυσιώτης αγωνιστής, «είναι ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια του αγώνα της ΕΟΚΑ».
Όταν ο Αυξεντίου διατάχθηκε να οργανώσει τις αντάρτικες ομάδες της Πιτσιλιάς, στα μέσα Φεβρουαρίου 1956, επισκέφθηκε με τον Γεώργιο Μάτση τη Μονή, προκειμένου να διερευνήσουν το ενδεχόμενο χρήσης των χώρων του Μοναστηριού για τις ανάγκες τους. Ο εισηγητής σημείωσε συγκεκριμένα τα εξής: «Στις 26 Μαρτίου 1956, ο Γρηγόρης Αυξεντίου με την ομάδα του κατέφυγαν για πρώτη φορά στη Μονή. Ηγούμενος ήταν από το 1949 ο Ειρηναίος, μυημένος στην Ε.Ο.Κ.Α. από τον Αύγουστο του 1955. Ο Ειρηναίος είχε συναντήσει τον Αυξεντίου λίγες μέρες πριν την έναρξη του αγώνα, στο Μετόχι της Μονής στη Λευκωσία. Τον Μάρτιο του 1956, λοιπόν, συναντήθηκαν για δεύτερη φορά, αφού προηγουμένως, στις 10 Φεβρουαρίου, ο Αυξεντίου ως ‘ΑΙΑΣ’ είχε ειδοποιήσει τον Ειρηναίο ότι θα κατέφευγε στη Μονή. Η αντάρτικη ομάδα παρέμεινε στο λημέρι του δασικού σταθμού Κιονίων, νότια της Μονής, μέχρι τις αρχές καλοκαιριού του ιδίου έτους».
Ο Αυξεντίου, συνέχισε, «μετέβαινε συχνά στο Μοναστήρι, ενώ ο Ηγούμενος Ειρηναίος και άλλοι Μοναχοί επισκέπτονταν το λημέρι τους για να τους μεταφέρουν την αλληλογραφία της Οργάνωσης και προμήθειες» και πρόσθεσε ότι η επαφή μεταξύ Αυξεντίου και Ειρηναίου εξελίχθηκε και σε επίπεδο συντονισμού επιχειρήσεων. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρθηκε η μεσολάβηση του Ειρηναίου το καλοκαίρι του 1956, «προκειμένου να μεταφερθούν οδηγίες του Αυξεντίου στην ομάδα του Στυλιανού Λένα, με στόχο την οργάνωση επίθεσης στην περιοχή Κόρνου, στο πλαίσιο γενικότερων επιθέσεων για αποπροσανατολισμό των Βρετανών και διαφυγή του Γεωργίου Γρίβα, ο οποίος βρισκόταν υπό στενό κλοιό στην περιοχή Κύκκου». Παράλληλα, «υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες σχέδια για κλοπή οπλισμού από Βρετανούς στρατιώτες που επισκέπτονταν τη Μονή, οργανώθηκαν από τον ίδιο τον Ηγούμενο», ενώ πέραν της προσωπικής ανάμειξης του Ειρηναίου «ευρύτερη βοήθεια προσέφεραν μέλη της αδελφότητας του Μαχαιρά».
Έρευνες και συλλήψεις
Στο πλαίσιο της διάλεξης περιγράφηκε εκτενώς η προσπάθεια των Μοναχών να συνδράμουν τους αγωνιστές και να τους προστατέψουν, αναλαμβάνοντας τη μεταφορά και τη φύλαξη οπλισμού, αλλά και την ασφάλεια των ανταρτών βγάζοντας σκοπιές.
«Τον Απρίλιο του 1956, Βρετανοί στρατιώτες διενήργησαν έφοδο στο Μοναστήρι προκειμένου να ανακαλύψουν την αντάρτικη ομάδα του Αυξεντίου. Στο μεταξύ, όμως, οι αγωνιστές είχαν καταφύγει στον δασικό σταθμό Κιονίων. Κατά την παραμονή της ομάδας στον εν λόγω σταθμό, σύνδεσμοι και τροφοδότες τους ήταν οι καλόγεροι του Μαχαιρά. Ο Αυγουστής Ευσταθίου σημειώνει ότι η τροφοδοσία ήταν πολύ δύσκολη, αφού έπρεπε οι Μοναχοί ν’ ανεβαίνουν κάθε βράδυ περπατώντας σε ψηλές κορφές», ανέφερε ο κ. Σταυρή.
