Επαρχιακό Λευκωσίας: Ουδέν μεμπτόν για Αθανάσιο
Αναφορικά με το Τεκμήριο 2 που είχε καταθέσει η μητέρα του, ΜΕ1, ισχυριζόμενη ότι, αποτελούσε την απομαγνητοφώνηση από την ίδια, ομιλιών του Γέροντα από cd, ο μάρτυρας μετά από δικό του ενδελεχή έλεγχο διαπίστωσε ότι αποτελεί μία επιλεκτική καταγραφή αποσπασμάτων και όχι της ολότητάς τους. Ακόμη και στα αποσπάσματα που απομαγνητοφωνήθηκαν, γίνονται αποκοπές λέξεων και φράσεων, προσθήκη λέξεων και φράσεων και προσθήκη θαυμαστικών. Με βάση τα όσα διαπίστωσε ο ίδιος, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2 δεν ανταποκρίνεται στα όσα λέχθηκαν από το Γέροντα κατά τις ομιλίες του και αλλοιώνεται το νόημα των όσων έχουν λεχθεί.
Τέλος, ο υιός δήλωσε κατηγορηματικά ότι, η επιλογή του να ενταχθεί στο μοναχισμό, ήταν καθόλα αυτόβουλη και λήφθηκε κατόπιν ώριμης σκέψης και ελεύθερης βούλησης. Είχε την ευκαιρία, προτού αποφασίσει να γνωρίσει οριστικά, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ως λαϊκός, τον τρόπο ζωής, τους κανόνες και τις δυσκολίες που απορρέουν από το συγκεκριμένο θεσμό. Ομολογεί ότι, αισθάνεται πληρότητα, ικανοποίηση και χαρά για την επιλογή του. Διέψευσε δε ισχυρισμούς που εμπεριέχονται στο Τεκμήριο 6(β) που είναι Επιστολή ημερ. 26/9/2008 του Παγκύπριου Συνδέσμου Συγγενών και Φίλων Μοναχών για, κατ’ ισχυρισμόν, περιορισμούς που ισχύουν στους μοναχούς.
Η ΜΥ2, Ε. Κ. είναι εγγεγραμμένη Κλινική Ψυχολόγος και από το 2015 είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου Ψυχολόγων Κύπρου. Εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ως λειτουργός εποπτευόμενης πρακτικής άσκησης, δηλαδή συντονίζει την πρακτική άσκηση για τους φοιτητές του διδακτορικού προγράμματος της κλινικής ψυχολογίας, αξιολογώντας τις δομές στις οποίες εκπονείται ή πραγματοποιείται η πρακτική άσκηση, τους επόπτες οι οποίοι παρέχουν κλινική εποπτεία στους φοιτητές ειδικευόμενους. Επιπλέον παραδίδει μαθήματα διδακτορικής κλινικής ψυχολογίας και παρέχει η ίδια κλινική εποπτεία σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο. Επίσης έχει και διοικητικά καθήκοντα.
Ζητήθηκε από τη μάρτυρα να αναφέρει τις διαγνωστικές μεθόδους και διαδικασίες που χρησιμοποιούνται από τους ψυχολόγους για τους ενήλικες. Κατέθεσε ότι, για να δημιουργηθεί μία κλινική και να παρθεί μία διαγνωστική εικόνα, χρειάζονται 3 βασικές προϋποθέσεις.
Η πρώτη είναι, συνεντεύξεις με άτομα του περίγυρου του, η δεύτερη είναι συνέντευξη και παρατήρηση του ίδιου του ατόμου και εάν κριθεί αναγκαία, η διενέργεια ψυχομετρικών τεστ. Ψυχομετρικά τεστ είναι για παράδειγμα, τεστ προσωπικότητας, νοημοσύνης και γενικά τεστ που αξιολογούν τις γνωστικές ικανότητες και την ικανότητα των προσώπων να σκεφτούν.
