Επαρχιακό Λευκωσίας: Ουδέν μεμπτόν για Αθανάσιο
Πέραν του εκκλησιασμού, η εγγύτερη και πιο προσβάσιμη εκκλησιαστική δραστηριότητα που υπήρχε στο πανεπιστημιακό περιβάλλον στο οποίο ο υιός ζούσε και με το οποίο συναναστρέφετο, ήταν οι ομιλίες του Γέροντα που λάμβαναν χώραν ανά δεκαπενθήμερο στο μικρό εκκλησάκι του Πανεπιστημίου. Έτσι περί τα τέλη Δεκεμβρίου, 2001, ο υιός πήγε για πρώτη φορά σε ομιλία του Γέροντα.
Στο μεταξύ συνέχιζε τη μελέτη του Ευαγγελίου ενώ άρχισε να διαβάσει και κάποια πατερικά βιβλία τα οποία είχε δανεισθεί από τον παππού του. Παράλληλα, συνέχισε να εκκλησιάζεται τις Κυριακές. Μέρα με τη μέρα, η πνευματική του δίψα μεγάλωνε, γεννώντας την επιθυμία να προχωρήσει βαθύτερα στη ζωή της Εκκλησίας, αντλώντας από το ζωντανό παράδειγμα του παππού και της γιαγιάς του. Έτσι, την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς 2002, συμμετείχε στην πρώτη του «αγρυπνία», ενώ στις 5 Ιανουαρίου, 2002, εξομολογήθηκε για πρώτη φορά στον ιερέα της ενορίας του.
Στις 18 Ιανουαρίου, 2002, πήγε μαζί με το φίλο του Γ. Χ. με τον οποίο παλαιότερα γυμνάζονταν στο ίδιο γυμναστήριο και τον οποίο είχε συναντήσει στην «αγρυπνία», να χαιρετήσουν το Γέροντα με την ευκαιρία της ονομαστικής του εορτής. Εκεί, ο Γ. τού σύστησε το Γέροντα. Την επομένη, ο Γ. τον πήρε τηλέφωνο και του πρότεινε να πάνε μαζί με την αδελφή του στο Γέροντα για εξομολόγηση. Ο υιός αποδέχθηκε, πήγε για πρώτη φορά για εξομολόγηση στο Γέροντα και έκτοτε εξομολογείται και σ’ αυτόν.
Συν τω χρόνω, ο υιός διείσδυε όλο και περισσότερο στη μυστηριακή ζωή της εκκλησίας, διαβάζοντας συστηματικά το Ευαγγέλιο καθώς και πατερικά βιβλία, παρακολουθώντας και ακούγοντας πνευματικές ομιλίες διαφόρων ομιλητών, αλλά το κυριότερο, εκκλησιαζόταν συχνότατα, μετέχοντας στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Πήγαινε σε διάφορες εκκλησίες, μάλιστα είχε συνήθεια, κάθε Κυριακή, να πηγαίνει και σε διαφορετικό ναό στη Λευκωσία, ανεξαρτήτως του ποίος ήταν ο ιερέας. Άρχισε να αναθεωρεί τις απόψεις που είχε προηγουμένως και τις συμμερίζονταν και οι γονείς του, αντιλαμβανόμενος ότι, άλλο η κατ’ άνθρωπον και άλλο η κατά Θεόν, επιτυχία.
Αρχικά, η μητέρα του, κατά τις συζητήσεις τους, έδειχνε ότι αποδεχόταν ή προσπαθούσε να αποδεχθεί τις βασικές θέσεις της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Σε αρκετά θέματα ήταν αρκετά ενημερωμένη διότι είχε μια σχετική εκκλησιαστική παιδεία, κυρίως λόγω της ανατροφής που είχε τύχει από τους γονείς της. Όμως δεν αποδεχόταν και συνεπώς, δεν εφάρμοζε στη ζωή της τη διδασκαλία της Εκκλησίας στην ολότητά της, αλλά το έκανε επιλεκτικά και έβλεπε υπερβολές σε κάποιες ενέργειες του υιού.
