Επαρχιακό Λευκωσίας: Ουδέν μεμπτόν για Αθανάσιο
- Επέστρεψε στο Λονδίνο, με σκοπό να παρακολουθήσει ξανά τα μαθήματα για το πιο πάνω μεταπτυχιακό. Ταυτόχρονα, εξελέγη Γενικός Γραμματέας φοιτητικής παράταξης. Τελικά όμως, απέτυχε στις εξετάσεις για δεύτερη φορά και επέστρεψε στην Κύπρο
- Το 1999, προσελήφθη σε δημόσια εταιρεία, όπου τού ανατέθηκε να συστήσει και οργανώσει το τμήμα πληρωμών που, μέχρι τότε, δεν υπήρχε.
- Το 2000, παραιτήθηκε από την πιο πάνω εταιρεία, αφού προηγουμένως, είχε γίνει δεκτός στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Master in Finance του Πανεπιστημίου Κύπρου, σε καθεστώς διετούς φοίτησης. Τον Σεπτέμβριο, 2000, εντάχθηκε στο πιο πάνω πρόγραμμα, από όπου απεφοίτησε τον Ιούνιο, 2002, ενώ κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους της φοίτησής του, δούλευε παράλληλα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ως βοηθός διαφόρων καθηγητών, όπως και σε μία επενδυτική θυγατρική εταιρεία της Τράπεζας.
- Μετά την απόκτηση του MSc τον Ιούνιο, 2002, εντάχθηκε στο διδακτορικό πρόγραμμα το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
- Το 2007, σε ηλικία 34 ετών, εισήλθε στην Ιερά Μονή Μαχαιρά ως δόκιμος μοναχός, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν στη διδακτορική διατριβή του.
- Στις 7 Μαΐου, 2008, του απονεμήθηκε ο Διδακτορικός Τίτλος στα Χρηματοοικονομικά από τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Κύπρου.
- Το 2009, είχε την τελετή της «ρασοφορίας» κατά την οποία ενδύθηκε τα μοναχικά ενδύματα, ήτοι κατά τη μοναχική ορολογία, «έβαλε ράσα». Ακολούθως, έλαβε τη λεγόμενη «ρασοευχή» όπου και πήρε το μοναχικό του όνομα.
22.Το 2013, σε ηλικία 40 ετών, έλαβε το μεγάλο και αγγελικό σχήμα κατά την ακολουθία της μοναχικής κουράς.
Μαρτυρία Εναγόντων
Για την πλευρά των Εναγόντων κατέθεσαν συνολικά 10ΜΕ, ως ακολούθως:
(α) η οικογένεια του υιού, ήτοι οι Ενάγων 1 (ΜΕ4), Ενάγουσα 2 (ΜΕ1), γονείς του, και η αδελφή του (ΜΕ6),
(β) Δύο γονείς οι οποίοι βρίσκονται στην ίδια θέση με τους Ενάγοντες με τα παιδιά τους να ακολουθούν το μοναχισμό (ΜΕ2 και 3),
(γ) ένας πρώην μοναχός (ΜΕ5),
(δ) 3 φίλοι του υιού (ΜΕ7, 9 και 10),
(ε) ένας ψυχολόγος (ΜΕ8).
Η Μ. Θ. Ενάγουσα 2, είναι η μητέρα του υιού. Περιέγραψε τον υιό της, πριν ακολουθήσει το μοναχισμό, ως άτομο με έντονη προσωπικότητα, με μεγάλες φιλοδοξίες και με ψηλούς επαγγελματικούς στόχους. Είχε έντονη δραστηριότητα, ενόσω φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο, ήταν πρόεδρος σε φοιτητικές οργανώσεις.
Ήταν η ψυχή της παρέας, γλεντζές, χορευτής, με αίσθηση του χιούμορ. Του άρεσαν τα ριψοκίνδυνα σπορ όπως, πυγμαχία, καταδύσεις, άρση βαρών, κυνήγι, σκοπευτήριο, ράλλυ με αυτοκίνητα. Είχε έντονη κοινωνική ζωή. Του άρεσε το καλό φαγητό, το καλό ποτό, σύχναζε σε μπαράκια με φίλους όπου διασκέδαζαν, μέχρι τις πρωινές ώρες. Δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με θέματα θρησκείας. Πήγαινε Εκκλησία μόνο κατά τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας.