Έμφαση δόθηκε στις εξονυχιστικές έρευνες των Βρετανών στη Μονή. Μετά το γνωστό περιστατικό με τη μεταμφίεση του Αυξεντίου σε καλόγερο, κατά τη διάρκεια αιφνίδιας έρευνας Βρετανών στρατιωτών, πραγματοποιήθηκαν νέες έρευνες. «Στον Τύπο δημοσιεύθηκαν πληροφορίες περί συμμετοχής περίπου 1.000 στρατιωτών στις έρευνες και αποκλεισμού της Μονής Μαχαιρά. Ακόμα και προσκυνητές που μετέβαιναν στο Μοναστήρι, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν για ανάκριση. Βάσει μαρτυρίας του τέως Μητροπολίτη Κιτίου Χρυσοστόμου, οι έρευνες ήταν τόσο ενδελεχείς, ώστε οι στρατιώτες συμβουλεύονταν τα αρχιτεκτονικά σχέδια της Μονής προκειμένου να μην ξεγελαστούν από κρύπτες. Κατά τη δεδομένη περίοδο, ο Αυξεντίου κρυβόταν στο κελί υπ’ αριθμόν 6, το οποίο μετά από καμουφλάζ των Μοναχών έμοιαζε με τουαλέτα. Οι Μοναχοί ισχυρίστηκαν ότι τροποποίησαν τον χώρο για τους επισκέπτες τους και έτσι οι Βρετανοί στρατιώτες, παρ’ ότι είχαν μελετήσει τα αρχιτεκτονικά σχέδια, δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τους κρυμμένους αγωνιστές».
Ο Αυξεντίου εγκατέλειψε τη Μονή τον Αύγουστο του 1956, και επέστρεψε στον Μαχαιρά στις αρχές του 1957, για να φύγει εκ νέου μια βδομάδα αργότερα. Παραθέτοντας τα γεγονότα ο κ. Σταυρή σημείωσε τα εξής: «Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, οι Βρετανοί διεξήγαγαν ξανά εξονυχιστικές έρευνες στη Μονή προκαλώντας ζημιές περίπου £200, σύμφωνα με τον Τύπο, ενώ προέβησαν στη σύλληψη του ιεροδιάκονου της Μονής, Σάββα. Στις 5 Φεβρουαρίου 1957, η αντάρτικη ομάδα μετέβη και πάλι στην περιοχή και ο Αυξεντίου θέλησε να κατασκευαστεί κρησφύγετο, προκειμένου να μην εγκατασταθούν στον χώρο του Μοναστηριού. Αρχικά, χώρος εντός της Μονής είχε μετατραπεί σε κρυψώνα, αλλά καταστράφηκε από τους ίδιους τους αντάρτες, όταν συνειδητοποίησαν ότι σε περίπτωση ανεύρεσής της, υπήρχε ο κίνδυνος οι Βρετανοί, κατά την πολιτική που υιοθέτησαν, να ανατίναζαν το Μοναστήρι τιμωρητικά. Την ακριβή τοποθεσία του νέου κρησφύγετου δεν την γνώριζε κανένας. Τους τσίγκους είχε διαλέξει ο Ηγούμενος Ειρηναίος και τους άφησαν μέλη της αδελφότητας στα μισά της διαδρομής για το Μοναστήρι για να τους παραλάβουν οι αντάρτες. Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, οι αντάρτες επισκέπτονταν τα πρωινά τη Μονή, έτρωγαν ό,τι ετοίμαζαν οι Μοναχοί, στέγνωναν τα ρούχα τους και επέστρεφαν στο κρησφύγετο».
Η κατασκευή του κρησφύγετου, που ολοκληρώθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου 1957 συνέπεσε με νέα, βίαιη έρευνα των Βρετανών στο Μοναστήρι, στις 28 Φεβρουαρίου. Κατά τη διάρκειά της, ανέφερε ο εισηγητής, «τα μέλη των Δυνάμεων Ασφαλείας δεν δίστασαν να βρίσουν και να κτυπήσουν Μοναχούς, συμπεριλαμβανομένου του Ειρηναίου. Ο ίδιος θυμάται ότι ο πατήρ Σάββας τον είχε προμηθεύσει με μια κουβέρτα για να μην είναι γυμνός στο μπαλκόνι του κελιού του, όπου τον βασάνιζαν. Έφτασαν στο σημείο, βάσει μαρτυριών, να κρεμάσουν Μοναχό από το παράθυρο προκειμένου να ομολογήσει πού κρυβόταν ο Αυξεντίου».
