«Μπλόκο» στη Μόσχα από το Επαρχιακό Λεμεσού
Απόλυτο κατέστη για πρώτη φορά στα χρονικά των κυπριακών δικαστηρίων, αντιεκτελεστικό διάταγμα που εμποδίζει την προώθηση εκτέλεσης ρωσικής απόφασης.
Γράφει: Νάταλι Μιχαηλίδου
Την επικύρωση αντιεκτελεστικού διατάγματος παγκόσμιας εμβέλειας (worldwide anti- enforcement injunction) αποφάσισε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού επί αγωγής που καταχωρίστηκε περί τα μέσα Οκτωβρίου 2018. Πρόκειται για το πρώτο διάταγμα του είδους που οριστικοποιείται από κυπριακό δικαστήριο.
Βάση αγωγής
Η αγωγή που καταχώρισαν οι εταιρείες Tanberg Investments Limited και Adeal Import LLC, στη βάση αδικοπραξίας που αφορά σε εξω-συμβατική και όχι ενοχική σχέση, στρέφεται εναντίον οκτώ συνεναγομένων -νομικών και φυσικών προσώπων, ημεδαπών και αλλοδαπών. Περί της φύσης της διαφοράς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι γίνεται αναφορά σε συμφωνία εκχώρησης μεταξύ των εναγομένων, «δυνάμει της οποίας φέρονται να εκχωρήθηκαν τα αγώγιμα δικαιώματα για παραβίαση αποκλειστικών πνευματικών δικαιωμάτων 10 οπτικοακουστικών και/ή διαφημιστικών μηνυμάτων υπό τη γενική ονομασία ‘Rules for Online Stores’», η οποία κατά τις ενάγουσες εταιρείες είναι άκυρη, εφόσον φαίνεται να συνομολογήθηκε με σκοπό την πρόκληση ζημιάς στους Αιτητές. Σύμφωνα με τους συνηγόρους τους, Π.Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., οι ενάγοντες «εδράζουν μέρος των αξιώσεων τους όχι σε ισχυρισμούς παράβασης σύμβασης, αλλά στην έκταση που αφορά έκαστον των εναγομένων, σε ισχυρισμούς συνομωσίας, απάτης, δόλου ως αυτά εννοούνται από την Περί Αστικών Αδικημάτων νομοθεσία». Συγχρόνως δε είναι και αυτοτελής αγωγή αποκάλυψης. Όπως εξηγεί το Δικαστήριο, δεν είναι αγωγή που αφορά σε συμβατική ευθύνη, αλλά αγωγή που προωθούν οι δύο εταιρείες «για αδικοπρακτική ευθύνη στη βάση ισχυρισμών δόλου, απάτης, συνωμοσίας και σχεδιασμού εξαπάτησης».
Σε πρώτη φάση, αντιαγωγικό
Ταυτόχρονα με την καταχώριση της αγωγής, οι αιτητές πέτυχαν μονομερώς την έκδοση αντιαγωγικού διατάγματος, το οποίο στη συνέχεια -μη εμφανισθέντων των εναγομένων στους οποίους επιδόθηκε δεόντως- κατέστη οριστικό. Με το αντιαγωγικό διάταγμα (anti-suit injunction), οι εναγόμενες εταιρείες εμποδίστηκαν από την προώθηση οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας επί τη βάσει συμφωνιών που συνομολογήθηκαν μεταξύ τους το 2013 και το 2018, αλλά και από την προώθηση υπόθεσης (Α41-39590/2018, UCF Partners Limited v. Adeal-Import LLC), που εκκρεμεί ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου Μόσχας (Arbitration Court of the Moscow Region), μέσω οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου και στο πλαίσιο των Εφέσεων που καταχωρίσθηκαν εναντίον της πρωτόδικης απόφασης του ρωσικού Δικαστηρίου.
