Επαρχιακό Λευκωσίας: Ουδέν μεμπτόν για Αθανάσιο
Η αντίδραση των αρμοδίων στα συνεχή αιτήματα του Συνδέσμου, δεν ήταν ικανοποιητική γι΄ αυτό και ορισμένοι γονείς, μέλη του Συνδέσμου, μεταξύ των οποίων είναι και ο μάρτυρας αποφάσισαν να διεκδικήσουν επίλυση του προβλήματος, μέσω της Κυπριακής δικαιοσύνης με καταχώριση χωριστών αγωγών.
Η ΜΕ3, Ε. Ν. είναι μητέρα μοναχού ο οποίος γεννήθηκε το 1981 και από το 2003 βρίσκεται στην Ιερά Μονή Μαχαιρά.
Μετά από υποβολή ένστασης εκ μέρους των Εναγομένων, την οποία αποδέχθηκε το Δικαστήριο με Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 18/5/2017, δεν επιτράπηκε η εισαγωγή όλης της μαρτυρίας η οποία επιχειρείτο να εισαχθεί με το Έγγραφο Γ, που σκοπείτο να ήταν μέρος της κύριας εξέτασής της, αλλά μέρους αυτού.
Έτσι η μαρτυρία της περιορίστηκε σε ένα περιστατικό το οποίο επεσυνέβη κατά το έτος 2011 όταν η ίδια και η Ενάγουσα 2, είχαν επισκεφθεί την Ιερά Μονή Μαχαιρά. Η υπόθεση οδηγήθηκε στο Δικαστήριο με την ίδια ως κατηγορουμένη και μετέπειτα την καταδίκη της.
Ο ΜΕ4, Φ. Θ. είναι ο Ενάγων 1 και πατέρας του υιού. Με την κατάθεσή του στο Δικαστήριο, εν πολλοίς, επανέλαβε τη μαρτυρία της συζύγου του, Ενάγουσας 2 – ΜΕ1. Στο βαθμό που γίνεται αυτό, δεν θα παρατεθεί για δεύτερη φορά η ίδια μαρτυρία.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στη δυνατή σχέση που, ανέκαθεν, είχε με τον υιό, από τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Η σχέση του ήταν άριστη και ο υιός έτρεφε εκτίμηση και σεβασμό στο πρόσωπο του, ως πατέρα, αλλά και πάντοτε τον αισθανόταν δίπλα του ως φίλο και συμπαραστάτη. Σε πολλά, ήταν το πρότυπο του.
Άριστη σχέση διατηρούσε ο υιός και με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και ένοιωθε ότι έπρεπε να προστατεύει την αδελφή του.
Όταν ο υιός επέστρεψε στην Κύπρο μετά τη φοίτηση του στο Λονδίνο, έμενε σε δικό του διαμέρισμα, όμως τις περισσότερες φορές τις περνούσε στο πατρικό σπίτι. Επίσης, σχεδόν καθημερινά, πήγαινε στο κατάστημα του μάρτυρα, όπου τον βοηθούσε στη γραφειακή εργασία, αλλά και σε οτιδήποτε άλλο. Αρχές του 2002, ο μάρτυρας παρατήρησε μία απότομη μεταστροφή του Υιού προς την Εκκλησία.
Στις 10 Οκτωβρίου, 2007, ο μάρτυρας, με τη σύζυγό του (ΜΕ1), συνάντησαν τον Γέροντα στη Μητρόπολη Λεμεσού. Σχετική μαρτυρία, έχει ήδη δοθεί από τη ΜΕ1. Εκείνη ήταν και η μοναδική φορά που συνάντησε τον Γέροντα.
Ο ΜΕ5, Σ. Ι. γεννήθηκε στις 14/6/1973. Κατάγεται από την Κυθρέα και τώρα διαμένει στη Λευκωσία.
Αποφοίτησε από το Λύκειο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, ακολούθως υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, τα επόμενα 3 έτη υπηρέτησε ως αστυνομικός, ενώ μετέπειτα για 2½–3 έτη εργαζόταν ως μουσικός επαγγελματίας και φωτομοντέλο. Μετά δούλεψε περιστασιακά σε ένα καλοκαιρινό σχολείο, διδάσκοντας μουσική, σ΄ ένα μαγειρείο ψήνοντας κοτόπουλα, σε ένα λογιστήριο, για να καταλήξει τον Απρίλιο, 1999 στην Ιερά Μονή Μαχαιρά, όπου και παρέμεινε μέχρι το Μάιο, 2017, οπόταν και έπαυσε να είναι πλέον μοναχός.
