Διοικητικό: Έδωσε τέλος στη διαμάχη για το Άρθρο 14

Απόφαση που θωρακίζει το Διάταγμα του υπουργού Υγείας ως πράξη κυβερνήσεως που δεν εμπίπτει στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του, εξέδωσε το Διοικητικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο προσφυγής φοιτήτριας που δεν κατέστη εφικτό να επαναπατριστεί – Κανένα έρεισμα στον ισχυρισμό περί έκδηλης παρανομίας αποφάνθηκε ο Δικαστής, Φ. Κωμοδρόμος.
Γράφει: Νάταλι Μιχαηλίδου
Ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης, η αίτηση για προσωρινό διάταγμα που να ακυρώνει την ΚΔΠ 101/2020 – και συνακόλουθα η προσφυγή- απορρίφθηκε ως απαράδεκτα. Δεν στοιχειοθετήθηκε έκδηλη παρανομία, τονίζει το Δικαστήριο, που παραθέτει εκτενώς το σκεπτικό του όσον αφορά στην επίκληση του πολυσυζητημένου Άρθρου 14 του Συντάγματος.
Η αίτηση
Αναστολή της εκτέλεσης «της διοικητικής πράξης που δημοσιεύτηκε ως Κ.Δ.Π. 101/2020 ως προς την πρόνοια της που περιέχεται στην παράγραφο 2(α) του Κανονισμού αναφορικά με τους περιορισμούς που τίθενται, δυνάμει των οποίων από τις 6 μ.μ. της 16ης Μαρτίου 2020 μέχρι την 30η Απριλίου 2020 και ώρα 12 τα μεσάνυκτα, θα επιτρέπεται η είσοδος στην Κυπριακή Δημοκρατία, μόνο σε όσα πρόσωπα εξ’ εκείνων που δικαιούνται να εισέλθουν στη Δημοκρατία, τα οποία προσκομίζουν Ιατρικό Πιστοποιητικό εξέτασης του Κορωνοϊού», ζήτησε η φοιτήτρια από το Διοικητικό Δικαστήριο, με την έκδοση προσωρινού διατάγματος.
Η αίτηση καταχωρίστηκε στις 30 Μαρτίου στο πλαίσιο προσφυγής που ζητούσε όπως κηρυχθεί άκυρη η πρόνοια της εν λόγω Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης αναφορικά με τους περιορισμούς που τίθενται στην παράγραφο 2(α) και συνοδεύτηκε από ένορκη δήλωση του πατέρα της αιτήτριας, όπου αναφέρεται ότι παρά τις προσπάθειες δεν κατέστη δυνατή η εξασφάλιση της απαιτούμενης ιατρικού πιστοποιητικού, γιατί «κανένα ιατρικό κέντρο στη Μεγάλη Βρετανία δεν παρείχε τέτοια βεβαίωση».
Επίκληση του άθρου 14
Υποστηρίζοντας ότι το προαπαιτούμενο ιατρικό πιστοποιητικό «ήταν μια συγκεκαλυμένη και/ή παράνομη πρόφαση ολοκληρωτικής άρνησης εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία ενός πολίτη της» και ότι ως αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης πράξης, «η αιτήτρια εγκλωβίστηκε στη Μεγάλη Βρετανία, μόνη, αβοήθητη και μακριά από τους δικούς της, ενώ και τα μέτρα στη χώρα έχουν ενταθεί», κατ’ επίκληση του Άρθρου 14 του Συντάγματος, προβλήθηκε η θέση ότι σε κανέναν Κύπριο πολίτη δεν μπορεί να παρεμποδιστεί η είσοδος στην Κυπριακή Δημοκρατία για οποιοδήποτε λόγο.
