Το νέο (επικίνδυνο) δόγμα του Ανωτάτου
Σε έκδηλη καταστρατήγηση της λαϊκής κυριαρχίας και ξεκάθαρη υπέρβαση της δικαιοδοσίας του προέβη το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφασή του για την 56η έδρα. Τα προβλήματα και τις προεκτάσεις σχολιάζουν Α. Αιμιλιανίδης και Χ. Κληρίδης.
Γράφει: Νάταλι Μιχαηλίδου
ΈΝΤΟΝΗ ανησυχία προκάλεσε σε νομικούς κύκλους η απόφαση του Εκλογοδικείου για την 56η έδρα, με την οποία κρίθηκαν ως… αντισυνταγματικές συνταγματικές διατάξεις. Ασκώντας οξεία κριτική έγκριτοι νομικοί κάνουν λόγο ακόμα και για «δικαστικό πραξικόπημα». Δεδομένης της προσέγγισης του Δικαστηρίου, σοβαροί προβληματισμοί εκφράζονται και για τη στάση που θα τηρήσουν τα μέλη του Ανωτάτου στις τομές που προωθούνται μέσω της επικείμενης δικαστηριακής μεταρρύθμισης.
«Μια από τις χειρότερες
αποφάσεις στην ιστορία»
Χαρακτηρίζοντας την απόφαση ως «μία από τις χειρότερες στην ιστορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου», ο δρ Αχιλλέας Αιμιλιανίδης αναφέρει στο dejure ότι «το Δικαστήριο αμφισβητεί το πρωτείο της αναθεωρητικής νομοθετικής εξουσίας που είναι θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος και εισάγει μια ιδιαιτέρως επικίνδυνη προσέγγιση ως την εξουσία του να κηρύσσει ως αντισυνταγματικές συνταγματικές διατάξεις». Σύμφωνα με τον δρ Αιμιλιανίδη, το Δικαστήριο προβαίνει περαιτέρω «σε ερμηνεία της έννοιας της αναδρομικότητας κατά τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με την παγιωμένη νομολογία, ενώ καταστρατηγεί την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας μέσω της αναφοράς στην αναπληρωματική εκλογή ως θεμέλιο της λαϊκής κυριαρχίας, διαδικασία που έχει καταργηθεί εδώ και δεκαετίες με την καθιέρωση του αναλογικού συστήματος, επιλογή που είχε κριθεί ως συνταγματική στην Κουλουντή». Προσθέτει δε, ότι με την εν λόγω απόφαση το Ανώτατο «παραγνωρίζει την προηγούμενη νομολογία του χωρίς αιτιολόγηση».
Απόφαση μέσω… Ινδίας
Στην απόφαση 1/2019 γίνεται αναφορά στη θεωρία περί «unconstitutional constitutional amendmends», βάσει της οποίας κρίθηκε τελικά και η τύχη της εκλογικής αίτησης. Στο αιτιολογικό μέρος, το Δικαστήριο σημειώνει ότι «το δικαίωμα του συνταγματικού νομοθέτη να τροποποιεί πρόνοια του Συντάγματος ως έκφραση της αντιπροσωπευτικής του λαού ιδιότητας της Βουλής, περιορίζεται από το δεδομένο ότι δεν μπορεί να επεμβαίνει σε θεμελιώδεις δομές του Συντάγματος». Παραπέμποντας σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ινδίας, προσθέτει ότι «στην ουσία αυτό σημαίνει ότι παρά το γεγονός ότι ένα Κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να τροποποιεί ακόμη και συνταγματικές πρόνοιες που επηρεάζουν ουσιώδη δικαιώματα, δεν μπορεί να θεσπίσει τροποποιήσεις που εκθεμελιώνουν τη βασική δομή του Συντάγματος ή τις αρχές επί των οποίων στηρίζεται».
Α. Αιμιλιανίδης: Το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία που του ανατέθηκε δυνάμει του Συντάγματος. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν κείνται υπεράνω των νόμων.
