Νομολογία: Eπιμέτρηση της ποινής για τον βιασμό
Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ του βιασμού είναι πολύ σοβαρή και αυτό αντικατοπτρίζεται από τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή η οποία, με βάση το Άρθρο 146 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, είναι φυλάκιση δια βίου.
Γράφει: Χριστάκης Γιαννακός
Η μέγιστη ποινή αποτελεί και το εφαλτήριο από το οποίο το Δικαστήριο ξεκινά το δύσκολο έργο της επιμέτρησης της ποινής και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά το στάδιο της επιλογής της αρμόζουσας ποινής. Ζωμενής v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 400, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γενεθλίου Ποινική Έφεση 10/16 ημερ. 2016.
Ενδεικτικό δε για τον τρόπο που αντιμετωπίζονται από τα Δικαστήρια τέτοια αδικήματα είναι οι αυστηρές ποινές που επιβάλλονται. Φυσικά, οι σχετικές ποινές που αντιμετωπίζονται μέσα από το σύνολο της νομολογίας, ποικίλουν. Αυτό ως άμεσο αποτέλεσμα των διαφορετικών γεγονότων και περιστάσεων που περιβάλλουν την κάθε περίπτωση. Κατά κανόνα, όμως, είναι ποινές μακρόχρονης φυλάκισης. Για προφανείς λόγους, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία v. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562: «Αδικήματα σεξουαλικής φύσης τιμωρούνται από τα Δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο γιατί στρέφονται και προσβάλλουν τα ήδη γενικά, όσο και γιατί προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων». [Βλ. επίσης Rana κ.α. v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489,500.]
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, στην υπόθεση Φιλίππου v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 341, επικυρώθηκε από το Εφετείο ποινή φυλάκισης οκτώ ετών που είχε επιβληθεί πρωτόδικα στον εφεσείοντα, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να μεταφέρει άγνωστή του αλλοδαπή ηλικίας 40 χρονών και, αντί αυτού, την πήρε σε ερημική περιοχή όπου την βίασε. Η ταλαιπωρία του θύματος διήρκησε περί τη μια ώρα, ενώ ο εφεσείων βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες που περιείχαν το στοιχείο της βίας.
Στην υπόθεση Hamieh v. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 259, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης εννιά ετών που επιβλήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε αλλοδαπό ηλικίας 24 χρονών, ο οποίος ενώ βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα, βίασε 48χρονη Φιλιππινέζα. Τόσο από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, όσο και από το Εφετείο, αναγνωρίστηκε η απουσία των επιβαρυντικών στοιχείων της άσκησης της υπέρμετρης βίας και απειλής κατά της ζωής. Η απρόσκλητη είσοδός του στο διαμέρισμα της παραπονούμενης, μετά από παρακολούθηση των κινήσεών της, κρίθηκε επιβαρυντικός παράγοντας.
Στη Rana (2004), πιο πάνω, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης εφτά χρόνων σε δύο νεαρούς φοιτητές ηλικίας 23 ετών από το Πακιστάν, οι οποίοι βίασαν νεαρή Ιρλανδή τουρίστρια ηλικίας 24 χρονών, μετά από διασκέδαση σε νυχτερινά κέντρα στην Αγία Νάπα. Προκειμένου να την αναγκάσουν να συγκατανεύσει στις ορέξεις τους, χρησιμοποίησαν βία και απειλές. Στην επιμέτρηση της ποινής, λήφθηκαν υπόψη το λευκό τους ποινικό μητρώο και η έλλειψη προσχεδιασμού.
Ποινή φυλάκισης έξι ετών επικυρώθηκε και στην Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 100, όπου ο εφεσείων προσποιούμενος τον αστυνομικό, ζήτησε από την αλλοδαπή παραπονούμενη να εισέλθει στο αυτοκίνητό του για να μεταβούν για έλεγχο στο Αστυνομικό Τμήμα. Αντί αυτού, την μετέφερε σε οικόπεδο όπου με τη χρήση απειλών, την βίασε στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτου. Παράγοντες που επηρέασαν την επιμέτρηση της ποινής ήταν, μεταξύ άλλων, η απουσία προσχεδιασμού, η μικρή διάρκεια τους επεισοδίου, η περιορισμένη βία, καθώς και οι συνθήκες επιπολαιότητας και νεανικού αυθορμητισμού.
Στη Λοΐζου κ.α. v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 469 επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης έξι ετών που είχε επιβληθεί στους δύο εφεσείοντες, οι οποίοι βίασαν διαδοχικά την παραπονούμενη, αφού αναγνωρίστηκε πως δεν συνέτρεχαν ιδιαίτεροι επιβαρυντικοί παράγοντες.
Επιβαρυντικά στοιχεία
Κρίνεται ιδιαίτερα βοηθητικό, το τι λέχθηκε στην υπόθεση Στυλιανού v. Δημοκρατίας ποινική έφεση 73/12 ημερ. 13 Οκτωβρίου 2015, αναφορικά με τον τρόπο που τα κυπριακά Δικαστήρια αντλούν καθοδήγηση από την Αγγλική νομολογία.
Παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα: «Τα Κυπριακά Δικαστήρια άντλησαν ιδιαίτερη βοήθεια και καθοδήγηση στον τρόπο αντιμετώπισης αναφορικά με το θέμα της ποινής σε αδικήματα βιασμού από την αγγλική νομολογία. Ως προς την συγκριτική τοποθέτηση του αδικήματος σε κλίμακα σοβαρότητας, καθοδήγηση παρέχει η απόφαση στην υπόθεση Keith Billam & Others (1986) 3 Crim. App. Rep. (S) 48. Ο Lord Chief Justice στις σελίδες 50-51 αναφέρει τα ακόλουθα (σε μετάφραση): Για βιασμό ο οποίος διαπράττεται χωρίς οποιοδήποτε επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό παράγοντα, σε μια υπόθεση μετά από ακρόαση πρέπει να λαμβάνεται ως σημεία αφετηρίας ποινής, τα πέντε χρόνια φυλάκισης. Όταν ο βιασμός διαπράττεται από δύο ή περισσότερα πρόσωπα από κοινού, ή όταν υπήρξε παραβίαση εισόδου στον τόπο διαμονής του θύματος ή από πρόσωπο που είχε την ευθύνη απέναντι του θύματος ή από πρόσωπο που έχει απαγάγει το θύμα και το κρατά αιχμάλωτο, η αφετηρία ποινής πρέπει να είναι τα οκτώ χρόνια.
»Στο ύψιστο σημείο της κλίμακας ποινής κατατάσσεται συμπεριφορά κατηγορουμένου, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολλαπλός βιασμός (campaign of rape) έναντι αριθμού γυναικών. Αντιπροσωπεύει ασυνήθη κίνδυνο και ποινή 15 χρόνων είναι πιο κατάλληλη. Όταν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου παρουσιάζει ψυχοπαθητικές τάσεις ή σοβαρή διατάραξη προσωπικότητας και είναι εν δυνάμει κίνδυνος για τις γυναίκες για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η ποινή ισόβιας κάθειρξης δεν θα είναι ακατάλληλη.
»Το έγκλημα εν πάση περιπτώσει, πρέπει να θεωρείται ότι ενέχει επιβαρυντικά στοιχεία, όταν συντρέχει ένας από τους πιο κάτω παράγοντες:
Η βία που χρησιμοποιήθηκε είναι υπερβολική.
• Όταν χρησιμοποιείται όπλο για εκφοβισμό ή πρόκλησης βλάβης στο θύμα.
• Όταν ο βιασμός επαναλαμβάνεται.
• Όταν έχει προσεκτικά σχεδιαστεί.
• Όταν ο κατηγορούμενος έχει προηγούμενες καταδίκες για βιασμό ή άλλα σεξουαλικά αδικήματα ή αδικήματα βίας.
• Όταν το θύμα έχει υποβληθεί σε σεξουαλικό εξευτελισμό.
• Το θύμα είναι πολύ νεαρό είτε πολύ ηλικιωμένο.
• Οι επιπτώσεις στο θύμα (ψυχικές ή σωματικές) είναι ιδιαζούσης σοβαρότητας.
»Εφόσον, ένας ή περισσότεροι από τους πιο πάνω παράγοντες συντρέχουν, η ποινή πρέπει να είναι ουσιωδώς υψηλότερη από το αφετηριακό σημείο. Η περαιτέρω ταλαιπωρία (distress) του θύματος σε περίπτωση που δώσει μαρτυρία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραδοχή, ίσως περισσότερο από άλλα αδικήματα, θα πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να έχει ως αποτέλεσμα κάποια έκπτωση από την ποινή που θα επιβαλλόταν. Το ύψος της έκπτωσης αυτής βεβαίως ερείζεται σε όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας καταδίκης σε περίπτωση ακρόασης.
»Το γεγονός ότι το θύμα δεν δύναται να θεωρηθεί ότι είχε εκθέσει τον εαυτό της στον κίνδυνο με το να συμπεριφερθεί ασύνετα (όπως να αποδεχθεί από άγνωστο πρόσωπο να τη μεταφέρει με το αυτοκίνητο) δεν είναι ελαφρυντικό στοιχείο. Οι προηγούμενες σεξουαλικές εμπειρίες του θύματος επίσης δεν είναι σχετικός παράγοντας. Αλλλά εάν το θύμα έχει συμπεριφερθεί με τρόπο ο οποίος εύλογα θα μπορούσε να εκτιμηθεί ότι θα οδηγήσει τον κατηγορούμενο στο να πιστεύει ότι θα αποδεχόταν την συνουσία, τότε αυτό είναι ελαφρυντικό για την ποινή. Προηγούμενος καλός χαρακτήρας δεν είναι παρά περιορισμένης σχετικότητας».
Σημείωση: Οι πιο πάνω πληροφορίες λήφθηκαν από την απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην υπόθεση 12714/18 ημερομηνίας 13 Νοεμβρίου 2019.