Διάταγμα παγκόσμιας εμβέλειας
Με βάση τα όσα παραθέτει στην ενδιάμεση απόφασή του ο Δικαστής Χρ. Φιλίππου οι ενάγοντες στη συνέχεια «αιτήθηκαν και πέτυχαν, και πάλιν μονομερώς, την έκδοση αντι- εκτελεστικού διατάγματος παγκόσμιας εμβέλειας» για απόφαση που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2018 από το 10ο Εφετείο της Μόσχας, όπως και διάφορα άλλα επικουρικά διατάγματα, μεταξύ των οποίων και Unless Order. Στο πλαίσιο της απόφασής του το Δικαστήριο εξετάζει ενδελεχώς τις προϋποθέσεις έκδοσης μονομερώς διαταγμάτων όπως αυτές απαριθμούνται και προσδιορίζονται στο Άρθρο 32 του Ν.14/60 και των υπολοίπων αρχών της κυπριακής νομολογίας, «οι οποίες θα πρέπει να πληρούνται κατά την οριστική απόφανση του Δικαστηρίου περί της οριστικοποίησης τους ή όχι». Εξηγεί δε, συμφωνώντας με την εισήγηση της πλευράς των Αιτητών, ότι «το Δικαστήριο στην παρούσα θα πρέπει να στηριχθεί και περιοριστεί στο γεγονός της ύπαρξης και ισχύος και συμμόρφωσης ασφαλώς με το εκδοθέν αντι-αγωγικό διάταγμα, το οποίο έχει πλέον καταστεί απόλυτο και περαιτέρω στη μεταγενέστερη συμπεριφορά των Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 8 η οποία, όπως προβάλλουν οι Αιτητές, κατέστησε αναγκαία την επέμβαση εκ νέου του Δικαστηρίου με την έκδοση του υπό κρίση αντι- εκτελεστικού διατάγματος». Προς επίρρωσιν τούτου, ο δικαστής αναφέρει επιπλέον ότι με τις ενέργειές τους, οι εναγόμενοι «ενεργητικά και παρακούοντας το διάταγμα του παρόντος δικαστηρίου, προώθησαν τη διαδικασία ενώπιον του ρωσικού Εφετείου». Συνεπώς, πέτυχαν «να ακυρώσουν ό,τι το αντι-αγωγικό διάταγμα επιδίωκε να αποτρέψει, αφού το Ρωσικό Εφετείο προέβη σε έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς η οποία ήταν δεκτική εκτέλεσης άμεσα στην Ρωσία» και είναι υπό αυτές τις περιστάσεις που οι Αιτητές «επανήλθαν και επιδίωξαν τη βοήθεια του Δικαστηρίου ξανά με το χαρακτήρα του κατεπείγοντος και μονομερώς εξασφαλίζοντας τα υπό κρίση δραστικά ομολογουμένως διατάγματα».
Λόγοι ένστασης
Από την πλευρά τους, οι εναγόμενοι εισηγήθηκαν ότι «η έκδοση των διαταγμάτων αποτελεί επέμβαση στην ‘κυριαρχία αλλοδαπού δικαστηρίου’ και αντίκειται στις αρχές της αβρότητας και έτσι το Δικαστήριο οφείλει να ανακόψει αυτή την πορεία και να αρνηθεί δικαιοδοσία και είτε να αναστείλει αυτεπαγγέλτως την ενώπιον του διαδικασία, ή να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο υπέρ του ρωσικού Δικαστηρίου, λόγω παράλληλης διαδικασίας», και ότι «η έκδοση των διαταγμάτων είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του άρθρου 33 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τους Συμβουλίου της Ε.Ε. της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (εν συντομία ‘Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙ’)».
Εξετάζοντας τους λόγους ένστασης, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙ, «αφορούν κατά βάση έλλειψη δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, μη καταλληλότητας αυτών να εκδικάσουν την παρούσα αγωγή και παράλληλη εκκρεμοδικία (lis alibi pendens) βάσει του άρθρου 33», για να καταλήξει όμως ότι οι σχετικοί λόγοι που προβλήθηκαν σε σχέση με την μη ύπαρξη δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου «δεν έχουν έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης και απορρίπτονται». Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι «το να ισχυρίζεται κανείς ότι εφαρμόζεται το Ευρωπαϊκό (ενωσιακό) δίκαιο αλλά ταυτόχρονα να εφαρμόζεται και το ρωσικό δίκαιο» αποτελεί οξύμωρο νομικό σχήμα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο εξέτασε διεξοδικά τις προϋποθέσεις που τίθενται για έκδοση παρεμπίπτοντων διαταγμάτων στο Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, οποίες αποφάνθηκε ότι πληρούνται βάσει της ενώπιόν του μαρτυρίας.