Αυτές οι μέθοδοι και διαδικασίες, καθορίζονται από κοινά αποδεχτώς κριτήρια, από εκπαιδευτικά κριτήρια τα οποία ακολουθούνται στην εκπαίδευση των ψυχολόγων, ειδικότερα στο μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο και καθορίζονται από τα επαγγελματικά σώματα τα οποία εκδίδουν κατευθυντήριες γραμμές, κριτήρια και τον Κώδικα Δεοντολογίας και Συμπεριφοράς. Στην Κύπρο, για παράδειγμα, ένα τέτοιο σώμα είναι ο Σύνδεσμος του οποίου προεδρεύει. Παράλληλα, ο Σύνδεσμος είναι μέλος και εκπροσωπεί την Ευρώπη στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συνδέσμων Ψυχολόγων, η οποία έχει εκδώσει κριτήρια για διεξαγωγή ψυχολογικών αξιολογήσεων και παρέχει το Ευρωπαϊκό πιστοποιητικό στην Ψυχολογία που αφορά στα κριτήρια εκπαίδευσης των επαγγελματιών ψυχολόγων.
Ένας ψυχολόγος ο οποίος καλείται να ετοιμάσει μία μελέτη για την αξιολόγηση της ψυχικής λειτουργίας ενός ενήλικα, χρειάζεται να ακολουθήσει τις πιο πάνω διαγνωστικές μεθόδους και κατευθυντήριες γραμμές. Εάν, για παράδειγμα, δεν υπάρχει κλινική εικόνα για το ίδιο το άτομο που είναι υπό αξιολόγηση και δημιουργηθεί μία εικόνα που βασίζεται σε μονομερή πληροφόρηση, πιθανώς η αξιολόγηση να μην είναι επαρκής και ολοκληρωμένη. Μάλιστα, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας, δεν είναι ορθό να γίνει αξιολόγηση σε τέτοιες περιπτώσεις διότι, κατά την αξιολόγηση κάποιου ατόμου, χρειάζεται να διασφαλιστούν τα δικαιώματα και η προστασία του, ούτως ώστε να μην βγουν αποτελέσματα ή διαγνώσεις που πιθανώς να βλάψουν το ίδιο το άτομο.
Η μάρτυρας αναγνώρισε το Τεκμήριο 9 που είναι ο Δεοντολογικός Κώδικας Συνδέσμου Ψυχολόγων Κύπρου, καθώς και το Τεκμήριο 8, που είναι ο Κώδικας Δεοντολογίας και Συμπεριφοράς της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας, αναφέροντας ότι είναι βάσει αυτού που εκπαιδεύτηκαν όσοι σπούδασαν ψυχολογία στην Αμερική, μεταξύ των οποίων και η ίδια η μάρτυρας. Το Τεκμήριο 8 δεν εφαρμόζεται στην Κύπρο, απλώς παρέχει κάποια καθοδήγηση όπου ο Κυπριακός Κώδικας Δεοντολογίας παρουσιάζει κάποια κενά.
Ο ΜΕ8, Μ. Π. είναι μέλος του Συνδέσμου Ψυχολόγων Κύπρου και οφείλει να εφαρμόζει τον Κώδικα, Τεκμηριο 9. Αναφορικά με το Τεκμήριο 7, που είναι η Ψυχολογική Μελέτη που είχε κάνει ο κ. Π. και ιδιαίτερα, οι σελίδες 32-37 αυτής που καταθέτει τη δική του άποψη, η μάρτυρας εξέφρασε τη διαφωνία της με τη μέθοδο που ακολουθήθηκε, δεδομένου ότι δεν είχε γίνει αξιολόγηση του υιού.
Μάλιστα, οι εισηγήσεις του κ. Π. πιθανώς να έχουν προκαλέσει ή να προκαλέσουν ψυχική δυσφορία στο υποκείμενο αξιολόγησης αλλά και πιθανώς, στη σχέση του με την οικογένεια, δεδομένου ότι, είναι η οικογένειά του που ζήτησε την αξιολόγηση.