Στη συνέχεια, οι Βρετανοί επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό στην περιοχή του δάσους του Μαχαιρά και στο γειτονικό χωριό του Λυθροδόντα, στήνοντας παράλληλα το αρχηγείο τους εντός της Μονής. Όταν στις 3 Μαρτίου 1957, ανακάλυψαν το κρησφύγετο, στο οποίο βρίσκονταν οι Γρηγόρης Αυξεντίου, Αυγουστής Ευσταθίου, Φειδίας Συμεωνίδης, Ανδρέας Στυλιανού και Αντώνης Παπαδόπουλος, ξεκίνησε, «μια από τις επικότερες μάχες του κυπριακού αγώνα, που ανύψωσε τον Γρηγόρη Αυξεντίου σε σύμβολο του ελεύθερου ανθρώπου και πρότυπο αγωνιστή». Ο κ. Σταυρή πρόσθεσε ότι «κατά τη διάρκεια της μάχης που έμελλε να κοσμήσει την ελληνική και να στιγματίσει τη βρετανική ιστορία, οι Βρετανοί στρατιώτες προσπάθησαν να καταστρέψουν το κρησφύγετο με μεγάλες πέτρες». Συμπλήρωσε μάλιστα ότι «ο Αυγουστής Ευσταθίου, θυμάται τότε τον Γρ. Αυξεντίου να τον εμψυχώνει: ‘Άστους Ματρόζο να κυλούν πέτρες. Οι τσίγκοι κρατούν. Εδκιάλεξέν τους γερούς ο γούμενος Ειρηναίο’», για να συμπεράνει ότι «η βοήθεια του Ηγουμένου, ήταν αισθητή από τους αντάρτες μέχρι την τελευταία στιγμή».
Μετά τη μάχη, συνέχισε, συνελήφθησαν οι Μοναχοί Τιμόθεος και Μακάριος Μαχαιριώτης. «Ο τελευταίος θεωρήθηκε ως ο σύνδεσμος του Αυξεντίου. Ένα χρόνο αργότερα κατάφερε να δραπετεύσει κατά τη μεταφορά του από τις Κεντρικές Φυλακές στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό Λευκωσίας. Επίσης, ο Ηγούμενος Ειρηναίος για αρκετό διάστημα απομονώθηκε από τους υπόλοιπους Μοναχούς. Δεν του επέτρεπαν επαφή μαζί τους, ενώ συνοδευόταν από Βρετανούς στρατιώτες ακόμα και κατά τον εκκλησιασμό του. Στη διάρκεια του εντοπισμού του, ο Ειρηναίος κατήγγειλε στον Βρετανό Κυβερνήτη, μέσω του δικηγόρου του, Ιωάννη Κληρίδη, ότι κακοποιήθηκε στο πλαίσιο της ανάκρισής του: ‘Συγκεκριμένως ὁ Πανοσιολογιότατος Ἡγούμενος Εἰρηναῖος παραπονεῖται ὅτι ἐσύρθη βιαίως εἰς ἕνα τῶν διαδρόμων τῆς Μονῆς καὶ ὅτι ὑπέστη πολλὰ λακτίσματα. Ἐπίσης ὅτι τοῦ ἀφήρεσαν τὸ καλυμαῦχι, τὸν ἐνέπτυσαν καὶ ἐτραβοῦσαν τὰ γένια του…’. Την κακοποίηση του Ειρηναίου κατήγγειλε και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, σε διάσκεψη Τύπου που παρέθεσε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1957».
Ο εισηγητής, Μιχάλης Σταυρή, παρουσίασε επίσης ενδιαφέροντα στοιχεία για τη μετατροπή της Μονής σε χώρο κράτησης των δώδεκα κληρικών που είχαν συλληφθεί από τις αποικιακές αρχές, ενώ ειδική μνεία έγινε στην ιδιαίτερης σημασίας περίπτωση απέλασης του Καλλίνικου Μαχαιριώτη από το Λονδίνο, καθώς πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα γεγονότα, τα οποία σχετίζονταν με τον ένοπλο αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου και έλαβαν χώρα στην καρδιά της βρετανικής αυτοκρατορίας.