Με την πάροδο του χρόνου, βίωνε μία εσωτερική πληρότητα. Πλέον είχαν πάψει οι αναζητήσεις αφού, όλα τα υπαρξιακά ερωτήματα που κουβαλούσε περί ζωής και θανάτου και περί Θεού, έβρισκαν απάντηση. Μετέχοντας στα μυστήρια, ζώντας την ασκητική ζωή της Εκκλησίας, γευόταν εμπειρικά τους καρπούς της εν Χριστώ ζωής. Συγκεκριμένα, κυρίως βίωνε μία ανείπωτη χαρά και μία βαθιά ειρήνη και πραότητα. Ποτέ στη ζωή του δεν ένιωσε πιο πλήρης και ευτυχισμένος. Η συνείδηση του καταμαρτυρούσε κατά πάντα ότι, αυτός ο δρόμος, ο δρόμος της εν Χριστώ ζωής εν τη Εκκλησία και διά της Εκκλησίας, οδηγεί με ασφάλεια και σιγουριά στην ολοκλήρωση του ανθρώπου. Μόνο όσοι έζησαν και ζουν αυτά τα βιώματα μπορούν να καταλάβουν ότι αυτή η εμπειρία της Θείας μεθέξεως, είναι η ανώτερη εμπειρία που μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος.
Μετά την ένταξη του στο διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Σεπτέμβριο, 2002, η πορεία του ήταν αρκετά δύσκολη. Τα επόμενα 4 χρόνια τα διένυσε κοπιάζοντας σκληρά, τόσο ως διδακτορικός φοιτητής, όσο και ως εργάτης της Εκκλησίας. Όλος του ο χρόνος ήταν αφιερωμένος στις σπουδές του, στη διακονία της Εκκλησίας αλλά και στον προσωπικό του πνευματικό αγώνα. Προσευχόταν, νήστευε, μελετούσε και εκκλησιαζόταν 3-4 φορές την εβδομάδα, ενώ συνέχισε να προσέρχεται στο μυστήριο της εξομολόγησης από δική του πρωτοβουλία και μόνο. Ουδέποτε ο Γέροντας ή οποιοσδήποτε άλλος πνευματικός, τού έκανε την παραμικρή νύξη για το πού και πόσο συχνά έπρεπε να εξομολογείται.
Η σχέση του υιού με την Ιερά Μονή Μαχαιρά, είχε αρχίσει τον Απρίλιο, 2002, ήτοι 3 μήνες μετά την πρώτη του εξομολόγηση. Είχε πάει τότε με δική του πρωτοβουλία για να περάσει τη Μεγάλη Εβδομάδα. Η χάρις του Χριστού, ήταν καταφανής στο εν λόγω μοναστήρι.
Χρόνο με το χρόνο, ο υιός γνωριζόταν καλύτερα με το μοναχισμό. Οι επισκέψεις του σε μοναστήρια γινόντουσαν όλο και πιο συχνές, όπου συχνά διέμενε πέραν της μίας εβδομάδας. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι στις 2 Ιανουαρίου, 2004 επισκέφτηκε την Ιερά Μονή Κύκκου όπου διέμεινε για 4 μέρες και στις 7 Αυγούστου, 2006, επισκέφτηκε το Άγιο Όρος, όπου διέμεινε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου για μία εβδομάδα.
Με την πάροδο του χρόνου, το αίσθημα και η εμπειρία της προσωπικής σχέσης με το Θεό, ήταν που οδηγούσε και τον ίδιο, όπως και τα αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων που ενεδύθηκαν το μοναχικό σχήμα, στο να αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά την αποταγή των εγκοσμίων και την ολοκληρωτική αφιέρωση στο Χριστό, που τόσο πολύ αγαπούσε.