Τέθηκε ενώπιον Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται ευθέως στο Άρθρο 14, δεδομένου ότι αυτό παρέχει απόλυτη προστασία και δεν προβλέπει την επιβολή οποιωνδήποτε περιορισμών για τους οποιουσδήποτε λόγους, όπως συμβαίνει με άλλα ατομικά δικαιώματα, η άσκηση των οποίων μπορεί να περιορίζεται κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Ως εκ τούτου, υποστηρίχθηκε ότι «η προσβαλλόμενη πράξη ως προς τους όρους που τίθενται με την παράγραφο 2(α) αυτής, πάσχει από έκδηλη παρανομία» και ότι «η πράξη αυτή είναι ultra νires και/ή εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 6(α) έως (δ) του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου (Κεφ. 260), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο», καθότι σε καμία από τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου δεν προβλέπεται η δυνατότητα παρεμπόδισης εισόδου Κύπριου πολίτη στη Δημοκρατία, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με την υποχρέωση προσαγωγής οποιοδήποτε πιστοποιητικού ως προαπαιτούμενου εισόδου.
Τέθηκε, παράλληλα από τους συνηγόρους της αιτήτριας (Ρίκκος Μαππουρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Α. Πατσαλίδης) και ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, ενώ υποστηρίχθηκε ότι «η άρνηση της Δημοκρατίας να επιστρέψει την είσοδο της αιτήτριας στην Κύπρο θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια, τη ζωή και τη σωματική της άνεση, κατά παράβαση των Άρθρων 7 και 9 του Συντάγματος». Στην απόφασή που εκδόθηκε την Πέμπτη (16.04), το Διοικητικό Δικαστήριο επισημαίνει εκ προοιμίου ότι η αιτήτρια προέβαλε «ως μοναδικό λόγο για την έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος, την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας της επίδικης πράξης».

Το επίδικο Διάταγμα που εξέδωσε ο υπουργός Υγείας, Κωνσταντίνος Ιωάννου, στο πλαίσιο των εξουσιών που του εκχωρήθηκαν κατόπιν απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η θέση της Δημοκρατίας
Από την πλευρά της, η καθ’ης η αίτηση (Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργείου Υγείας) ήγειρε τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:
- Η προσβαλλόμενη δια της προσφυγής πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη εντός της έννοιας του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά στην ουσία προσβάλλεται το περί Λοιμοκαθάρσεως (Καθορισμός Μέτρων για Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού COVID-19) Διάταγμα (Αρ. 3) του 2020» (Κ.Δ.Π. 101/2020), το οποίο αποτελεί κανονιστική πράξη νομοθετικού περιεχομένου, η οποία δεν υπόκειται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου
- Η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος προς έγερση της παρούσας προσφυγής, αφού δεν έχει αποδείξει την ύπαρξη ιδίου, άμεσου, ενεστώτος, συγκεκριμένου και προσωπικού συμφέροντος, κατά τρόπο που να εξατομικεύει την προσβολή που αυτή υφίσταται στα δικαιώματα και στο έννομο συμφέρον της
- Η προσβαλλόμενη διάταξη της Κ.Δ.Π. 101/2020 που περιέχεται στην παράγραφο 2(α) αυτής έχει απωλέσει την εκτελεστότητά της, εφόσον αυτή έχει τροποποιηθεί από μεταγενέστερα Διατάγματα, τα οποία δεν προσβάλλονται με την παρούσα προσφυγή, περιλαμβανομένου και του περί Λοιμοκαθάρσεως (Καθορισμός Μέτρων για Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού COVID-19) Διατάγματος (Αρ. 5) του 2020» (Κ.Δ.Π. 103/2020) και/ή η προσφυγή έχει απωλέσει το αντικείμενό της. Η όποια προσωρινή εφαρμογή της προϋπόθεσης περί προσκόμισης ιατρικού πιστοποιητικού, η οποία προβλεπόταν στην Κ.Δ.Π. 101/2020, έληξε και/ή υπερκεράσθηκε από τη γενικότερη απαγόρευση πτήσεων που επιβλήθηκε με το περί Πολιτικής Αεροπορίας (Καθορισμός Μέτρων για Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού COVID-19) Διάταγμα του 2020 (Κ.Δ.Π. 115/2020).
- Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται εσφαλμένη Κ.Δ.Π., καθότι οι όποιοι προσωρινοί περιορισμοί υφίσταντο στην επάνοδο της αιτήτριας στη Δημοκρατία, κατά την καταχώρηση της προσφυγής μέχρι και σήμερα, δεν είναι απόρροια της προσβαλλόμενης Κ.Δ.Π. 101/2020, αλλά οφείλονται στη γενικότερη απαγόρευση πτήσεων που επιβλήθηκε με την προαναφερθείσα Κ.Δ.Π. 115/2020·
- Με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη κυβερνήσεως
- Η παρούσα προσφυγή είναι αλυσιτελής, εφόσον ακόμα και αν αυτή επιτύχει, η αιτήτρια δεν θα μπορέσει να επωφεληθεί από αυτήν, καθότι έχει εκδοθεί άλλο Διάταγμα (Κ.Δ.Π. 115/2020), το οποίο δεν προσβάλλεται από την αιτήτρια, και με το οποίο απαγορεύονται, πλην μερικών, οι πτήσεις από και προς τη Δημοκρατία.
Πέραν τούτων, η δικηγόρος της Δημοκρατίας, Ε. Νεοφύτου, υποστήριξε ότι η επίδικη πράξη «είναι νόμιμη και απολύτως απαραίτητη και ουδεμία έκδηλη παρανομία υπάρχει σε αυτήν» και ότι πάρθηκε «αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και οι διαθέσιμες δυνατότητες του συστήματος υγείας της Δημοκρατίας κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχονται στην καθ’ ης η αίτηση, προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος και της δημόσιας υγείας, με σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης της ασθένειας του κορωνοϊού και απώτερο σκοπό την προστασία της ζωής του εγχώριου πληθυσμού της Δημοκρατίας».
Η ένσταση συνοδεύτηκε από ένορκη δήλωση της Λειτουργού του Υπουργείου Υγείας, Αναστασίας Ανθούση, όπου αναφέρθηκε ότι για την έκδοση του επίδικου Διατάγματος «λήφθηκε υπόψη η ευθύνη της Δημοκρατίας για προστασία της δημόσιας υγείας και του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, με σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης της ασθένειας του κορωνοϊού». Επιπλέον, έγινε αναφορά στην υπό του Υπουργού Μεταφορών, Συγκοινωνιών και Έργων έκδοση της Κ.Δ.Π. 115/2020, στις 20.3.2020, σύμφωνα με την οποία απαγορεύτηκαν οι πτήσεις από και προς τη Δημοκρατία, με ορισμένες εξαιρέσεις.
Κυβερνητική πράξη
το επίδικο Διάταγμα
Εξετάζοντας τις προβαλλόμενες προδικαστικές ενστάσεις και κατά πόσον η επίδικη πράξη αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, ως η θέση της αιτήτριας ή κανονιστική πράξη νομοθετικού περιεχομένου, το Δικαστήριο διαπίστωσε «την κανονιστική της φυσιογνωμία και/ή τη φύση της ως πράξης κανονιστικού χαρακτήρα: ειδικότερα ως προς την διάταξη της παραγράφου 2(α) που εδώ ενδιαφέρει, είναι σαφές ότι τίθεται δι’ αυτής, κατά τρόπο αντικειμενικό, γενικό και απρόσωπο, κανόνας δεσμευτικός για το παρόν και το μέλλον, ήτοι κανόνας δικαίου. Από την ίδια τη φύση και το εννοιολογικό περιεχόμενο της ρύθμισης που περιέχεται στη συγκεκριμένη διάταξη, και ανεξάρτητα από το εάν αυτή έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα εκτελεστής διοικητικής πράξης, προκύπτει ξεκάθαρα η γενικότητά της και, συνακόλουθα, η δυνατότητα εφαρμογής της σε περιπτώσεις γενικές, αόριστες και/ή απρόσωπες που είτε ήδη υπάρχουν είτε θα υπάρξουν στο μέλλον».