Απόφαση οριστικοποίησης
Στην απόφαση σημειώνεται ότι «το αντιαγωγικό διάταγμα εκδόθηκε στην βάση ισχυρισμών που αφορούσαν στο ότι η αλλεπάλληλη προώθηση των διαδικασιών στην Ρωσία ήταν μέρος ευρύτερου σχεδιασμού άσκησης πίεσης στους ενάγοντες». Το αντιεκτελεστικό διάταγμα είχε «ως νομικό και πραγματικό υπόβαθρο ότι είχε προηγηθεί η έκδοση του αντι – αγωγικού διατάγματος» κατά το Δικαστήριο, που σημειώνει ότι η έκδοσή του κρίθηκε δικαιολογημένη στη βάση των γεγονότων που ακολούθησαν, εφόσον με την προώθηση των διαδικασιών στο ρωσικό δικαστήριο έχει παρακαμφθεί το αντιαγωγικό διάταγμα. Λαμβάνοντας υπόψη κατόπιν της ρωσικής απόφασης, εκδοθείσας στο πλαίσιο της έφεσης, οι εναγόμενοι «μπορούσαν να ζητήσουν την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης το οποίο ετοιμάζεται εντός 1-2 ημερών», επισημαίνει ότι τα εν λόγω γεγονότα «είχαν καταστήσει εξαιρετικά επείγουσα και επιτακτική την ανάγκη προς αποτροπή της εκτέλεσης της ως άνω απόφασης την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της Αίτησης» για αντιεκτελεστικό διάταγμα, «προκειμένου να προστατευθούν οι Αιτητές έστω και προσωρινά». Προστίθεται δε ότι το εκδοθέν αντιαγωγικό διάταγμα «το οποίο παράκουσαν ως διαφαίνεται» και το οποίο οδήγησε στην ανάγκη καταχώρησης αίτησης για εξασφάλιση αντιεκτελεστικού διατάγματος δεν στρεφόταν εναντίον του αλλοδαπού Δικαστηρίου», εξ ου και, όπως σημειώνεται, δεν έχει κανένα έρεισμα η θέση των εναγομένων ότι το ρωσικό Δικαστήριο θεώρησε μη δεσμευτικό το διάταγμα.
Περαιτέρω, ο Δικαστής Χρ. Φιλίππου υπογραμμίζει ότι το υπό κρίση αντιεκτελεστικό διάταγμα έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα και «αποσκοπεί στο να διατηρήσει αμετάβλητη μια κατάσταση πραγμάτων η οποία διαμορφώθηκε με την έκδοση του αντι-αγωγικού διατάγματος ώστε στη συνέχεια με ευχέρεια πλέον το Δικαστήριο να αποκρυσταλλώσει άποψη για τις νομικές και πραγματικές περιστάσεις προτού διαμορφωθούν καταστάσεις μη αναστρέψιμες ή τέτοιες οι οποίες να δίνουν πλεονέκτημα στην μια πλευρά». Έχοντας παρακάμψει το αντιαγωγικό διάταγμα, σύμφωνα με την απόφαση, οι εναγόμενες εταιρείες διαθέτουν πλέον απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου εκτελεστέα», εφόσον «κατάφεραν να μεταβάλουν μια νομική και πραγματική κατάσταση ως αυτή διαμορφώθηκε με το αντιαγωγικό διάταγμα και τώρα την επικαλούνται για να αποκομίσουν όφελος». Οι συνέπειες άρσης του αντιεκτελεστικού διατάγματος, συμπληρώνει, «δεν είναι πρωτίστως αποτιμητέες σε χρήμα, όμως η μη εξακολούθηση της ισχύος του θα έχει αρνητική συνέπεια στην υφιστάμενη νομική κατάσταση η οποία προστατεύει τα δικαιώματα των Αιτητών».
Συνεκτιμώντας τη φύση του υπό κρίση διατάγματος και τις περιστάσεις έκδοσης του, ήτοι «την ανάγκη περιφρούρησης της δικαιοδοσίας του αλλά και των δικαστικών εντολών προς ημεδαπά πρόσωπα στις οποίες υποχρεούνται να συμμορφώνονται», το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση οριστικοποίησης των εκδοθέντων διαταγμάτων.
Διαδικασία εν εξελίξει
Σημειώνεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε προσφάτως και τρίτο ex parte διάταγμα, το οποίο αφορά στον διορισμό Ενδιάμεσου Διαχειριστή/Παραλήπτη επί της Εναγομένης 2 εταιρείας (UCF Partners Ltd) για συγκεκριμένο (περιορισμένο) σκοπό όπως διαγράφεται από τις εξουσίες που έχει απονείμει το Δικαστήριο. Tο διάταγμα αναμένεται να κριθεί σύντομα επ’ ακροάσεως.
(Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα offsite, 2 Ιουνίου 2019)