Τα πρώτα σημεία της μοναχικής του κλήσεως, τα είχε νιώσει πολύ νωρίς και συγκεκριμένα, περί τα τέλη Οκτωβρίου, 2002. Τόνισε ότι, ουδέποτε ο Γέροντας, τον προέτρεψε να γίνει μοναχός, ούτε καν του έκανε την παραμικρή νύξη περί μοναχισμού. Αντίθετα, ο Γέροντας, όχι μόνο δεν τον κατηύθυνε προς το μοναχισμό, αλλά τουναντίον, τού μιλούσε περί γάμου, θεωρώντας το ως δεδομένο ότι σε κάποιο στάδιο ο υιός θα νυμφευόταν.
Δυστυχώς, σύμφωνα με το μάρτυρα, η έφεσή του για το μοναχισμό, όχι μόνο δεν έγινε δεκτή από τους γονείς του, αλλά πυροδότησε και τη δυναμική αντίδρασή τους. Στην Δήλωσή του, Έγγραφο Θ, παράγραφος 55, 1-19, παραθέτει με λεπτομέρεια χαρακτηριστικά παραδείγματα. Μεταξύ αυτών και οι επισκέψεις στον ψυχίατρο.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο υιός παρέμεινε σταθερός στην άποψη που είχε σχηματίσει ότι δηλαδή ο μοναχισμός τού ταίριαζε καλύτερα. Αρχές Δεκεμβρίου, 2006, η μοναχική κλήση έγινε εντονότατη και είχε οριστικά ξεκαθαρίσει τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Ήταν ήδη 33 ετών. Όμως δεν είχε ακόμη αποπερατώσει το διδακτορικό του. Συζήτησε το θέμα με το Γέροντα και αυτός του εισηγήθηκε πρώτα να τακτοποιήσει αυτή την εκκρεμότητα και μετά, εάν το επιθυμούσε να πάρει οριστικές αποφάσεις. Ο υιός, αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή του.
Όταν όμως ο επιβλέπων καθηγητής αποφάσισε να του επιβάλει κάποιες επιπρόσθετες απαιτήσεις, ο υιός διαφώνησε και αποφάσισε να διακόψει το διδακτορικό. Αμέσως μετά, προχώρησε με την προειλημμένη απόφασή του να ακολουθήσει το μοναχισμό και να κάνει τις σχετικές ετοιμασίες. Αμφότεροι οι γονείς του αντέδρασαν και πάλι όταν τούς ανακοίνωσε την απόφασή του και προσπάθησαν να τον πείσουν να την αναθεωρήσει.
Εν τω μεταξύ επήλθε συνεννόηση με τον επιβλέποντα καθηγητή του γι’ αυτό και αναθεώρησε την απόφασή του και αποφάσισε να συνεχίσει το διδακτορικό του. Στις 27 Ιουλίου, 2007, κατόπιν γραπτής αιτήσεως του (Τεκμήριο10) σε ηλικία 34 ετών, ο υιός εισήλθε στην Ιερά Μονή Μαχαιρά, ως δόκιμος μοναχός ενώ ταυτόχρονα δούλευε το διδακτορικό του. Ως αποτέλεσμα, στις 7 Μαϊου, 2008, τού απονεμήθηκε ο διδακτορικός τίτλος.
Παρά την ολοκλήρωση του διδακτορικού του, μέχρι και τον Ιούνιο, 2010, δηλαδή 2 χρόνια μετά την αποφοίτησή του και 3 χρόνια μετά την είσοδό του στη Μονή, κατά τον ελεύθερο του χρόνο εργαζόταν πάνω σε θέματα της ακαδημαϊκής του κατάρτισης και αφορούσαν σε επιστημονική έρευνα που διεξαγόταν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Η έρευνα αυτή δημοσιεύτηκε σε επιστημονικά περιοδικά εγνωσμένου κύρους.