Παρότι αποδέχεται ότι πρόκειται για απόφαση που «δέχθηκε δριμεία κριτική και δεν ακολουθήθηκε πάντοτε, θεωρούμενη ως προϊόν δικαστικού ακτιβισμού», το Δικαστήριο παραθέτει παραδείγματα όπου έτυχε εφαρμογής «λόγω του φαινομένου που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες συνταγματικές τροποποιήσεις να χρησιμοποιούνται με τρόπους που αποτελούν απειλή για τη Δημοκρατία, υποσκάπτοντας εκ των έσω την ουσία της Δημοκρατίας». Γι’ αυτό, συνεχίζει η απόφαση, «τα Δικαστήρια επεμβαίνουν, όπου είναι αναγκαίο, όχι υπό μορφή έκφρασης ‘κράτους Δικαστών’, αλλά ως προσπάθεια ελέγχου τέτοιων φαινομένων, δημιουργώντας τη θεωρία περί ‘uncostitutional constitutional amendments’».
Προς «σύγκρουση θεσμών»
Ερωτηθείς κατά πόσον η 12η τροποποίηση του Συντάγματος, με την οποία επιχειρήθηκε από τη Βουλή ρύθμιση του θέματος της 56ης έδρας εμπίπτει σε αυτό το πλαίσιο, ο δρ Αιμιλιανίδης διατυπώνει αποκρυσταλλωμένη άποψη. «Δεν θεωρώ πως ήταν αντισυνταγματική συνταγματική τροποποίηση, εφόσον μάλιστα σκοπός της δεν ήταν η κατάργηση ή υποβάθμιση του κράτους δικαίου, αλλά η συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου και το συνταγματικό κενό που οι ίδιες οι αποφάσεις είχαν προκαλέσει», εξηγεί. Αναλύοντας περαιτέρω το ζήτημα υποδεικνύει ότι «οι προηγούμενες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν είχαν επιλύσει το μέλλον της βουλευτικής έδρας, εφόσον αντιθέτως εκείνο που καθόρισαν είναι να μην υπάρχει οποιαδήποτε δυνατή λύση για την εκλογή προσώπου στην 56η έδρα» και υπογραμμίζει ότι «ούτε και με τη νέα απόφαση επιλύεται οποιοδήποτε πρόβλημα».
Καταλήγοντας ότι, η εκλογή του Γιώργου Παπαδόπουλου ως βουλευτή είναι άκυρη ως προϊόν αντισυνταγματικής και παρανόμου ρύθμισης γενομένης υπό τις πρόνοιες της Δωδέκατης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2019 και του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 131(Ι)/2019, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ουσιαστικά όπως η έδρα παραμείνει κενή έως τη λήξη της θητείας της παρούσας Βουλής. Η υιοθέτηση της εν λόγω θεωρίας χαρακτηρίστηκε από τον πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Χρίστο Κληρίδη, ως «ένα νέο δόγμα που για πρώτη φορά χαράσσεται από το Ανώτατο Δικαστήριο και θα δημιουργήσει πάμπολλα προβλήματα, που δεν αποκλείεται να οδηγήσουν και σε σύγκρουση θεσμών».
«Ερμηνεύουν τους νόμους,
δεν είναι υπεράνω…»
Πέραν του… περιορισμού των βουλευτών σε 55, η φιλοσοφία της απόφασης εγγίζει και θεμελιώδη χαρακτηριστικά του κράτους Δικαίου, καθότι τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. «Θεωρώ πως το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία που του ανατέθηκε δυνάμει του Συντάγματος», τονίζει ο δρ Αιμιλιανίδης. «Οι αποφάσεις των δικαστηρίων ερμηνεύουν τους νόμους. Δεν κείνται υπεράνω των νόμων. Πολύ περισσότερο δεν βρίσκονται υπεράνω του Συντάγματος. Δεν θεωρώ εύλογο το Ανώτατο Δικαστήριο να διεκδικεί υπεροχή έναντι της νομοθετικής εξουσίας όταν αυτή έχει τροποποιήσει τον υπέρτατο νόμο του κράτους, δηλαδή το Σύνταγμα, σε μια περίπτωση μάλιστα στην οποία το έπραξε για να συμμορφωθεί προς τις προηγούμενες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου», συμπληρώνει.