Όσον αφορά στην Παράγραφο 10.7 του Τεμηρίου 7 που ο κ. Π. αναφέρει ότι δεν αξιολόγησε τον υιό και η αξιολόγησή του έγινε από πληροφορίες της οικογένειας του, η μάρτυρας ανέφερε ότι θα μπορούσε να παραθέσει τα αποτελέσματα και συμπεράσματά του με πάσα επιφύλαξη δεδομένου ότι η ψυχολόγηση ήταν μονομερής και να το καταγράψει. Με βάση τον Αμερικανικό Κώδικα, Τεμήριο 8, σε περιπτώσεις που δεν γίνεται αξιολόγηση του ιδίου του ατόμου, θα πρέπει να καταγράφονται οι προσπάθειες που έγιναν για επικοινωνία με το ίδιο το άτομο. Αυτά που καταγράφει ο κ. Π. για προσπάθειες για επικοινωνία, δεν είναι ικανοποιητικά γιατί έπρεπε, ίσως, να εξεταστούν και άλλοι οδοί επικοινωνίας. Εν κατακλείδι, δεν μπορεί να δηλώσει ότι συμφωνεί με τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο κ Π.
Ο ΜΥ3, Χρ. Ζ., αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1967. Είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος, ενώ εργάστηκε για 40 έτη στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ως Προϊστάμενος των Χωρομετρικών και Χαρτογραφικών Υπηρεσιών και Αναπληρωτής Διευθυντής του ίδιου Τμήματος. Αφυπηρέτησε το 2012.
Η σχέση του μάρτυρα με την Ιερά Μονή Μαχαιρά, αρχίζει από τον καιρό που φοιτούσε ως μαθητής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, λόγω της σχέσης της Μονής με το σχολείο αυτό. Ως γνωστόν, η Μονή είχε παραχωρήσει τη γη για την ίδρυση του Παγκυπρίου Γυμνασίου ότανΑρχιεπίσκοπος Κύπρου ήταν ο Εθνομάρτυρας Κυπριανός. Ανέκαθεν, επισκεπτόταν τη Μονή, είτε ως προσκυνητής, είτε με την ευκαιρία των μνημοσύνων του ήρωα της ΕΟΚΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου.
Ωστόσο, η ιδιαίτερη σχέση του με τη Μονή άρχισε το 2004, όταν ο μάρτυρας προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τη Μονή στη δημιουργία ενός πνευματικού έργου που πρόκειτο να γίνει στην Αγλαντζιά. Με αυτό τον τρόπο, είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον τότε Ηγούμενο, μακαριστό Αρχιμανδρίτη Αρσένιο. Λόγω της αναγνώρισης της σοβαρότητας του έργου, αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη σχέση με τη Μονή. Αυτή η σχέση συνεχίστηκε και με το νέο Ηγούμενο, Επιφάνειο. Έκτοτε, ο μάρτυρας προσπάθησε και προσπαθεί να βοηθά τη Μονή με διάφορους τρόπους και με κάθε ευκαιρία.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στην ιστορία της Μονής, στη θρησκευτική, προσφορά της στους εθνικούς αγώνες καθώς και στην κοινωνική και πνευματική της προσφορά. Επίσης στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της Μονής. Περαιτέρω περιέγραψε τον Ηγούμενο Επιφάνειο και τη σχέση του με τους 30 περίπου μοναχούς που εγκαταβιούν σήμερα στη Μονή.
Ο ΜΥ4, Θ. Κ., γεννήθηκε το 1976 και είναι δικηγόρος. Γνωρίζει προσωπικά τον υιό από περίπου το 2003, αφού έμεναν στο ίδιο κτήριο στην Παλλουριώτισσα, το οποίο αποτελείται από κατάστημα στο ισόγειο και 2 διαμερίσματα. Στον πρώτο όροφο διέμενε ο υιός και στο δεύτερο ο μάρτυρας με την οικογένειά του. Το συγκεκριμένο κτήριο είναι το πατρικό του μάρτυρα.