Εν τω μεταξύ, στις 7 Απριλίου, 2009, είχε τη τελετή της «ρασοφορίας» ενώ στις 12 Οκτωβρίου, 2009, έλαβε τη λεγόμενη «ρασοευχή» όπου και πήρε το μοναχικό του όνομα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 14 Νοεμβρίου 2013, σε ηλικία 40 ετών, έλαβε το μεγάλο και αγγελικό σχήμα, κατά την ακολουθία της μοναχικής κουράς.
Ακολούθως, ο μάρτυρας ανέφερε το καθημερινό πρόγραμμα της Μονής και τα καθήκοντα που είχε, κατά καιρούς αναλάβει. Το καθημερινό πρόγραμμα διαλαμβάνει στις βασικές του διατάξεις, αφύπνιση στις 3.30πμ και από τις 4.00 – 8.00πμ τελούνται στην κεντρική Εκκλησία (το Καθολικό) της Μονής οι πρωινές ακολουθίες. Μετά παρατίθεται πρόγευμα στην τράπεζα (ήτοι την τραπεζαρία) και, ακολούθως, όλοι οι πατέρες εργάζονται ο καθένας στο διακόνημά του, δηλαδή την εντεταλμένη τους εργασία. Το μεσημέρι γίνεται διακοπή για γεύμα, ακολουθεί μεσημβρινή ξεκούραση και έπειτα οι πατέρες επανευρίσκονται στο Καθολικό για τις βραδινές ακολουθίες. Από τις 8.00μμ και μετέπειτα υπάρχει προσωπικός χρόνος, τον οποίο ο καθένας δύναται να χρησιμοποιήσει όπως θέλει, όπως για παράδειγμα για προσευχή, μελέτη πατερικών βιβλίων και λογοτεχνίας αλλά και για πνευματική άσκηση και περίπατο στη φύση.
Κατά τα 11 έτη που ο υιός βρίσκεται στη Μονή, διακόνησε για ένα σχεδόν χρόνο ως κηπουρός, για ένα χρόνο ως υπεύθυνος της τράπεζας και για 8 σχεδόν χρόνια, σαν υπεύθυνος του ζαχαροπλαστείου και του εμφιαλωτηρίου της Μονής. Επίσης, διατέλεσε για ένα χρόνο ως υπεύθυνος για τη φιλοξενία, ήτοι αρχοντάρης, ασχολία η οποία σχετίζεται με την υποδοχή, φιλοξενία και κατ’ επέκταση, τη συναναστροφή με όλους τους επισκέπτες στη Μονή. Κάθε χρόνο, πέραν των αλλοδαπών τουριστών, ο εκάστοτε αρχοντάρης έρχεται σε συναναστροφή με εκατοντάδες πρόσωπα. Ουδέποτε ενεπλάκη και ουδέποτε του ζητήθηκε να εμπλακεί στην οικονομική διαχείριση της Μονής.
Η Μονή παρέχει και τη δυνατότητα τηλεφωνικής επικοινωνίας, καθώς όλοι οι πατέρες μπορούν να πραγματοποιήσουν τηλεφωνικές κλήσεις οποτεδήποτε χρειάζεται από το τηλεφωνείο της Μονής που είναι ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος με 4 τηλεφωνικές συσκευές. Επιπρόσθετα, οποιοσδήποτε επιθυμεί να επικοινωνήσει μαζί τους, μπορεί να αφήσει μήνυμα στον τηλεφωνητή της Μονής. Ακολούθως, τα τηλεφωνικά μηνύματα διαβιβάζονται αυθημερόν στους πατέρες στους οποίους απευθύνονται, από τον υπεύθυνο διακονητή. Η Μονή επίσης παρέχει τη δυνατότητα επικοινωνίας, μέσω τηλεομοιότυπου.
