Νομολογία: Η επιλογή της αρμόζουσας ποινής
ΕΙΝΑΙ καλά θεμελιωμένο ότι στο στάδιο επιμέτρησης της ποινής, η πρώτιστη αρχή που πρέπει να έχει υπόψη του το Δικαστήριο, το οποίο επιβάλλει αυτήν, είναι η ορθή εφαρμογή του Νόμου (βλ. Sentencing in Cyprus 2nd Edition του κ. Γ. Μ. Πική σελ. 5).
Γράφει: Χριστάκης Γιαννακός
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου, κατά το στάδιο της επιβολής της ποινής, το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίζει την ανάγκη επιμόρφωσης του δράστη, την ανάγκη για αποτροπή του εγκλήματος και την προσήλωση στην ορθή εφαρμογή του Νόμου (βλ. Panayiotis Efstathiou Mirachis vs The Police (1965) 2 C.L.R. 28).
Επίσης, είναι καλά νομολογημένο ότι, η ανώτατη ποινή που προβλέπεται από τον Νόμο είναι ενδεικτική της έκτασης της σοβαρότητας των αδικημάτων και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Souilmi vs Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248).
Το πιο πάνω στοιχείο λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Δημοκρατία vs Κυριάκου (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, Λεβέντης vs Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632 και Σαρίδης vs Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 465.
Η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ανάγκης για αποτροπή
Η επιλογή δε της αρμόζουσας ποινής αποτελεί πολύ λεπτό έργο του Δικαστηρίου, αφού απαιτείται μια εξατομίκευση της ποινής, ώστε αυτή να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη, και από την άλλη, εξισορρόπηση του γενικού συμφέροντος της δικαιοσύνης. Παράλληλα, η ποινή δεν πρέπει να συνιστά απλώς τιμωρία, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη. Σχετική είναι και η απόφαση Κωνσταντίνου vs Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224.
Από την άλλη, η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ανάγκης για αποτροπή, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή. Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής. Σχετική είναι και η απόφαση Γενικός Εισαγγελέας vs Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 285.
Επιπλέον, όπως έχει υποδειχθεί στην απόφαση Κόκκινος vs Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135, η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο τον συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη, όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες αυτού. Επίσης, στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη εξάρσεως ή μη στην κατηγορία του υπό εξέταση αδικήματος. Σχετική είναι η απόφαση Τροκκούδης vs Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 306.