Με τον υιό ανέπτυξε τόσον ο μάρτυρας, όσο και η οικογένειά του, περιλαμβανομένων των γονέων του, σχέση φιλίας η οποία κρατεί μέχρι σήμερα. Τον τότε καιρό, ο υιός έκανε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, όπου και εργαζόταν. Από την αρχή της γνωριμίας τους, ο μάρτυρας διέκρινε ότι, πρόκειτο για αξιόλογο άνθρωπο και η παρουσία του κοντά στο σπίτι τους, προσέδιδε το αίσθημα της ασφάλειας επειδή, τόσο ο ίδιος, όσο και η σύζυγος του, απουσίαζαν αρκετές ώρες από το σπίτι, λόγω των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων. Ο υιός διέμενε στο πατρικό του μάρτυρα μέχρι την ημέρα που εισήλθε στη Μονή Μαχαιρά.
Καθόλο το διάστημα που διέμενε στο πατρικό του μάρτυρα ήταν θρησκευόμενος και αρκετές φορές συζήτησαν για θέματα θρησκείας, κάποιες μάλιστα φορές, διαφώνησαν αφού ο μάρτυρας είχε μία κριτική διάθεση στα θέματα που αφορούν στη θρησκεία. Παρακολούθησε την πορεία του μέχρι τη λήψη της απόφασης του Υιού να ακολουθήσει το μοναχισμό το 2007, ενώ η απόφασή του αυτή δεν περιόρισε τη φιλία μεταξύ τους και ο ίδιος και η οικογένειά του τον επισκέπτονται στη Μονή.
Αξιολόγηση μαρτυρίας
Έχοντας παραθέσει τα βασικά σημεία της μαρτυρίας, προχωρώ στην αξιολόγησή της. Τονίζω ότι, πιο πάνω, καταγράφονται μόνο τα βασικά σημεία της αφού, κατά την ακρόαση, κατατέθηκε μεγάλος όγκος μαρτυρίας. Πολλοί δε μάρτυρες υπέστησαν πολύωρη αντεξέταση, μερικοί δε απ’ αυτούς ακόμη και πολυήμερη, ιδιαίτερα ο υιός (ΜΥ1) και η μητέρα του, Ενάγουσα 2 (ΜΕ1).
Εγέρθηκαν ενστάσεις ως προς την αποδεκτότητα μαρτυρίας οι οποίες αποφασίστηκαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Λόγω του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα της υπόθεσης, το Δικαστήριο άφησε ευρύ πεδίο στους μάρτυρες να εκφραστούν όπως οι ίδιοι επιθυμούσαν ούτως ώστε να υπάρξει ομαλότερη εξέλιξη στη διαδικασία. Εξάλλου, η υπόθεση δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε γεγονότα αλλά είναι σημαντικές κάποιες απόψεις, θεολογικές, φιλοσοφικές και κοινωνικές για να γίνει αντιληπτός ο τρόπος και λόγος που μάρτυρες προέβησαν σε κάποιες ενέργειες. Κάποιοι μάρτυρες, αντεξετάστηκαν στο κατά πόσο θρησκεύουν, στο πόσο θρησκεύουν και εάν ακολουθούν τους κανόνες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επίσης για τον τρόπο που συνέταξαν τη δήλωσή τους η οποία κατατέθηκε ως μέρος της κύριας εξέτασης τους και για το λόγο που προθυμοποιήθηκαν και παρουσιάστηκαν για να καταθέσουν ως μάρτυρες στη διαδικασία.
Είναι επομένως αδύνατον λόγω του όγκου της μαρτυρίας, η αξιολόγηση της να γίνει επί όλων των σημείων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Είναι όμως σημαντικό να υπάρξει αιτιολογία για την αξιολόγηση και αυτό ακριβώς είναι που θα προσπαθήσει να πράξει το Δικαστήριο.