Στην απόφαση του Ανωτάτου σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι, η Βουλή των Αντιπροσώπων επέλεξε ανεπίτρεπτα να επιλύσει το πρόβλημα με τον τρόπο αυτό, ήτοι με την τροποποίηση του Συντάγματος, «παρά τις προς το αντίθετο τελεσίδικες κρίσεις του Ανώτατου Δικαστικού Σώματος». Δεν υπάρχει γενικά πρόβλημα στην απαίτηση να συμμορφωθεί η Βουλή με τη νομολογία, υποστηρίζει ο έγκριτος νομικός, αλλά προσθέτει ότι «το πρόβλημα εδώ είναι πως η αναθεωρητική Βουλή και κατ’ επέκταση το Σύνταγμα που είναι στην κορυφή των κανόνων δικαίου τίθεται σε υποδεέστερη θέση από τη νομολογία που είναι στη βάση. Υπογραμμίζει δε τα εξής: «Η νομολογία δεν υπερισχύει του νόμου, ούτε προφανώς του Συντάγματος. Η δικαστική εξουσία είναι αναπόσπαστο συστατικό μιας συντεταγμένης πολιτείας. Αλλά δεν είναι βέβαια η μόνη και έχει και στη δική της δικαιοδοσία όρια που καθορίζονται από το Σύνταγμα και τα οποία οφείλει να σέβεται, όπως και οι υπόλοιποι οφείλουν να σέβονται τις δικές της δικαιοδοσίες».
«Εισάγεται μια νέα,
αρκετά επικίνδυνη, πρακτική»
Η απόφαση διεμβολίζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, σημειώνει ο δρ Κληρίδης και εξηγεί ότι «επεμβαίνει, ουσιαστικά, στην αρμοδιότητα της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία ασκώντας τη νομοθετική εργασία της με βάση το άρθρο 61 του Συντάγματος, νομοθετεί επί παντί θέματι, συμπεριλαμβανομένης και της τροποποίησης μη θεμελιωδών άρθρων χωρίς οποιουσδήποτε περιορισμούς». Προς επίρρωσιν τούτου, παραπέμπει και στο άρθρο 186 του Συντάγματος, βάσει του οποίου «είναι επιτρεπτή η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων με αυξημένες ξεχωριστές κοινοτικές πλειοψηφίες». Με δεδομένη την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων, εξηγεί ο πρόεδρος των δικηγόρων, «η κυπριακή Βουλή από το 1989 και έπειτα προχώρησε με αριθμό τροποποιήσεων του Συντάγματος στη βάση ότι μπορεί με το δίκαιο της ανάγκης να τροποποιήσει με την αυξημένη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων βουλευτών μόνο». Αυτό, συνεχίζει, έγινε δεκτό από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ «προσπάθειες που είχαν γίνει στο παρελθόν να κηρυχθεί η τροποποίηση του Συντάγματος αντισυνταγματική απέτυχαν».
Πουθενά στο Σύνταγμα, υπογραμμίζει, δεν αναφέρεται οποιοσδήποτε περιορισμός για την τροποποίησή του, πέραν από τις αυξημένες πλειοψηφίες. «Το άρθρο 186 προνοεί απλώς για την τροποποίηση χωρίς προϋποθέσεις, διαδικασίες, όρους ή ουσιαστικούς περιορισμούς», αναφέρει και υποδεικνύει ότι «η απόφαση για την 56η έδρα επιχειρεί και θέτει στη νομοθετική εξουσία όρους και προϋποθέσεις για την τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος».