Συναφώς, διαπιστώνει το Δικαστήριο, «το νομικό περιεχόμενο της επίδικης διάταξης και, κατ’ επέκταση όλης της Κ.Δ.Π., δεν εξαντλείται σε μία εφαρμογή, αλλά δύναται να προκαλεί νέες εφαρμογές σε αόριστες και μέλλουσες περιπτώσεις που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η πράξη» και επισημαίνει ότι «η συγκεκριμένη διάταξη δεν αφορά μόνο σε φοιτητές, ως είναι η αιτήτρια, εφόσον στο πεδίο εφαρμογής της δύναται να εμπίπτει οποιοδήποτε πρόσωπο ‘εξ’ εκείνων που δικαιούνται να εισέλθουν στη Δημοκρατία’, ήτοι επί της ουσίας οποιοσδήποτε πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ και ως προς το στοιχείο του χρόνου, η επίδικη ρύθμιση επεκτείνεται και/ή δύναται να αφορά όχι μόνο σε ήδη υπάρχουσες περιπτώσεις, αλλά και σε περιπτώσεις που θα υπάρξουν στο, έστω εγγύς, μέλλον, εφόσον οι περιπτώσεις αυτές συγκεντρώνουν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις».
Είναι πρόδηλο, με βάση την απόφαση, ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση, όπως και το επίδικο Διάταγμα στο σύνολό του, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κανόνα δικαίου, η εφαρμογή του οποίου είναι γενική, δεν εξαντλείται σε συγκεκριμένες και υφιστάμενες περιπτώσεις, αλλά επεκτείνεται και σε μέλλουσες περιπτώσεις. «Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, ήτοι ότι το επίδικο Διάταγμα και δη η διάταξη της παραγράφου 2(α) συνιστούν ατομική διοικητική πράξη, θα αναιρούσε και θα εξουδετέρωνε την ίδια την έννοια, αλλά και τη φύση, τόσο της κανονιστικής διοικητικής πράξης ως κανόνα δικαίου, όσο και, κατ’ αντιδιαστολή, της ατομικής διοικητικής πράξης, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η δημιουργία μιας υποκειμενικής κατάστασης και η εξατομίκευση ενός κανόνα δικαίου, κατά την εφαρμογή του σε συγκεκριμένη περίπτωση», τονίζει το Δικαστήριο.
Τυχόν διαφορετική αντιμετώπιση θα αναδείκνυε το Δικαστήριο σε ουσιαστικό ρυθμιστή της υγειονομικής πολιτικής του κράτους
Παραπέμποντας σε σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Lanitis Farm and another ν. The Republic of Cyprus (1982) 3 Α.Α.Δ. 124, Δημοκρατία ν. Cyprus General Bonded & Transit Stores Association κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 57, Ανδρέας Χαμάλης ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 612 και άλλες), ο κ. Κωμοδρόμος κατέληξε ότι «η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη νομοθετικού περιεχομένου που, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, δεν μπορεί να προσβληθεί δια προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 και εκφεύγει του ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου».
«Με αυτή δε τη διαπίστωση, είναι αυτονόητο ότι σφραγίζεται από το στάδιο αυτό η τύχη τόσο της παρούσας αίτησης, όσο και της ίδιας της προσφυγής, η οποία υπόκειται σε απόρριψη ως απαράδεκτη, χωρίς να διεξαχθεί ακρόαση αυτής», επισημαίνεται.
Επιπρόσθετα, ο Δικαστής υπομνύει ότι η πλευρά της αιτήτριας μπορούσε και είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα και εγκυρότητα της επίδικης Κ.Δ.Π. 101/2020, στο πλαίσιο προσφυγής στρεφόμενης όχι ευθέως κατά κανονιστικής διοικητικής πράξης, αλλά κατά ατομικής διοικητικής πράξης, που να έχει όλα τα χαρακτηριστικά εκτελεστής διοικητικής πράξης, όπως π.χ., κατά της αρνητικής απάντησης της Διοίκησης σε αίτημα της αιτήτριας να της επιτραπεί η είσοδος στη Δημοκρατία επειδή, ενδεχομένως, δεν είχε τις απαιτούμενες διατυπώσεις. «Κάτι βεβαίως που η αιτήτρια δεν έπραξε, αλλά αποφάσισε να στραφεί κατ’ ευθείαν, απαραδέκτως, κατά της Κ.Δ.Π. 101/2020, ήτοι κατά κανονιστικής διοικητικής πράξης νομοθετικού περιεχομένου», σημειώνεται στην απόφαση».
