Επαρχιακό Λευκωσίας: Ουδέν μεμπτόν για Αθανάσιο
Η ΜΕ6, Η. Θ. αδελφή του υιού, κρίνεται ως πλήρως αξιόπιστη. Ήταν ευδιάκριτη η λύπη της για την πορεία που ακολουθούσε ο υιός με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από την οικογένεια τους και η ίδια να νιώθει ότι έχασε τον αγαπημένο της αδελφό. Σε κάποιες στιγμές κατά την κατάθεσή της στο Δικαστήριο, δάκρυζε.
Όμως και αυτή, όπως και οι γονείς της σε κάποια θέματα εξέφρασε την άποψη της. Όπως για παράδειγμα για την αποτυχία του Υιού στο Master στο LSC, στην οποία θεωρώ ότι απέδωσε μεγάλη σημασία και ότι επηρέασε τον αδελφό της σε μεγάλο βαθμό χωρίς όμως αυτή η θέση να στηρίζεται σε γεγονότα. Η ειλικρίνειά της εμφαίνεται και από το γεγονός ότι παραδέχθηκε ότι, για το περιστατικό στην εκκλησία που συνόδευε το παιδί με το οποίο είχε δεσμό, δεν είχε ακούσει η ίδια τον αδελφό της να την αποκαλεί «πόρνη».
Όσον αφορά στη μαρτυρία των φίλων του υιού, ΜΕ7, 9 και 10, Στ. Π. Χρ. Δ. και Α. Κ., στο βαθμό που κατέθεσαν γεγονότα που βίωσαν οι ίδιοι της φιλίας τους, κρίνονται ως πλήρως αξιόπιστοι. Εξάλλου η σταδιακή αλλαγή στον τρόπο ζωής του υιού δεν αμφισβητείται. Στο βαθμό όμως που κατέθεσαν τη γνώμη τους για την αλλαγή αυτή, η μαρτυρία τους, όπως αναφέρεται πιο πάνω, δεν μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν.
Ο ΜΕ8, Μ. Π., Κλινικός Ψυχολόγος, κατέθεσε ως πραγματογνώμονας, κάτι το οποίο δεν αμφισβητείται, υπέστη όμως έντονη αντεξέταση και αμφισβήτηση όσον αφορά στις θέσεις που προέβαλε στη Μελέτη του ημερ. 11/12/2017, Τεκμήριο 7.
Είναι νομολογημένο ότι, το καθήκον ενός πραγματογνώμονα, είναι να εφοδιάσει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για έλεγχο της ακρίβειας των δικών του συμπερασμάτων, έτσι ώστε να υποβοηθήσει το Δικαστήριο στο σχηματισμό της δικής του ανεξάρτητης άποψης και στην εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων στα γεγονότα της κάθε υπόθεσης Philippou v Odysseos (1989) 1 CLR R1. Οι δε πραγματογνώμονες, δεν αντιμετωπίζονται από το Δικαστήριο κατά διαφορετικό τρόπο από τους άλλους μάρτυρες και αυτό αφορά και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, η οποία γίνεται στη βάση των ίδιων αρχών. Καουρής ν Δημητρίου κα (2008) 1(Β) ΑΑΔ 967.
Όσον αφορά στα κριτήρια για την αποδοχή της μαρτυρίας τους, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ηλιάδη & Σάντη (2016), πιο πάνω, Κεφάλαιο 15, Μαρτυρία Γνώμης, σελ. 583, ξεχωριστή σπουδαιότητα έχει και η βάση επί της οποίας στηρίζουν τη γνώμη τους. Όπως αποφασίστηκε στην Παύλου ν Ανδρέου (2014) 1 (Α) ΑΑΔ 693, το υπόβαθρο της μαρτυρίας ενός πραγματογνώμονα μπορεί να είναι λανθασμένο όταν τα συμπεράσματα του δεν προέρχονται από δικές του διαπιστώσεις αλλά από πληροφόρηση από τρίτους.