Σύμφωνα με τον ίδιο, πρόκειται για δόγμα που ουδεμία σχέση έχει με τη φιλοσοφία της τροποποίησης του Συντάγματος, το οποίο για πρώτη φορά εισάγεται δικαστικώς. «Ποτέ προηγουμένως, σε οποιαδήποτε απόφαση δεν διατυπώθηκε τέτοιου είδους θεωρία», λέει ο δρ Κληρίδης. Επιπρόσθετα, σημειώνει ότι «είναι μία νέα πρακτική, αρκετά επικίνδυνη, και είναι γι’ αυτό που προβλέπω ότι ενδεχομένως να φέρει το Ανώτατο Δικαστήριο σε σύγκρουση με την εκτελεστική εξουσία που εισάγει τα νομοσχέδια, αλλά και με τη νομοθετική εξουσία η οποία τα εγκρίνει -δημιουργείται, δηλαδή, ένα προηγούμενο το οποίο δεν ξέρω πού θα μας οδηγήσει».
Στον αέρα η μεταρρύθμιση;
Κληθείς να σχολιάσει κατά πόσον η απόφανση του Ανωτάτου αποτελεί και… προμήνυμα για την στάση που θα τηρήσει σε σχέση με τη δικαστηριακή μεταρρύθμιση, ο πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου διαβλέπει προβλήματα και φραγμούς. Υπενθυμίζει αρχικά ότι, με την απόφαση Ιμπραήμ κρίθηκε το 1964 ότι θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος τα οποία αφορούν τη λειτουργία θεσμών (για παράδειγμα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο, τα οποία θα κατέρρεαν λόγω της αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων) μπορούσαν να τροποποιηθούν με βάση το Δίκαιο της ανάγκης, ούτως ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει ομαλά το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ειδικότερα αναφέρει ότι «οι τροποποιήσεις οι οποίες έγιναν δεν ήταν τροποποιήσεις αυτού καθαυτού του Συντάγματος -εισήχθησαν με νομοθεσία, που κρίθηκε δικαιολογημένη με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης, νέα θεσμικά όργανα τα οποία υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν αντισυνταγματικά και δεν θα μπορούσαν να εισαχθούν γιατί θα έπρεπε να γίνει τροποποίηση θεμελιωδών άρθρων».
Όπως εξηγεί, η ως άνω υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων διαφοροποιείται μετά την απόφαση για την 56η έδρα. Η εν λόγω απόφαση, σύμφωνα με τον ίδιο, «προφανώς θέτει και περιορισμούς εις την εφαρμογή του Δικαίου της Ανάγκης και στην τροποποίηση θεμελιωδών άρθρων ουσιαστικά του Συντάγματος, γιατί εντάσσεται μέσα στη φιλοσοφία ότι και η τροποποίηση αυτή, των θεμελιωδών άρθρων δια του Δικαίου της ανάγκης, πρέπει να μην συγκρούεται με τη φιλοσοφία του ιδίου του Συντάγματος όπως θα την κρίνει ότι είναι το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου». Κατ’ επέκταση προβλέπει ότι θα υπάρξουν προβλήματα και με την μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης. «Είναι σαν να λέει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι επιφυλάσσει το δικαίωμα, αν κρίνει ότι οποιοδήποτε στοιχείο της μεταρρύθμισης δεν συνάδει με τη φιλοσοφία του Συντάγματος, να μην επιτρέψει τη μεταρρύθμιση που συνεπάγεται τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος, δηλαδή της βασικής νομοθεσίας του 1964 Περί Απονομής της Δικαιοσύνης Ποικίλαι Διατάξεις Νόμο, ο οποίος εγκαθίδρυσε το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο δικαιολογήθηκε βεβαίως με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης».