Σε όλη τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής, ερχόταν ανελλιπώς στην Κύπρο στις διακοπές (Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι), για να περάσει τις γιορτές με την οικογένεια του, και αντιμετώπιζε με υπευθυνότητα και σοβαρότητα όλα τα θέματα και προβλήματα που την αφορούσαν. Ιδιαίτερο δεσμό είχε με τον πατέρα του τον οποίο είχε πρότυπο. Συζητούσε τα πάντα μαζί του. Ήταν περήφανος γι΄ αυτόν, τον θεωρούσε φίλο.
Ξεχώριζε πάντα με τη δυναμική του παρουσία. Έκανε σχέσεις με κοπέλες κατά καιρούς, μέχρι που γνώρισε την κοπέλα του, με την οποία διατηρούσε σοβαρό δεσμό. Όπως η κοπέλα είπε στη μάρτυρα, λογάριαζαν να παντρευτούν. Τον δεσμό όμως αυτόν, τον διέλυσε ο υιός μετά από προτροπή του Γέροντα.
Από την ημέρα που ο Γέροντας μπήκε στη ζωή του, περίπου αρχές του 2001, διέβρωσε όλες τις ενέργειες και αποφάσεις του. Από συνομιλίες που η μάρτυρας είχε με τον υιό, αλλά και από τις εμπειρίες που βίωσε, ο Γέροντας εισχώρησε τόσο ύπουλα στη ζωή του, που επηρέασε όλη τη μετέπειτα εξέλιξή του. Τον απομάκρυνε από την οικογένειά του και όχι μόνο. Τον έστρεψε ριζικά εναντίον της. Ο υιός, έπαυσε να είναι ο «Γ.». Είναι, έκτοτε, το προϊόν των Εναγομένων 1-3. Έφθασε στο σημείο να μην κάνει οτιδήποτε χωρίς να του το πει ο Γέροντας.
Ακολούθως, η μάρτυρας περιέγραψε τη συνεχή αλλαγή στη συμπεριφορά και στάση του υιού, τόσο γενικά, όσο και έναντι της δικής του οικογένειας αναφέροντας, χαρακτηριστικά, κάποια κομβικά σημεία. Αυτά, έχουν ως ακολούθως:
- Κατά την περίοδο 2000-2001 που ο υιός άρχισε το μεταπτυχιακό του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ο Γέροντας έδιδε εκεί ομιλίες. Στις αρχές 2002, μετά από περίπου 2 χρόνια προσηλυτισμού, ο υιός έδειξε μία απότομη μεταστροφή προς την Εκκλησία και τη θρησκευτική μας παράδοση.
- Το πρώτο δείγμα ήταν την παραμονή Πρωτοχρονιάς 2001-2002 όταν ο υιός ανέφερε στη μάρτυρα ότι δεν θα πήγαινε στο σπίτι το βράδυ, όπως συνήθιζαν τόσα χρόνια, αλλά θα πήγαινε «αγρυπνία». Ήταν μια κίνηση πρωτόγνωρη που δεν ταίριαζε με τα τότε ενδιαφέροντα, ούτε με τη μέχρι τότε συμπεριφορά του.
- Ακολούθως, ζητούσε από τη μητέρα του να νηστεύουν μαζί, να πηγαίνουν εκκλησία, αγρυπνία, να προσεύχονται, να εξομολογούνται, να κοινωνούν. Της σύστησε «σωστό» πνευματικό για τακτική εξομολόγηση. Ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι και μιλούσαν, συζητούσαν, έλεγε τις απόψεις του Γέροντα. Με κάποιες από τις απόψεις αυτές, η μάρτυρας συμφωνούσε, με άλλες διαφωνούσε. Όμως αρχικά, ο υιός δεχόταν και την άποψη της μητέρας του. Της έφερνε μαγνητοσκοπημένες ομιλίες του Γέροντα, διάφορα έντυπα, βιβλία, εικόνες. Της διηγιόταν επισκέψεις σε μοναστήρια με πνευματικούς γέροντες, της μιλούσε για την «ευλογία» της τακτικής «σωστής» εξομολόγησης, τη «σωστή» νηστεία, αυτήν που σύστηνε ο Γέροντας. Της μιλούσε για τη ζωή του Γέροντα, για το κομποσχοίνι. Μαζί επισκέφτηκαν «γέροντα άγιο» όπως τον περιέγραψε, για να πάρουν την ευχή του. Μιλούσε με πάθος και ενθουσιασμό για γέροντες, αγίους που, μετά από συγκεκριμένο τρόπο ζωής, μετά από πολύωρη μονολεκτική προσευχή, μέσα στην υπακοή και τη μετάνοια, κατάφερναν να βγαίνουν έξω από το σώμα τους και να επικοινωνούν με το Θεό.
