Απόφαση – φωτιά για υπόθεση στις βρετανικές βάσεις
Στους δε υπόλοιπους μάρτυρες, οι οποίοι κατέθεσαν μετά την καταστροφή των τεκμηρίων, τους επιδεικνύονταν οι φωτογραφίες των αντίστοιχων τεκμηρίων. Οι εμπειρογνώμονες, επίσης, έτυχαν αντεξέτασης από τον εφεσίβλητο. Η αντεξέταση, όμως, κατέγραψε το Κακουργιοδικείο, δεν αφορούσε τα αποτελέσματα των εξετάσεων αλλά την ερμηνεία και αξιολόγηση τους. Στην υπόθεση DPP v. Cooper (2008) EWHC 507, όπου και εκεί ήταν αδύνατο για την υπεράσπιση να εξετάσει τα χαρτονομίσματα για ανεύρεση ηρωίνης, το δικαστήριο τόνισε ότι, παρόλο που η απουσία των τεκμηρίων αποτελούσε εμπόδιο για την υπεράσπιση, εντούτοις, είχε άλλα ικανοποιητικά μέτρα για να αμφισβητήσει την υπόθεση της Kατηγορούσας Αρχής όπως, η αντεξέταση του εμπειρογνώμονα ως προς τον τρόπο με τον οποίο διεξήγαγε τις εξετάσεις και τα ευρήματα του.
Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και ανέλυσε τις πιο πάνω υποθέσεις πλην, όμως, έκρινε ότι θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί καθότι, το απωλεσθέν μαρτυρικό υλικό δεν ήταν καθοριστικής σημασίας, υπαρχούσης άλλης διαθέσιμης μαρτυρίας στην υπεράσπιση, έτσι ώστε να μπορέσει να αντεξετάσει προβάλλοντας τους δικούς της ισχυρισμούς.
Είμαστε της γνώμης ότι η προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου ήταν εσφαλμένη. Τέθηκε ενώπιον του άλλη μαρτυρία στη βάση της οποίας προσφερόταν στην υπεράσπιση η δυνατότητα αντεξέτασης και προσβολής της αξιοπιστίας της. Υπήρχε η μαρτυρία των αστυνομικών οι οποίοι είχαν μεταβεί στον χώρο και αναγνώρισαν τα τεκμήρια τα οποία περισυλλέγησαν.
Επίσης υπήρχε η μαρτυρία τους ως προς τον τρόπο διακίνησης των τεκμηρίων. Οι μάρτυρες κατέθεσαν και αναγνώρισαν, πριν την καταστροφή τους, τα τεκμήρια ενώπιον του δικαστηρίου. Η υπεράσπιση είχε τη δυνατότητα να αντεξετάσει τους μάρτυρες ως προς τη διακίνηση και να προσβάλει την αξιοπιστία τους. Κάτι τέτοιο καταδεικνύει ότι σε σχέση με τη διακίνηση δεν είχε στερηθεί του δικαιώματος αντεξέτασης, συνεπώς δεν θα μπορούσε να καταδειχθεί παραβίαση της αρχής για δίκαιη δίκη.
Οι μάρτυρες Μ.Κ. 1 μέχρι 7 κατέθεσαν αναφορικά με τη σειρά διακίνησης των τεκμηρίων. Οι μάρτυρες αυτοί αναγνώρισαν τα τεκμήρια τα οποία κατέθεσαν και ότι τα είχαν παραλάβει και παραδώσει σφραγισμένα. Ειδικότερα, οι M.K. 2 και 7 αναγνώρισαν, μεταξύ άλλων και τα τεκμήρια 37 (επτά σακούλια που περιείχαν άσπρη σκόνη) και τα τεκμήρια 39 και 41 (ποσότητα διασκορπισμένης ξηρής φυτικής ύλης) ως τα τεκμήρια που παρέλαβαν. Είχε γίνει επίσης παραδεκτό γεγονός ότι τα τεκμήρια 57-86 τα οποία ο Μ.Κ. 7 αναγνώρισε ότι ο ίδιος τα παρέλαβε, συσκεύασε, σφράγισε και υπέγραψε είναι «τα τεκμήρια όπως αυτά παρελήφθησαν από τη σκηνή, χωρίς αυτά να υποστούν οποιαδήποτε επέμβαση, πλην των αναγκαίων εξετάσεων, μέχρι και την κατάθεση τους στο Δικαστήριο».
Είναι νομολογημένο ότι η διαδικασία δήλωσης αποδεκτών γεγονότων, ήτοι αδιαμφισβήτητων τέτοιων, συνιστά μια μορφή επιμέρους παραδοχών. Όπως αναφέρεται στην Υπόθεση αρ. 188/2014, Sbaih ν. Αστυνομίας, ημερ. 17 Ιουλίου 2015: «Η σημασία των παραδεκτών γεγονότων είναι βεβαίως νομολογιακά, πέραν της νομοθετικής πρόνοιας, σαφής και έχει εξηγηθεί σε αριθμό υποθέσεων όπως την Ανδρέα κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 498, όπου λέχθηκε ότι κατάθεση που γίνεται παραδεκτή δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αρ. ΑΛΛΑΓΗ 86/86, αποτελεί όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο σε ουσιαστικό δεδομένο.»