Προτού το Δικαστήριο αρχίσει την αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα χωριστά, θεωρεί αναγκαίο όπως παραθέσει το γενικό κανόνα για τη μαρτυρία γνώμης. Ο γενικός κανόνας είναι ότι, ένας μάρτυρας θα πρέπει να καταθέσει στο Δικαστήριο για γεγονότα που έχουν περιέλθει στην αντίληψή του, χωρίς να αναφέρει τη γνώμη του επ΄ αυτών και να αναφερθεί σε συμπεράσματα που εξάγει ο ίδιος. Τα συμπεράσματα, αφήνονται στο Δικαστήριο. Στον κανόνα αυτό, υπάρχουν εξαιρέσεις όπως, για παράδειγμα, η μαρτυρία πραγματογνωμόνων. Βλ. Ηλιάδης και Σάντης, το Δίκαιο της Απόδειξης Β’ Έκδοση (2016), Κεφάλαιο 18, Μαρτυρία Γνώμης, σελ.573, Δρ. Χρίστος Κληρίδης, Κυπριακό Δίκαιο της Απόδειξης (2018), Κεφάλαιο 1, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Απόδειξης – Το Κυπριακό Νομικό Πλαίσιο, σελ.37, Γ.Π. Καραγιάννης, Η Απόδειξη (1983), Κεφάλαιο 27, Κρίσεις και Γνώμη, σελ.676.
Ο πιο πάνω κανόνας υπενθυμίζεται στο αρχικό στάδιο της αξιολόγησης γιατί, όπως θα διαφανεί πιο κάτω, κάποιοι μάρτυρες, κατέθεσαν τη γνώμη τους για να επεξηγήσουν κάποια γεγονότα. Η γνώμη τους αυτή, έστω και καλόπιστη, δεν μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο μπορεί να αναφερθεί και ισχύει για αρκετούς μάρτυρες είναι η προσπάθειά τους να εξηγήσουν τους λόγους που ώθησαν τον υιό στην αλλαγή του τρόπου ζωής του. Το ότι, σταδιακά άλλαζε τρόπο ζωής, είναι παραδεκτό. Αποδεκτή μπορεί να γίνει και η άποψή τους ότι με βάση τον προηγούμενο τρόπο ζωής του δεν θα ανέμεναν κάτι τέτοιο. Το να καταθέσουν όμως τη γνώμη τους στο τι τον ώθησε, με βάση τα γεγονότα που γνωρίζουν, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή στη βάση του γενικού κανόνα. Εν πάση περιπτώσει, όπου χρειαστεί, θα γίνεται ειδική αναφορά. Η δε αξιολόγηση της μαρτυρίας, θα γίνει με τη σειρά που αυτοί κατέθεσαν στο Δικαστήριο.
Για τη ΜΕ1, Μ. Θ. Ενάγουσα 2 και μητέρα του υιού πρέπει, καταρχήν, να αποτυπωθεί η γενική εντύπωση που αποκόμισε γι’ αυτήν το Δικαστήριο, παρακολουθώντας την να καταθέτει ενώπιον του για αρκετές μέρες. Πρόκειται για μία μάνα που υπεραγαπά το γιο της και που πάντοτε ένιωθε περήφανη γι’ αυτόν, για τις επιτυχίες του, τη φιλοδοξία του, ευφυΐα του και το γεγονός ότι σχεδόν πάντοτε επιτύγχανε τους στόχους του, καθώς επίσης για την εξαιρετική σχέση που αυτός είχε με τους γονείς και αδελφή του.
Η μεταστροφή του υιού προς τη θρησκεία, Εκκλησία και τελικά, το μοναχισμό, της κατεδάφισε ολόκληρο το πιο πάνω οικοδόμημα που θεωρούσε ότι είχε οικοδομηθεί και με τη δική της θετική συμβολή και που γι’ αυτήν σήμαινε προσωπική, αλλά, περισσότερο, οικογενειακή ευτυχία. Δεν μπόρεσε να αποδεχθεί την αλλαγή πορείας του υιού και αντέδρασε έντονα. Πάρα πολύ έντονα. Κίνησε γη και ουρανό, για να τον μεταπείσει και αποτρέψει από του να πραγματοποιήσει την πορεία που ακολούθησε. Κάποτε, το έπραττε με ήπιο τρόπο, κάποτε όμως με επιθετικό, ίσως και σκληρό. Παράδειγμα είναι όταν, κατά την αντεξέταση, ρωτήθηκε κατά πόσο αντιλαμβάνεται ότι η όλη στάση της και η παρούσα διαδικασία αναστατώνουν και στεναχωρούν τον υιό. Ανέφερε ότι είναι αποφασισμένη να φτάσει μέχρι τέλους για να τον κάνει να πονέσει και να γιατρευτεί.