Προσθέτει δε ως λόγο απόρριψης, τόσο της αίτησης όσο και της προσφυγής, ότι «η επίδικη Κ.Δ.Π. 101/2020 έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πράξης κυβερνήσεως, η οποία, κατά πάγια νομολογία, εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου και δεν δύναται να προσβληθεί δια προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Ξεκάθαρες μάλιστα οι επισημάνσεις του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά στον ρόλο της Δικαιοσύνης σε τέτοιες περιπτώσεις. Το ότι οι κυβερνητικές πράξεις δεν υπόκεινται στο δικαστικό έλεγχο αποτελεί έκφανση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών,τονίζει το Δικαστήριο, «εφόσον, αν τα Δικαστήρια ήλεγχαν τις κυβερνητικές πράξεις, τότε αυτό θα σήμαινε ότι θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν την υποκειμενική κρίση των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας με μια δική τους, όχι λιγότερο υποκειμενική, αξιολόγηση». Αντίθετα, προστίθεται, «θα μπορούσε εύλογα να λεχθεί ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, ως και η υπό κρίση, είναι προτιμότερη η κρίση των φορέων της εκτελεστικής εξουσίας, δεδομένου ότι αυτοί, λόγω της συνεχούς ενασχόλησής τους με τα συγκεκριμένα ζητήματα, εν προκειμένω ζητήματα υγείας, κατά τεκμήριο υπερτερούν σε γνώσεις και εμπειρίες». Αναλύοντας περαιτέρω το σκεπτικό του, το Δικαστήριο σημειώνει ότι «τυχόν διαφορετική αντιμετώπιση στην υπό εξέταση περίπτωση, θα αναδείκνυε το Δικαστήριο σε ουσιαστικό ρυθμιστή της υγειονομικής πολιτικής του κράτους, αφού το Δικαστήριο θα υπεισερχόταν ανεπίτρεπτα σε πεδίο αμιγώς πολιτικών εκτιμήσεων και σε αυτό θα εναπόκειτο η τελική απόφαση αναφορικά με τα υπό συζήτηση υγειονομικά μέτρα».
Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι «και το επίδικο Διάταγμα, σκοπός του οποίου είναι η προστασία της δημόσιας υγείας εντός της Δημοκρατίας, δια του καθορισμού μέτρων με σκοπό την παρεμπόδιση εξάπλωσης του κορωνοϊού (βλ. παράγραφο 2 της Κ.Δ.Π. 101/2020), και κατά του οποίου ευθέως στρέφεται η παρούσα προσφυγή, συνιστά, ως εκ της φύσης του, πράξη κυβερνήσεως, η οποία, ως μη εκτελεστή διοικητική πράξη, δεν εμπίπτει στον αναθεωρητικό έλεγχο του παρόντος Δικαστηρίου».
Το ζήτημα της έκδηλης παρανομίας
Λόγω της ιδιαιτερότητας της περίπτωσης και του αναντίλεκτου γεγονότος ότι πρόκειται περί ενός ιδιαίτερα ευαίσθητου θέματος, όπως σημειώνεται στην απόφαση, το Δικαστήριο προχώρησε σε ιδιαιτέρως σημαντικές επισημάνσεις ως προς την ουσία της αίτησης, ήτοι του ισχυρισμού περί έκδηλης παρανομίας.
«Το υπό εξέταση ένδικο μέσο που επέλεξε η αιτήτρια προς προώθηση των αιτημάτων της, ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962», αναφέρει αρχικά στην απόφασή του ο Δικαστής, Φ. Κωμοδρόμος και προσθέτει ότι «η δικαιοδοσία έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθεί ότι υπάρχει είτε έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είτε πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή, από τη μη έκδοση του διατάγματος». Από την πλευρά της αιτήτριας δεν τέθηκε προς εξέταση ζήτημα ανεπανόρθωτης ζημιάς, αλλά επιχειρήματα υπέρ και μόνο της έκδηλης παρανομίας.
Η επιχειρηματολογία επί τούτου βασίστηκε σε δύο σκέλη «τόσο στην παραβίαση του Άρθρου 14 του Συντάγματος, όσο και στο ότι η επίδικη Κ.Δ.Π. 101/2020 είναι ultra νires του άρθρου 6(α), (β), (γ) και (δ) του Νόμου». Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι το Άρθρο 14 «αφορά αποκλειστικά σε θέματα εξορίας και απέλασης και συγκεκριμένα περιπτώσεις κατά τις οποίες απαγορεύεται σε πολίτη της Δημοκρατίας η είσοδος στη Δημοκρατία λόγω προηγούμενης απόφασης κήρυξής του ως εξόριστου». Κατά τη σχετική εισήγηση, οι δυο έννοιες (απέλαση και απαγόρευση εισόδου) αφορούν στο ίδιο νομικό ζήτημα, ήτοι την εξορία ή απέλαση και στο δικαίωμα εισόδου ή επανεισόδου λόγω εξορίας ή απέλασης, όχι όμως σε άλλα θέματα.
Το Άρθρο 14, με βάση την εισήγηση της κ. Νεοφύτου, σκοπό είχε να θέσει απαγόρευση εφαρμογής της απέλασης/εξορίας πολίτη της Δημοκρατίας και εισόδου του στη Δημοκρατία για το λόγο αυτό, «κατά τρόπο που να καταστήσει σαφές ότι δεν επιτρέπεται για τους πολίτες της Δημοκρατίας η μεταχείριση που επιφυλάσσεται σε αλλοδαπούς» και δεν είναι νοητή η επέκταση του εν λόγω Άρθρου σε άλλα θέματα πέραν των θεμάτων που συνδέονται με εξορία ή απέλαση. Διατύπωσε εξάλλου τη θέση ότι αναφορικά με το γενικό δικαίωμα μετακίνησης (εξόδου, διακίνησης) στη Δημοκρατία, δεν εφαρμόζεται το Άρθρο 14 του Συντάγματος αλλά το Άρθρο 13, που ρητά προβλέπει ότι «το δικαίωμα ελευθέρας μετακινήσεως εντός της Δημοκρατίας και διαμονής σε οποιοδήποτε τμήμα αυτής, ως και το δικαίωμα μόνιμης ή προσωρινής εγκατάλειψης του εδάφους της Δημοκρατίας υπόκειται σε περιορισμούς που επιβάλλονται, μεταξύ άλλων, διότι κρίθηκαν αναγκαίοι για τη δημόσια υγεία».
Κατόπιν εξέτασης της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «κάθε άλλο παρά έκδηλη παρανομία προκύπτει στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου ότι μια τέτοια παρανομία δεν αναδύεται αυτόματα, αλλ’ ούτε και αναντίλεκτη είναι, ως η πάγια νομολογία απαιτεί».
Στο πλαίσιο αυτής της διαπίστωσης και χωρίς να εκφέρεται τελική κρισή λαμβανομένου υπόψη του σταδίου που εγείρεται το ζήτημα (ενδιάμεση αίτηση), το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ απαγόρευσης εισόδου και ρύθμισης του δικαιώματος για προσωρινό χρονικό διάστημα αναφέροντας ότι «δεν μπορεί να αποκλειστεί, άνευ ετέρου και χωρίς περαιτέρω διερεύνηση, η θέση της καθ’ ης η αίτηση ότι στην υπό κρίση περίπτωση αυτό που υπήρξε ήταν ένας θεμιτός, προσωρινός, περιορισμός ενός δικαιώματος, ο οποίος έγκειται σε μέτρα απολύτως αναγκαία για την προστασία της υγείας του εγχώριου πληθυσμού και της ανθρώπινης ζωής» και τονίζοντας ότι «Ούτε, γενικότερα, μπορεί να λεχθεί ότι η κάθε ρύθμιση της άσκησης του εν λόγω δικαιώματος εμπίπτει, άνευ ετέρου, εντός της έννοιας της απαγόρευσης εισόδου». Επ’ αυτού, συνεχίζει ο Δικαστής «θα μπορούσε επίσης κάποιος να θέσει το επιχείρημα ότι λόγω της ιδιάζουσας κατάστασης και της επιτακτικής ανάγκης για προστασία της δημόσιας υγείας, οι δια του επίδικου Διατάγματος εξαιρετικοί και προσωρινοί περιορισμοί του δικαιώματος εισόδου στη χώρα, δεν συνιστούν, το δίχως άλλο, και απαγόρευση εισόδου και ότι διαφορετική ερμηνεία θα μπορούσε να οδηγήσει σε παράλογα αποτελέσματα, εφόσον θα στερείτο αυτομάτως και a priori η Δημοκρατία κάθε δυνατότητας να θέτει περιορισμούς στο δικαίωμα εισόδου ακόμα και πολίτη της».
Δεν τέθηκε προς εξέταση ζήτημα ανεπανόρθωτης ζημιάς, αλλά επιχειρήματα υπέρ και μόνο της έκδηλης παρανομίας.
Τέτοιου είδους περιορισμοί, προστίθεται, «δεν αναμένεται να αναγράφονται στο ίδιο το Σύνταγμα, οι διατάξεις του οποίου, ως γνωστό, εξειδικεύονται και αναπτύσσονται περαιτέρω στην εθνική πρωτογενή και δευτερογενή νομοθεσία». Συνεπώς, ο Δικαστής αναφέρει ότι «ακόμα και αν η κατάληξή μου ως προς την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης ήταν διαφορετική, είναι ξεκάθαρο ότι δεν εντοπίζεται έκδηλη παρανομία ως προς την έκδοση και το περιεχόμενο της επίδικης Κ.Δ.Π., ήτοι τέτοια παρανομία που να αναδύεται αυτόματα, να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη και αντικειμενικά αναντίλεκτη, προκειμένου να συντρέχει λόγος έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος». Υπενθυμίζεται δε ότι «κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να μπορεί η παρανομία να χαρακτηριστεί ως ‘έκδηλη’, θα πρέπει να αναδύεται αυτόματα, να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη, αντικειμενικά αναντίλεκτη, χωρίς να χρειάζεται η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων και να συνεπάγεται καθαρή παραβίαση της υπό του νόμου προβλεπόμενης διαδικασίας ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του Διοικητικού Δικαίου».
Για τους ίδιους λόγους, απέρριψε περαιτέρω τον ισχυρισμό ότι η επίδικη Κ.Δ.Π. 101/2020 είναι έκδηλα παράνομη ως ultra νires του άρθρου 6(α), (β), (γ) και (δ) του Νόμου. Ούτε και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να γίνεται λόγος για έκδηλη παρανομία, εφόσον μια τέτοια παρανομία ούτε αναδύεται αυτόματα, αλλ’ ούτε και αναντίλεκτη είναι, επισημαίνει ο κ. Κωμοδρόμος. «Ειδικότερα, ως προς τα όσα εκτίθενται αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του κ. Μαππουρίδη, θα μπορούσε να προβληθεί ο προβληματισμός που έχει προεκτεθεί περί διάκρισης μεταξύ απαγόρευσης άσκησης δικαιώματος, αφενός, και ρύθμισης άσκησης και εύλογου περιορισμού ενός τέτοιου δικαιώματος, αφετέρου» σημειώνει, για να προσθέσει ότι υπό το φως των νομολογιακών κατευθυντήριων επί του θέματος, ότι δεν μπορεί επ’ ουδενί να γίνεται λόγος για έκδηλη παρανομία στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η παρούσα αίτηση δεν έχει έρεισμα, αποτυγχάνει και απορρίπτεται, καταλήγει η απόφαση.