(4) Ολόκληρη την Αγία Εβδομάδα, αλλά και την Κυριακή του Πάσχα, τον Απρίλιο, 2002, ο υιός την πέρασε στην Μονή Μαχαιρά, φιλοξενούμενος του Γέροντα και του τότε Ηγουμένου, Αρσένιου. Όταν επέστρεψε, ήταν αλλαγμένος, τρομοκρατημένος, πανικόβλητος.
(5) Ακολούθησε περίοδος που ήταν φορτωμένος με αρνητικά συναισθήματα που δεν επηρέαζαν μόνο τον ίδιο, αλλά μεταδίδοντο σε όλη την οικογένεια, στην οποία προκαλείτο άγχος, φόβος, αγωνία, διαφωνίες μαζί του, θυμός και αντιπαραθέσεις.
Μία μέρα, πανικόβλητος ανέφερε στη μητέρα του ότι είχε δει το δαίμονα, επιμένοντας ότι, αυτό συμβαίνει σε χαρισματικούς ανθρώπους, όπως του είχε αναφέρει ο Γέροντας. Άλλη φορά της είπε ότι, κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, όσοι ήθελαν να ακολουθήσουν το Χριστό και οι γονείς τους αντιδρούσαν γιατί ήσαν ειδωλολάτρες, αυτοί τους σκότωναν.
Όταν κατά τις συζητήσεις μεταξύ τους η μάρτυρας τον έφερνε μπροστά σε αδιέξοδα και δεν μπορούσε να βρει απαντήσεις, επανερχόταν την επομένη και της έφερνε την απάντηση.
Η εξωτερική εμφάνιση του Υιού, άλλαξε. Άφησε γένια, φορούσε μόνο μαύρα ρούχα. Κάθε Κυριακή πήγαινε σε συγκεκριμένες εκκλησίες, αυτές που ήταν προσκείμενες προς το Γέροντα. Στην «αδελφότητα» όπως έλεγε. Άκουγε μόνο ψαλμούς, διάβαζε πατερικά βιβλία, έκανε πολύωρη προσευχή με κομποσκοίνι, μετάνοιες, κοινωνούσε κάθε Κυριακή. Σταμάτησε να τρώει κρέας.
Διέλυσε το δεσμό του που ήταν σοβαρός. Όπως δε ανέφερε στη μάρτυρα, ο Γέροντας τον είχε συμβουλεύσει ότι ήταν νωρίς να σκεφτεί το γάμο. Επίσης μετά την «πνευματική πορεία» με το Γέροντα, δεν επιθυμούσε την ερωτική πράξη.
(6) Στις 13 Οκτωβρίου, 2002, ο Υιός ανακοίνωσε στην οικογένειά του ότι ήθελε να περάσει τα Χριστούγεννα στο Άγιο Όρος, στη Μονή Βατοπεδίου. Ήθελε να πάρει την ευχή του «παππού» του, όπως είπε, του Γέροντα Ιωσήφ Βατοπεδινού, ο οποίος ήταν πνευματικός πατέρας, του δικού του πνευματικού πατέρα, Εναγομένου 1 και επομένως, παππούς του. Σκεφτόταν, μάλιστα, να διαλύσει ό,τι είχε απομείνει από τη ζωή του (οικογένεια, σπουδές) και να πάει να καθίσει κοντά στον «παππού» του, μέχρι να λάβει «χάρη» Αγίου Πνεύματος. Η μάρτυρας τότε επικοινώνησε με το Γέροντα, ο οποίος αρνήθηκε τα πάντα με τη δικαιολογία ότι ο υιός είναι ενήλικας και μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Την επομένη, ο υιός τής επιτέθηκε λεκτικά λέγοντάς της ότι δεν είχε δικαίωμα να μιλήσει στο Γέροντα. Μάλιστα την κατηγόρησε ότι είχε μπει ο δαίμονας μέσα της.