Νομολογία: Η αρχή της ισότητας των όπλων
Εκ των θεμελιωδών αρχών της δίκαιης δίκης είναι η διασφάλιση της αρχής της ισότητας των όπλων.
Γράφει: Χριστάκης Γιαννακός
Η ΑΡΧΗ της ισότητας των όπλων αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δίκαιης δίκης και κατά τη διεξαγωγή μιας ποινικής δίκης θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι αυτή η ισότητα των όπλων ενυπάρχει. Η ισότητα των όπλων ως αρχή, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί και άπτεται της παρεχόμενης δυνατότητας κάθε πλευράς να παρουσιάσει με την καλύτερη δυνατή και επιτρεπτή μαρτυρία την υπόθεσή της (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746). Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6(3)(β) της ΕΣΔΑ είναι η επίτευξη της ισότητας όπλων ανάμεσα στην Κατηγορούσα Αρχή και την υπεράσπιση. Στην υπόθεση Α.Α ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 140, γίνεται μια ανάλυση της αρχής της ισότητας των όπλων: «Η αρχή της ισότητας των όπλων βασίζεται στην εξισορρόπηση. Η διαδικασία εξετάζεται στο σύνολό της και συγκεκριμένος περιορισμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν αρκετός για να θεωρηθεί ολόκληρη η διαδικασία άδικη.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε περίπτωση παραβίασης εξετάζει κατά πόσο έχουν δοθεί στον κατηγορούμενο οποιεσδήποτε άλλες ευκαιρίες για να διορθωθεί η κατάσταση ή για να εξισωθούν τα πράγματα. Κατά πόσο η κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση της αρχής της ισότητας είχε επίδραση επί του αποτελέσματος της δίκης είναι παράγων ο οποίος, γενικά, δεν είναι ή δεν πρέπει να θεωρείται σχετικός (Artico v. Italy, May 13, 1980, Series A, No. 37). Το ερώτημα κατά πόσο δίκη είναι δίκαιη ή όχι θα πρέπει να απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολό της (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 746, Nielsen v. Denmark [1989] E.H.R.R. 175). Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης γιατί μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη (Can (Series A, Vol. 96) και Barbera (Series A, Vol. 146). Βλέπε ακόμα Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Η αρχή της δίκαιης δίκης, κλάδος της οποίας είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, περιέχει το δικαίωμα κάθε διάδικου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομιστεί και το δικαίωμα να την σχολιάσει (Niderost-Huber v. Switzerland [1998] 25 E.H.RR. 709 και Steck-Risch and Others v. Liechtenstein, Application No. 63151/00, ημερ. 19 Μαΐου, 2005. Βλέπε ακόμα Karen Reid, A Practitioner’s Guide to the European Convention on Human Rights, 2η Έκδοση, παραγρ. 11Α003, σελ. 59).
Η ισότητα των όπλων επιβάλλει ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του, περιλαμβανομένης και μαρτυρίας, κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν υπό ουσιαστικό μειονέκτημα έναντι του διαδίκου του (Dombo Beheer BV v. Netherlands, October 27, 1993, Series A, No. 274. para. 33 και Nikoghosyan and Melkonyan v. Armenia, Application Nos. 11724/04 και 13350/04, ημερ. 6 Δεκεμβρίου, 2007). Κάθε κατηγορούμενος, αλλά και κάθε διάδικος σε πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία (V v. U.K., December 16, ECHR 1999-IX).»
Στην Ποιν. Έφ. 318/2015, Κυπριανού ν. Αστυνομίας, ημερ. 7 Σεπτεμβρίου 2017, τονίστηκε ότι για να διαπιστωθεί παραβίαση της δίκαιης δίκης απαιτείται η τεκμηρίωση δυσμενούς επηρεασμού. Αναφέρθηκαν δε τα εξής στην υπόθεση Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2000) Α.Α.Δ. 204: «Σε κάθε ποινική υπόθεση η κατηγορούσα αρχή έχει στη διάθεσή της τα αποτελέσματα της διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία. Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6(3)(β) της Συνθήκης είναι να επιτύχει ισότητα των όπλων μεταξύ της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης, με το να απαιτεί την παροχή στον κατηγορούμενο της δυνατότητας εξοικείωσής του, για σκοπούς προετοιμασίας της υπεράσπισής του, με τα αποτελέσματα των ερευνών που έγιναν στη διαδικασία (Jespers v. Belgium, No 8403/78, 27 DR 61 at 87 [1981] Com Rep.). Παρ’ όλα αυτά, όπως σε όλες τις περιπτώσεις παράβασης του δικαιώματος παροχής διευκολύνσεων (Koplinger v. Austria, No 1850/63, 12 ΥΒ 438 [1968], και F v. UK, No 11058/84, 47 DR 230 [1986]), για να ευσταθήσει ισχυρισμός για παράβαση του άρθρου 6(3) είναι απαραίτητο να αποδειχθεί πραγματικός δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.»
Στην υπόθεση MS v Finland, App. No 46601/99, ημερ. 22 Μαρτίου 2005, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφερε ότι: «No infringement of equality of arms has been established as none of the parties was placed at a disadvantage vis-à-vis the opposing party.» Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143: «Δυσμενής επηρεασμός έχει σχέση με το «δίκαιο της δίκης». Δυσμενής επηρεασμός υπάρχει όταν δημιουργούνται συνθήκες μη δίκαιης δίκης».
Επίσης, στην Ποιν. Έφ. Αρ. 72/2012, Yacoob ν. Δημοκρατίας, ημερ. 19 Μαρτίου 2014, επαναλήφθηκε ότι: «… ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης. Είναι επίσης απόλυτα ορθή η παρατήρηση ότι για να στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πράγματι ο Εφεσείων είχε επηρεαστεί δυσμενώς.»
Στην υπόθεση Ποιν. Εφ. 45/2014, Αθανάση ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5 Οκτωβρίου 2016, αναφέρονται τα εξής: «Όπως ορθά επισημαίνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολο. Τελικά, η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, ακριβώς διότι μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Πτυχή της αρχής της δίκαιης δίκης είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, το δικαίωμα κάθε διαδίκου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομισθεί και η ευκαιρία που πρέπει να έχει να την σχολιάσει.
Η ισότητα των όπλων επιβάλλει επίσης ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία παρουσίασης της υπόθεσής του, υπό συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν σε μειονεκτική θέση έναντι της άλλης πλευράς. Σε κάθε όμως περίπτωση, ισχυρισμός που προβάλλεται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά, ούτε και κατ΄ αφηρημένο τρόπο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto).»
Σημείωση: Η πιο πάνω νομολογία λήφθηκε από την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση αρ. 266/2018 ημερομηνίας 8 Απριλίου 2020.