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στη μαρτυρία του ΜΕ8, θεωρώ ότι το Δικαστήριο ουδόλως δύναται να στηριχθεί σ’ αυτήν. Είναι παραδεκτό ότι ο εν λόγω μάρτυρας, ουδέποτε είδε ή μίλησε με τον υιό. Όλα τα συμπεράσματα του βασίζονται σε πληροφόρηση από την πλευρά των Εναγόντων, άρα αυτή ήταν μονόπλευρη χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν τις απόψεις της άλλης πλευράς. Παραδέχθηκε ότι, κατά τα τελευταία χρόνια, δεν έχει επισκεφθεί τη Μονή Μαχαιρά, ούτε έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο συναναστραφεί με πατέρες της εν λόγω Μονής αλλά ούτε με τον Γέροντα. Δέχομαι μεν ότι έκαμε κάποιες προσπάθειες επικοινωνίας με τον υιό, αλλά αυτές απέβησαν άκαρπες.
Κατά συνέπεια, το υπόβαθρο στο οποίο στηρίχθηκε ο ΜΕ8, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ορθά συμπεράσματα, γι’ αυτό και το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί στα συμπεράσματα της Μελέτης Τεκμήριο 7 όσον αφορά τον υιό.
Προτού προβώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του υιού (ΜΥ1), θα πρέπει να γίνουν κάποιες επισημάνσεις. Αυτές πηγάζουν από την αντίληψη των Εναγόντων ότι ο υιός, είναι πλέον έρμαιο του Γέροντα, τού έχει γίνει πλύση εγκεφάλου και η τυφλή υποταγή έχει ακυρώσει πλήρως την ελεύθερη του βούληση. Επομένως, ό,τι κατέθεσε στο Δικαστήριο ήταν κάτω από την επήρεια των πιο πάνω παραγόντων άρα η μαρτυρία του δεν είναι δική του, αλλά υποβολιμαία. Παρόμοια θέση υποστήριξε ο κλινικός ψυχολόγος ΜΕ8, Π., ο οποίος στη Μελέτη του, Τεκμήριο 7, αποφάνθηκε ότι δεν πιστεύει ότι η κατάθεση του υιού στο Δικαστήριο, θα προσέφερε εποικοδομητικά στη δικαστική διαδικασία. Αυτή η θέση του ΜΕ8, απορρίφθηκε στο στάδιο της αξιολόγησης της δικής του μαρτυρίας.
Στο Δικαστήριο όμως, είναι ξεκάθαρο ότι, αφ’ ης στιγμής δεν έχει υπάρξει οποιαδήποτε διαδικασία που να κηρύσσει τον υιό ως ανίκανο να δώσει μαρτυρία, τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 13, του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9 που θεωρεί ότι κάθε άτομο είναι ικανό να δώσει μαρτυρία σε οποιαδήποτε διαδικασία εκτός αν το Δικαστήριο θεωρήσει ότι αυτό εμποδίζεται από κάποιους παράγοντες οι οποίοι δεν ισχύουν στην παρούσα περίπτωση. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του υιού, θα ακολουθήσει τους ίδιους κανόνες που ισχύουν σε όλους τους υπόλοιπους μάρτυρες.
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, τονίζω ότι ο υιός, κάθε άλλο από την εντύπωση άβουλου ατόμου μού μετέδωσε. Αντίθετα, μου έδωσε την εικόνα ενός ατόμου, ευφυούς, με πλήρη διαύγεια ο οποίος μπορεί να επεξηγήσει και αιτιολογήσει τα πάντα σχετικά με την πορεία του. Όπως ορθά τον περιέγραψαν οι ΜΕ, αλλά ιδιαίτερα η μητέρα του, είναι πολύ καλά μελετημένος, σχολαστικότατος και αναλυτικότατος σ’ αυτά που αναφέρει. Ξεδίπλωσε με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή του, την πορεία του, τους προβληματισμούς του και την τελική απόφαση του να ακολουθήσει το μοναχισμό. Ο κ. Κληρίδης στην τελική του αγόρευση ανέφερε ότι, σε 37 χρόνια που ασκεί τη δικηγορία, πρώτη φορά είδε μάρτυρα τόσο καλά προετοιμασμένο. Αυτό από μόνο του δεν είναι κατακριτέο. Κατακριτέο θα ήταν η συνέχεια του επιχειρήματος του κ. Κληρίδη, εάν ευσταθούσε, ότι ο υιός καταχράστηκε κάθε διαδικασία που επιτρέπει ο νόμος, διαβουλευόμενος με τους δικηγόρους του για να αντικρούσει κάθε στοιχείο μαρτυρίας των Εναγόντων, γεγονός που καθιστά τη μαρτυρία του μολυσμένη. Δεν συμμερίζομαι την άποψη του κ. Κληρίδη περί μολυσμένης μαρτυρίας, ούτε υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης. Απλώς ο υιός με τη σχολαστικότητα που τον διακρίνει θεώρησε ορθό να απαντήσει σε όλα απολύτως τα επιχειρήματα των Εναγόντων και στην ανάλυση του αυτή κρίνεται αξιόπιστος. Μολυσμένη θα ήταν η μαρτυρία του εάν με ψεύδη προσπαθούσε να ανατρέψει τη μαρτυρία των Εναγόντων.