Όταν πήγε στην Ιερά Μονή Μαχαιρά, Ηγούμενος ήταν ο μακαριστός Αρσένιος, ενώ από το Σεπτέμβριο, 2004, τον διαδέχθηκε ο νυν Ηγούμενος, ο οποίος με τον Γέροντα έχουν πνευματική σχέση πατέρα-υιού. Ο Γέροντας έχει την εποπτεία της Ιεράς Μονής Μαχαιρά.
Ο λόγος που πήγε στην Ιερά Μονή Μαχαιρά, ήταν για να μονάσει. Ο μάρτυρας περιέγραψε τα διάφορα στάδια που περνά κάποιος για να γίνει μοναχός. Εν πρώτοις, ανέφερε, ζει κάποιος ως δόκιμος για περίοδο 1½ έτους, μετά γίνεται ρασοφόρος δόκιμος, μετά γίνεται η ευχή της ρασοευχής, παίρνει το κουκούλιο, αλλάζει το όνομά του και, το αγγελικό σχήμα το παίρνει περίπου στα 5 έτη, κατά την τάξη που όρισε ο Γέροντας. Ο ίδιος πέρασε όλα τα πιο πάνω στάδια και το νέο όνομα που έλαβε ήταν Λούκας, η δε «κουρά» του, δηλαδή το αγγελικό του σχήμα, το έλαβε το Δεκέμβριο, 2005.
Σήμερα, ψάλλει σε μία Εκκλησία και, διδάσκει ψαλτική τέχνη, ενώ είναι εκπαιδευόμενος σε μία εταιρεία 3D animation και video editor.
Τον υιό, τον γνώρισε πριν το έτος 2004, επί ηγουμενίας του μακαριστού Αρσένιου όταν ερχόταν στο Μαχαιρά, ως επισκέπτης. Συχνά, πυκνά, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, ήταν και οδηγός του Γέροντα, επειδή ο Γέροντας ήταν ο πνευματικός του και υπήρχε μία ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους, οι δε επισκέψεις τους ήταν συχνές. Ο υιός ερχόταν και μόνος του στην Μονή και κάποιες φορές διανυκτέρευε σ΄ αυτήν.
Κατά την περίοδο 2004-2007, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον υιό αρκετά καλά και δημιούργησε μία ιδιαίτερη σχέση μαζί του, αφού όπως και με τους πλείστους πατέρες της Μονής, τους δίδασκε ψαλτική τέχνη. Είχε έτσι την ευκαιρία να μοιραστεί τις προσωπικές του εμπειρίες και για το πώς ένοιωθε. Ανέφερε ότι, λόγω της μεγάλης αλλαγής στη ζωή του από την κοσμική ζωή στο μοναχικό βίο, υπήρχε ένας διχασμός, έκδηλος στο πρόσωπό του υιού.
Ο τρόπος ζωής στη Μονή ήταν συγκεκριμένος με αυστηρή τήρηση ωραρίων και κανόνων. Αυτό τον τρόπο τον ακλουθούσε και ο υιός ακόμη και ως «προσδόκιμος», δηλαδή κατά την περίοδο γνωριμίας και προτού, ουσιαστικά, εισαχθεί στη Μονή.
Ακολούθως ο μάρτυρας περιέγραψε τη ζωή του υιού στη Μονή, σύμφωνα με τη δική του αντίληψη και μνήμη και μέχρι το 2017 που, ο ίδιος, εγκατέλειψε το μοναχισμό. Αρχικά εργαζόταν στο διδακτορικό του, ακολούθως υπηρέτησε στους κήπους της Μονής ως βοηθός, μετά ως βοηθός και υπεύθυνος στην τραπεζαρία, μετά ως υπεύθυνος του εργοστασίου του μηλόξυδου, του εμφιαλωτηρίου του λαδιού, ζαχαροπλάστης του γλυκού αμυγδάλου.
Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι είναι παρά πολύ δύσκολο για κάποιον, άνδρα ή γυναίκα, να εγκαταλείψει το μοναχισμό, γιατί υπάρχουν πολλά «φόβητρα». Από τα γραφόμενα που κυκλοφορούν σε διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία, πατερικά αλλά και προφορικές παραδόσεις, αποτρέπεται τέτοια ενέργεια και αυτό είναι κάτι που επηρεάζει την ψυχολογία των μοναχών. Έχει περάσει η άποψη ότι, σχεδόν πάντα κάτι κακό συμβαίνει σε όσους ή στα μέλη της οικογένειας αυτών που φεύγουν, όπως για παράδειγμα, ότι θα κάνουν παιδιά καθυστερημένα. Επίσης ότι, σε κάποια φάση, μπορεί να εμφανιστεί ένας δαίμονας να «τυλίξει» το άτομο και να το παρασύρει σε ένα γκρεμό. Μπορεί, διευκρίνισε ο μάρτυρας, αυτά να φαίνονται ακραία ή αστεία, αλλά έχουν περάσει τέτοιες ιδέες.
Κάτι άλλο που επηρέασε τον ίδιο, αλλά, όπως γνωρίζει, και άλλους, είναι το βάρος ότι, αφ΄ ης στιγμής κάποιος αφιέρωσε τον εαυτό του στο Θεό, στην Εκκλησία, είναι ιερόσυλος αν τον αφαιρέσει ο ίδιος. Επίσης η περιφρόνηση που θα νιώθει από τους λαϊκούς όταν εγκαταλείψει το μοναχισμό.
Όσον αφορά στην επικοινωνία των μοναχών της Μονής Μαχαιρά με τον έξω κόσμο, αυτό εναπόκειται στον κάθε Ηγούμενο. Για παράδειγμα όταν πήγε ο μάρτυρας στη Μονή, υπήρχε μία τηλεφωνική συσκευή, διαθέσιμη συνεχώς για όλους τους πατέρες, που τότε ήταν 33. Μετά, λόγω κάποιου περιστατικού, άλλαξαν τα δεδομένα και το τηλέφωνο κλειδώθηκε και οι πατέρες έπρεπε να λαμβάνουν άδεια για να τηλεφωνούν. Επίσης, για να επικοινωνήσουν οι συγγενείς και φίλοι, έπρεπε να αφήσουν μήνυμα στον τηλεφωνητή και αυτό έπρεπε να περάσει από την έγκριση του Ηγουμένου κάτι που απαιτούσε χρόνο. Αργότερα, εγκαταστάθηκε και δεύτερη τηλεφωνική συσκευή αλλά ήταν διαθέσιμη για 12 ώρες την εβδομάδα και αφού περάσει από έγκριση και «ευλογία». «Ευλογία» είναι, ουσιαστικά, η έγκριση σε μοναχικούς όρους.
Η Μονή ήταν ανοικτή μεταξύ 08:00-18:00 για τον οποιονδήποτε, όμως οι πατέρες δεν ήταν διαθέσιμοι για τον οποιονδήποτε όλες αυτές τις ώρες, ήταν διαθέσιμοι κατόπιν ευλογίας και συνεννοήσεως. Υπήρχε όμως η ευκαιρία για τους γονείς να δουν τα παιδιά τους, κυρίως Κυριακές μετά τη Θεία Λειτουργία αλλά και πάλιν κατόπιν συνεννοήσεως. Οι έξοδοι των μοναχών από τη Μονή ήταν σπάνιες και μόνο κατόπιν ευλογίας και μόνο για ιδιαίτερους λόγους όπως, για παράδειγμα, για λόγους υγείας. Λόγοι, όπως για να δουν γονείς και συγγενείς ή να πάνε σε κηδείες, ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι.
Η ΜΕ6, Η. Θ. είναι η αδελφή του υιού. Κατέθεσε ότι είχαν πολύ καλές σχέσεις με τον αδελφό της ο οποίος, ως ο μεγάλος αδελφός, πάντα την φρόντιζε. Παρόλη την αδελφική αγάπη που επεδείκνυαν ο ένας προς τον άλλο, ουδέποτε συζητούσαν τα προσωπικά τους ζητήματα. Εντούτοις, ο αδελφός της πάντα ήξερε για την προσωπική της ζωή, χωρίς αυτή να του είχε αναφέρει κάτι, γιατί την επέβλεπε και είχε την έγνοια της. Ένοιωθε πάντα την παρουσία του, γεγονός που της πρόσφερε σιγουριά και ασφάλεια. Ο ίδιος όμως ουδέποτε συζητούσε τα προσωπικά του θέματα μαζί της.
Όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, στο βαθμό που η μαρτυρία της μάρτυρος αυτής, επαναλαμβάνει τα όσα είχαν καταθέσει οι γονείς της, Ενάγοντες (ΜΕ1 και 4), δεν θα καταγραφεί, αλλά θα αξιολογηθεί αργότερα.
Ο αδελφός της επέστρεψε στην Κύπρο το 1998, 2 χρόνια πριν επιστρέψει και αυτή από τις σπουδές της. Όμως, αναφορικά με την αποτυχία του στο Masters στο LSC, είναι σε θέση να γνωρίζει ότι τού στοίχισε πάρα πολύ η αποτυχία, την οποία δεν μπορούσε να ξεπεράσει και θεωρεί ότι το φέρει βαρέως μέχρι και σήμερα. Έγινε ευέξαπτος, νευρικός και έδειχνε εμφανώς ότι δεν το είχε αποδεχθεί.
Μετά που η μάρτυρας επέστρεψε από τις σπουδές της το 2000, διαπίστωσε μία σταδιακή αλλαγή στη συμπεριφορά και χαρακτήρα του υιού. Αναφέρθηκε μάλιστα σε ένα περιστατικό τον Ιανουάριο, 2003, το οποίο την απογοήτευσε. Είχε μεταβεί με κάποιο παιδί με το οποίο τότε διατηρούσε δεσμό στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου για να τον συνοδεύσει για να προσκυνήσει και κοινωνήσει επειδή ήταν τα ονομαστήρια του και επειδή λόγω πρόσφατης χειρουργικής επέμβασης στο πόδι, δεν μπορούσε να πάει μόνος του. Ο αδελφός της, μπροστά στη μητέρα, τους την αποκάλεσε «πόρνη» επειδή συνόδευε μπροστά στην Αγία Τράπεζα και το Άγιο Δισκοπότηρο κάποιον με τον οποίο δεν ήταν παντρεμένη, παρόλο ότι γνώριζε το εν λόγω άτομο.
Ο ΜΕ7, Στ. Π. κατάγεται από τη Λευκωσία. Σπούδασε Οικονομικά (BSC και MSc) στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και κατά τα εφηβικά του χρόνια, (14-18 ετών) ήταν ένας από τους καλούς φίλους του υιού. Τόσο αχώριστοι ήταν που ο δύο τους και ακόμη ένας φίλος τους, αποκαλούνταν «οι 3 Σωματοφύλακες»!
Περιέγραψε τον υιό ως ένα ευθυτενή και περήφανο νέο, ο οποίος ήθελε και προσπαθούσε στα πάντα να είναι πρώτος. Εφάρμοζε εμμονικά το ρητό «νους υγιής εν σώματι υγεί», εκπαιδεύοντας συνεχώς, τόσο το μυαλό του με τα μαθήματα, όσο και το σώμα του, με γυμναστική. Παράλληλα, είχε τρόπους, ήταν ευγενικός και έδειχνε με τη συμπεριφορά του ότι είχε μεγαλώσει σε σπίτι με αρχές και ήθος. Ήταν φανερά μεγαλωμένος όπως και ο ίδιος στο τρίπτυχο Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια, και αγαπούσε και σεβόταν τους γονείς του.
Πέραν την έντονης γυμναστικής που του χάρισε μία ζηλευτή σωματική διάπλαση, ο υιός παρακολουθούσε και μαθήματα πυγμαχίας. Μετά από ένα καβγά στο σχολείο, απεκαλείτο στο Λύκειο ως «Tyson», από το διάσημο πρωταθλητή πυγμαχίας Mike Tyson. Επειδή, δεν τολμούσε κανένας να του αντιμιλήσει, ο υιός είχε αναπτύξει και το στοιχείο του “προστάτη” για τους φίλους του, καθότι, αναλάμβανε να «καθαρίσει» για εκείνους σε «δύσκολες περιστάσεις».