Χ. Κληρίδης: Πρόκειται για δόγμα που ουδεμία σχέση έχει με τη φιλοσοφία της τροποποίησης του Συντάγματος, το οποίο για πρώτη φορά εισάγεται δικαστικώς
Στις τροποποιήσεις που ενδέχεται να… κινδυνεύουν εάν προσεγγιστούν υπό αυτό το πρίσμα περιλαμβάνεται τόσο η εισαγωγή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου τριτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και η εισαγωγή του Εφετείου που δεν προνοείται στο Σύνταγμα, οι τροποποιήσεις στο νέο Δικαστικό Συμβούλιο και η εισαγωγή του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου. «Μπαίνουν, ουσιαστικά, φραγμοί όχι μόνο σε θέματα που αφορούν τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος, αλλά και σε θέματα που αφορούν προσαρμογή θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος στη βάση του Δικαίου της ανάγκης», σημειώνει ο δρ Κληρίδης.
Δυνατότητα αναθεώρησης
από Ανώτατο Συνταγματικό
Πρόκειται για απόφαση που δύναται να ανατραπεί; «Είναι απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, οπότε όχι», απαντά ο δρ Αιμιλιανίδης, εκφράζοντας παράλληλα την ελπίδα «αν στο μέλλον ανακύψει παρόμοιο ζήτημα μια άλλη σύνθεση να αντιμετωπίσει τα πράγματα διαφορετικά». Επί τούτου, ο δρ Κληρίδης θεωρεί ότι το σκεπτικό που ανέπτυξε το Ανώτατο δεν αποτελεί ratio decidendi και μπορεί να θεωρηθεί ως obiter και μόνον. Ως εκ τούτου, «δεν αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο διότι δεν χρειαζόταν να αποφασιστεί η 56η έδρα στη βάση όλης αυτής της θεώρησης του Συντάγματος». Επιπλέον, «με βάση την απόφαση Μαυρογένης, το ίδιο το Ανώτατο, πλέον θα μιλούμε για Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, έχει το δικαίωμα αν κρίνει ότι είναι απαραίτητο, να αναθεωρήσει και να αποδεσμευτεί από αυτήν την απόφαση», καταλήγει ο δρ Κληρίδης.
Κριτική ναι, όχι σύγκρουση
Τέθηκαν, πάντως, από νομικούς κύκλους και εισηγήσεις για εισαγωγή μηχανισμού παύσης των Δικαστών. Ο δρ Αιμιλιανίδης, που σε πρόσφατο άρθρο του υποστήριξε ότι «η νομολογία για αντισυνταγματικότητα συνταγματικών διατάξεων ανοίγει επικίνδυνες θύρες τόσο για την επικείμενη δικαστηριακή μεταρρύθμιση, όσο και για την λειτουργία της Πολιτείας» (Α. Αιμιλιανίδης, Η απόφαση για την 56 έδρα) δηλώνει αντίθετος με τέτοιες εισηγήσεις ως συγκρουσιακές λογικές. «Η κριτική αποφάσεων πρέπει να είναι σκληρή όταν χρειάζεται, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός είτε η κριτική, είτε η σύγκρουση» λέει και προσθέτει ότι «η δικαστική εξουσία πρέπει να λειτουργεί ανεξάρτητα και τολμηρά κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας της και είναι κατά την γνώμη μου λάθος να επιχειρηθεί η φίμωσή της, ακόμα και όταν αυτή κάνει σοβαρά λάθη». Η δημοκρατία δεν λειτουργεί με βεβιασμένες κινήσεις, συνεχίζει και υπομνύει ότι «τα συνταγματικά όργανα πρέπει να είναι συνεργάτες ώστε να έχουμε μια συντεταγμένη πολιτεία που λειτουργεί ομαλά». Καταλήγοντας, αναφέρει ότι «η νομοθετική εξουσία θα πρέπει επομένως να αντιδράσει με τον δέοντα τρόπο: δηλαδή με την άσκηση των εξουσιών της εντός των ορίων του Συντάγματος και των νόμων και με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών». Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση (Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/2019) δεν ήταν ομόφωνη. Διϊστάμενη απόφαση έδωσε ο Δικαστής Λ. Παρπαρίνος.