Από τη μαρτυρία του φαίνεται ότι, από μικρής ηλικίας ήταν πάντοτε άτομο συνειδητά προβληματισμένο για θρησκευτικά, κοινωνικά, φιλοσοφικά και πολιτικά θέματα. Αυτό εξάλλου δεικνύει και η πορεία του με την ανάμειξη του σε διάφορους φορείς θρησκευτικούς, κοινωνικούς, αλλά και στην πολιτική. Αναφέρομαι δε στην περίοδο πριν το 2001, που είχε αρχίσει η πορεία του προς τη θρησκεία και τελικά στο μοναχισμό. Όταν δε άρχισε η πορεία του αυτή το 2001, ήταν ενήλικας, ηλικίας 28 ετών, ενώ η είσοδος του στη Μονή έγινε το 2008 σε ηλικία σχεδόν 35 ετών, ενώ όταν έδιδε την κατάθεσή του στο Δικαστήριο το 2018, ήταν σχεδόν 45 ετών, όχι μόνο μετανιωμένος αλλά με ισχυρή άποψη ότι η πορεία που είχε ακολουθήσει ήταν η ορθή.
Πέραν της απόλυτης θέσης του ότι η επιλογή του να ακολουθήσει το μοναχισμό ήταν συνειδητά ορθή και αποτέλεσμα της ελεύθερης του βούλησης, θέση την οποία το Δικαστήριο αποδέχεται, υπάρχουν και άλλα γεγονότα που, αντικειμενικά αντικριζόμενα, καταρρίπτουν ισχυρισμούς για πλήρη ποδηγέτηση του. Παράδειγμα αποτελεί ο προβληματισμός του το 2006 για το κατά πόσο θα έπρεπε να συμπληρώσει το διδακτορικό του. Συζήτησε το θέμα με το Γέροντα, ο οποίος τον συμβούλευσε να συνεχίσει, χωρίς όμως να φαίνεται ίχνος επιβολής. Η τελική απόφαση να τελειώσει το διδακτορικό του ήταν του υιού, αποτέλεσμα της ελεύθερης του βούλησης. Παρά το αυστηρό ωράριο της Μονής και ενώ αυτός πλέον εγκαταβιούσε σ’ αυτήν, όχι μόνο τέλειωσε το διδακτορικό του, αλλά συνέγραψε και κείμενα τα οποία δημοσιεύτηκαν σε Αμερικανικά περιοδικά παγκοσμίου φήμης.
Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από πλευράς Εναγόντων στο γεγονός ότι ο υιός, λόγω χαρακτήρα, δεν ήταν άτομο που ανεχόταν τις αποτυχίες στη ζωή. Οι δε κάποιες αποτυχίες που είχε, ίσως να τον απογοήτευσαν σε τόσο μεγάλο βαθμό που να αλλάξει πορεία και να κατευθυνθεί προς το μοναχισμό. Ως τέτοιες «αποτυχίες» αναφέρθηκαν, η μη επιλογή του στις Καταδρομές όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, η αποτυχία του στο Master του LSE και η έλλειψη ικανοποίησης που ένιωθε από την εργοδότηση του σε Οργανισμό. Σε όλα, ο υιός έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις. Δέχεται ότι οι αποτυχίες τον επηρέαζαν, αλλά μετά έβρισκε το σθένος να συνεχίσει την πορεία του και να βρει λύσεις. Για παράδειγμα μετά την πρώτη αποτυχία στο LSE, είχε τη δύναμη να ξαναδοκιμάσει και μάλιστα να ασχοληθεί με το φοιτητικό συνδικαλισμό όπου εξελέγη Γενικός Γραμματέας Φοιτητικής Οργάνωσης. Δέχεται ότι, μετά τη δεύτερη αποτυχία, επέστρεψε στη Κύπρο τον Ιούλιο, 1998, «ταπεινωμένος», αλλά όπως ο ίδιος αναφέρει άρχισε διάφορες ασχολίες για να το ξεπεράσει και το ξεπέρασε. Όσον αφορά δε στην εργοδότησή του, δεν δίστασε να την εγκαταλείψει για να προχωρήσει σε αλλαγή στη ζωή του. Δέχομαι επομένως τη θέση του ότι αυτοί οι παράγοντες δεν διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στην τελική του επιλογή και πορεία.
Σε ένα μόνο τομέα ερωτήσεων θεωρώ ότι δεν απαντούσε με τη σαφήνεια που τον διακρίνει και απαντούσε με υπεκφυγές και αυτός είναι στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2, που είναι τα αποσπάσματα των Ομιλιών του Γέροντα. Υπάρχει ήδη η θέση του Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει μαρτυρία που να δεικνύει ότι αυτό το τεκμήριο ή θέσεις που αυτό εκφράζει είχαν επιρροή στον υιό. Ο κ. Κληρίδης τον αντεξέτασε επιστημένα στο περιεχόμενο του. Ο υιός νιώθοντας ότι στο Τεκμήριο 2 υπάρχουν θέσεις που ίσως από κάποιους να θεωρούνται υπερβολικές, μέχρι και «φανατικές», κάποτε δεν έδιδε ξεκάθαρες απαντήσεις, κάποτε απαντούσε με μακροσκελείς απαντήσεις επεξηγώντας θεολογικά τη φιλοσοφία της όλης ιδέας. Σημειώνω τη θέση του ότι το χειρόγραφο Τεκμήριο 2 δεν είναι πλήρες και το όλο νόημα αλλοιώνεται. Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι αφού υπάρχουν απόψεις οι οποίες είναι ολοκληρωμένες και ο κ. Κληρίδης επίμονα ζητούσε απαντήσεις για αυτές. Μάλιστα, άρχισε την αντεξέταση του, με επιθετικό αλλά εντός των πλαισίων της κοσμιότητας τρόπο, σε σημείο που ο υιός να αντιδράσει έντονα λέγοντας «Ωραία. Για να ολοκληρώνουμε, δεν συμφωνώ με τίποτε. Με αυτά που λέτε, δεν συμφωνώ με τίποτε γιατί είναι όλα παραποιημένα».
Σε πολλές ερωτήσεις απαντούσε ότι όπως ακούγεται το απόσπασμα που διαβάζετο από τον κ. Κληρίδη χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, είναι παραποιημένο και ακούγεται παράξενα. Ερωτήθηκε για φράσεις στο Τεκμήριο 2 όπως «τυφλή εμπιστοσύνη στο Γέροντα», «άθλος της υπακοής», «τυφλή υπακοή στο Γέροντα», «είναι αποδεδειγμένο»!
Όπου υπάρχει θέλημα, εκεί φυτρώνει ο Σατανάς» και απάντησε με τον πιο πάνω τρόπο. Θεωρώ όμως ότι, η ασάφεια του όσον αφορά στις απαντήσεις επί του Τεκμηρίου 2, δεν επηρεάζει το θέμα της αξιοπιστίας του συνολικά, γι’ αυτό και ο υιός κρίνεται ως αξιόπιστος.
Όσον αφορά στη ΜΥ2, Ε. Κ. Κλινική Ψυχολόγο, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Σκοπός της μαρτυρίας της ήταν να αμφισβητηθεί η μεθολογία που είχε ακολουθήσει ο ψυχολόγος που κατέθεσε για την πλευρά των Εναγόντων, ΜΕ8, Π. Ήδη το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί να στηριχθεί στη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, υιοθετώντας τις βασικές θέσεις της.