Όλοι οι πατέρες έχουν τη δυνατότητα, οποτεδήποτε κρίνεται αναγκαίο, να εξέλθουν από τη Μονή, είτε για λόγους υγείας, είτε για συγκεκριμένες εργασίες που αφορούν στο διακόνημα ενός εκάστου, είτε ακόμη για να επισκεφθούν τους γονείς τους ή άλλα συγγενικά ή φιλικά τους πρόσωπα. Ο ίδιος μάλιστα πραγματοποιεί αρκετές εξόδους για τους πιο πάνω λόγους.
Ο μάρτυρας παραδέχεται ότι, υπάρχουν περιπτώσεις που δεν είναι εφικτό να συναναστραφούν με τους επισκέπτες τους ή δεν μπορούν να τους αφιερώσουν αρκετό χρόνο. Αυτό συμβαίνει όταν οι πατέρες βρίσκονται σε εντεταλμένες εργασίες, είτε εντός, είτε εκτός Μονής ή, όταν οι επισκέπτες έρχονται στη Μονή κατά τις ώρες της μεσημβρινής ανάπαυσης ή κατά τις ώρες που τελούνται οι προγραμματισμένες εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Ο μάρτυρας ξεκαθάρισε ότι η άρνηση του να μεταβεί στη Μητρόπολη Λεμεσού για να εμπλακεί στη διακόνηση των οικονομικών της, ως ήταν η εισήγηση ων γονέων του και του την είχε μεταφέρει και ο Γέροντας, ήταν καθαρά δική του επιλογή.
Μία από τις πλέον οδυνηρές εμπειρίες που έζησε ο υιός κατά τις επισκέψεις της μητέρας του στη Μονή, ήταν στις 13 Αυγούστου, 2011 ημέρα Σάββατο. Εκείνη την ημέρα η μητέρα του ήλθε στη Μονή κατά τις 9.30-10.00πμ μαζί με τη μητέρα του Πατέρα Αρσένιου, Ε. Ν. (ΜΕ3). Παρόλον που, σαφώς και επανειλημμένως είχε τονίσει στη μητέρα του ότι, πλην της Κυριακής, όλες οι άλλες μέρες είναι εργάσιμες για τους πατέρες και, εάν επιθυμούσε να τον επισκεφθεί σε καθημερινή μέρα, θα ήταν καλύτερα να τον ειδοποιούσε εκ των προτέρων για να αποφευχθεί αχρείαστη ταλαιπωρία, εντούτοις η μητέρα του επισκέφθηκε τη Μονή σε ακατάλληλη για τον ίδιο μέρα και ώρα, χωρίς οποιαδήποτε, εκ των προτέρων, ειδοποίηση. Οι πατέρες τον ειδοποίησαν, ενώ αυτός εργαζόταν στο διακόνημά του. Της μίλησε τηλεφωνικώς μέσω του εσωτερικού συστήματος της Μονής, όπου και της εξήγησε ότι, δεν μπορούσε να τη δει εκείνη την ώρα. Αυτή εκνευρίστηκε και άρχισε να μιλά με ένταση. Η ίδια και η ΜΕ3, μίλησαν με αυθάδεια στον Ηγούμενο και ήρθαν σε αντιπαράθεση μαζί του, καθώς και με άλλους πατέρες. Μάλιστα η ΜΕ3, σε κατάσταση οργής, έσπασε 2 βάζα. Ο μάρτυρας ειδοποιήθηκε για το τι συνέβαινε και αφού άφησε το διακόνημα του στη μέση, πήγε στο χώρο που βρίσκονταν, όπου βρήκε τη μητέρα του να λογομαχεί, με υψωμένο το χέρι, με τον Ηγούμενο και τους πατέρες. Την πήρε και την οδήγησε εκτός Μονής, όπου και της μίλησε αυστηρά. Μετά, αυτή αποχώρησε οργισμένη με τη ΜΕ3, η οποία εκτόξευε απειλές. Γι’ αυτό το περιστατικό, η Μονή προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία, η δε ΜΕ3, καταδικάστηκε στις 3/2/14.