Απόφαση – φωτιά για υπόθεση στις βρετανικές βάσεις
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε περίπτωση παραβίασης εξετάζει κατά πόσο έχουν δοθεί στον κατηγορούμενο οποιεσδήποτε άλλες ευκαιρίες για να διορθωθεί η κατάσταση ή για να εξισωθούν τα πράγματα. Κατά πόσο η κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση της αρχής της ισότητας είχε επίδραση επί του αποτελέσματος της δίκης είναι παράγων ο οποίος, γενικά, δεν είναι ή δεν πρέπει να θεωρείται σχετικός (Artico v. Italy, May 13, 1980, Series A, No. 37).
Το ερώτημα κατά πόσο δίκη είναι δίκαιη ή όχι θα πρέπει να απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολό της (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 746, Nielsen v. Denmark [1989] 11 E.H.R.R. 175). Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης γιατί μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη (Can (Series A, Vol. 96) και Barbera (Series A, Vol. 146). Βλέπε ακόμα Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Η αρχή της δίκαιης δίκης, κλάδος της οποίας είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, περιέχει το δικαίωμα κάθε διάδικου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομιστεί και το δικαίωμα να την σχολιάσει (Niderost-Huber v. Switzerland [1998] 25 E.H.RR. 709 και Steck-Risch and Others v. Liechtenstein, Application No. 63151/00, ημερ. 19 Μαΐου, 2005. Βλέπε ακόμα Karen Reid, A Practitioner’s Guide to the European Convention on Human Rights, 2η Έκδοση, παραγρ. 11Α003, σελ. 59).
Η ισότητα των όπλων επιβάλλει ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του, περιλαμβανομένης και μαρτυρίας, κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν υπό ουσιαστικό μειονέκτημα έναντι του διαδίκου του (Dombo Beheer BV v. Netherlands, October 27, 1993, Series A, No. 274. para. 33 και Nikoghosyan and 11 Melkonyan v. Armenia, Application Nos. 11724/04 και 13350/04, ημερ. 6 Δεκεμβρίου, 2007). Κάθε κατηγορούμενος, αλλά και κάθε διάδικος σε πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία (V v. U.K., December 16, ECHR 1999-IX).
Εγειρομένου του θέματος της ισότητας των όπλων και κατ’ επέκταση, σε περίπτωση παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να εξετάσει τους ακόλουθους παράγοντες. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για διαφύλαξη του μαρτυρικού υλικού και εάν αυτό έχει χαθεί η καταστραφεί λόγω δικής της υπαιτιότητας της. (Bad faith mala fides).
Στην περίπτωση όπου η Κατηγορούσα Αρχή δεν ευθύνεται για την απώλεια ή καταστροφή του εν λόγω μαρτυρικού υλικού, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο υπήρξε δυσμενής επηρεασμός της υπεράσπισης. Στην Ποιν. Έφ. 318/2015, Κυπριανού ν. Αστυνομίας, ημερ. 7 Σεπτεμβρίου 2017, τονίστηκε ότι για να διαπιστωθεί παραβίαση της δίκαιης δίκης απαιτείται η τεκμηρίωση δυσμενούς επηρεασμού.
Αναφέρθηκαν δε τα εξής στην υπόθεση Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 204: «Σε κάθε ποινική υπόθεση η κατηγορούσα αρχή έχει στη διάθεσή της τα αποτελέσματα της διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία». Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6(3)(β) της Συνθήκης είναι να επιτύχει ισότητα των όπλων μεταξύ της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης, με το να απαιτεί την παροχή στον κατηγορούμενο της δυνατότητας εξοικείωσής του, για σκοπούς προετοιμασίας της υπεράσπισής του, με τα αποτελέσματα των ερευνών που έγιναν στη διαδικασία (Jespers v. Belgium, No 8403/78, 27 DR 61 at 87 [1981] Com Rep.).
Παρ’ όλα αυτά, όπως σε όλες τις περιπτώσεις παράβασης του δικαιώματος παροχής διευκολύνσεων (Koplinger v. Austria, No 1850/63, 12 ΥΒ 438 [1968], και F v. UK, No 11058/84, 47 DR 230 [1986]), για να ευσταθήσει ισχυρισμός για παράβαση του άρθρου 6(3) είναι απαραίτητο να αποδειχθεί πραγματικός δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Στην υπόθεση MS v Finland, App. No 46601/99, ημερ. 22 Μαρτίου 2005, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφερε ότι: «No infringement of equality of arms has been established as none of the parties was placed at a disadvantage vis-à-vis the opposing party».
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143: «Δυσμενής επηρεασμός έχει σχέση με το «δίκαιο της δίκης». Δυσμενής επηρεασμός υπάρχει όταν δημιουργούνται συνθήκες μη δίκαιης δίκης». Επίσης στην Ποιν. Έφ. Αρ. 72/2012, Yacoob ν. Δημοκρατίας, ημερ. 19 Μαρτίου 2014, επαναλήφθηκε ότι: «… ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης».
Είναι επίσης απόλυτα ορθή η παρατήρηση ότι για να στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πράγματι ο Εφεσείων είχε επηρεαστεί δυσμενώς. Το Κακουργιοδικείο καθοδηγούμενο ορθά, στη βάση των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, εξέτασε και αποτέλεσε εύρημα του ότι η Κατηγορούσα Αρχή, αφενός δεν είχε υποχρέωση φύλαξης των καταστραφέντων τεκμηρίων και αφετέρου δεν έφερε ευθύνη για την καταστροφή τους.
Στη συνέχεια εξέτασε κατά πόσο, ως συνέπεια της καταστροφής, προκλήθηκε δυσμενής επηρεασμός στην υπεράσπιση. Κατέληξε ότι, παρόλο που και η Κατηγορούσα Αρχή αντιμετώπισε δυσκολία στην προώθηση και προσπάθεια απόδειξης της υπόθεσης της, αφού στερήθηκε του δικαιώματος και της ευχέρειας να χρησιμοποιήσει αυτούσια τα τεκμήρια, εντούτοις αυτή εξακολουθούσε να βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι της υπεράσπισης εφόσον όλοι οι μάρτυρες της είχαν την ευκαιρία, σε προγενέστερο χρόνο, να δουν και να εξετάσουν τα τεκμήρια και να δώσουν μαρτυρία επί τούτων και αυτό δημιούργησε ανισότητα όπλων.
Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η υπεράσπιση είχε επηρεαστεί δυσμενώς καθότι δεν μπορούσε να προβεί σε επιστημονικό ή άλλο έλεγχο ή εξέταση των τεκμηρίων, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης π.χ. η φύση και η ποσότητα των ουσιών, ο αριθμός των συσκευασιών, η κατάσταση τους, το βάρος τους. Τέλος ανέφερε ότι δεν ήταν δυνατή η αξιολόγηση βασικών μαρτύρων κατηγορίας και η κατάληξη σε τυχόν ευρήματα επί ουσιωδών επίδικων ζητημάτων, λόγω της διαπίστωσης περί μη δίκαιης δίκης.
Το θέμα της διακίνησης των τεκμηρίων, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, αποτέλεσε θέμα αμφισβήτησης. Η υπεράσπιση είχε προβεί σε αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας που είχαν εμπλακεί στη διακίνηση των τεκμηρίων, πριν την καταστροφή τους. Υποδεικνύονταν, στους εν λόγω μάρτυρες, τα τεκμήρια και ο τρόπος σφράγισης τους, και ως εκ τούτου, η μαρτυρία τους θα μπορούσε να τύχει αξιολόγησης.