Επίσης, είχε γίνει παραδεκτό γεγονός ότι δεν έγινε οποιαδήποτε επέμβαση στα τεκμήρια 4-7, 13, 15-19 , 86, 57, 50, 51, 96, 97 από την παραλαβή τους μέχρι την παρουσίαση τους. Παράλληλα υπήρχε η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων ως προς το πώς ήταν σφραγισμένα τα τεκμήρια όταν τα παρέλαβαν για επιστημονικές εξετάσεις. Τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατάθεση του εφεσιβλήτου (τεκμήριο 156).
Στην εν λόγω κατάθεση παραδέχεται ότι γνώριζε ότι οι βαλίτσες περιείχαν κάνναβη αλλά έδιδε τη δική του εκδοχή ως προς το πώς βρέθηκαν στην κατοχή του. Πρωτοδίκως θεωρήθηκε πως η εν λόγω παραδοχή δεν είναι ικανή για να οδηγήσει σε συμπέρασμα ως προς την ποσότητα την κάνναβης. Η παραδοχή αυτή, όμως, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη και να αξιολογηθεί ως προς το είδος της ξηρής φυτικής ύλης που είχε περισυλλεγεί.
Το Κακουργιοδικείο υπόμνησε στην απόφαση του ότι η υπεράσπιση στερήθηκε της δυνατότητας να ζητήσει από το Μ.Κ. 28 να προβεί σε εξετάσεις επιπέδου γενετικού υλικού, τέτοια, όμως, δυσκολία αντιμετώπισε και η Κατηγορούσα Αρχή. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση R. v. Feltham (2001) EWHC Aedmin 130: «It must be remembered that it is a common place in criminal trials for a defendant to rely on “holes: in the prosecution case…..if in such a case, there is sufficient credible evidence, apart from the missing evidence, which, if believed, would justify a safe conviction, then a trial should proceed, leaving the defendant to seek to persuade the jury or magistrates not to convict because evidence which might otherwise been available was not before the course through no fault of his. Often the absence of a video film or fingerprints or DNA material is likely to hamper the prosecution as much as the defence».
Σημειώνουμε επίσης ότι πριν την καταστροφή των τεκμηρίων o συνήγορος του εφεσιβλήτου είχε δηλώσει ότι η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων γίνεται αποδεχτή (σελίδα 368 πρακτικών). Παρόλο που, για σκοπούς παραδεκτών γεγονότων, χρειάζεται σαφής δήλωση από αμφότερους τους φορείς της δίκης περί αυτού, αλλά και περαιτέρω έγκριση τους, ως αποδεκτών γεγονότων, από το δικαστήριο, πράξη που εμπεριέχει δικανική διεργασία (Ποιν. Έφ. 201/2013, John ν. Δημοκρατίας, ημερ. 17 Ιουνίου 2016), εντούτοις, όμως, η δήλωση του συνήγορου του εφεσιβλήτου δεικνύει ότι δεν αμφισβητούνταν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, κάτι το οποίο προκύπτει και από τον τρόπο με τον οποίο έτυχαν αντεξέτασης οι εμπειρογνώμονες.
Περαιτέρω, πέραν από τον πιο πάνω τρόπο αντίκρισης του θέματος των τεκμηρίων εντός δίκης, η υπεράσπιση είχε στη κατοχή της από τις 5 Μαΐου 2006, ήτοι δύο και πλέον χρόνια πριν από την καταστροφή τους και ειδικότερα την έκθεση του Χημείου σε σχέση με τις επίδικες ποσότητες των ναρκωτικών. Δεν είχε, σε κανένα προγενέστερο της δίκης στάδιο, ζητηθεί από την υπεράσπιση να επιθεωρήσει ή εξετάσει τα εν λόγω τεκμήρια. Από όλο το φάσμα της αντεξέτασης των μαρτύρων, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, είχε διαφανεί ότι ήταν παραδεχτή. Παρατηρούμε επίσης μια αλλαγή στάσης της υπεράσπισης η οποία γίνεται μετά την καταστροφή των τεκμηρίων που έγινε στις 26 Φεβρουαρίου 2018.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), «Η παραβίαση της ισότητας των όπλων δεν κρίνεται με αναφορά στο τι είναι η μαρτυρία που δίδεται, αλλά στις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που η κάθε πλευρά έχει – εδώ ο εφεσείων – να γνωρίζει ό,τι σχετικό θα χρησιμοποιηθεί στη δίκη από την άλλη πλευρά». Στην υπόθεση Ποιν. Εφ. 45/2014, Αθανάση ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5 Οκτωβρίου 2016, αναφέρονται τα εξής: «Όπως ορθά επισημαίνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολο».