Απόφαση – φωτιά για υπόθεση στις βρετανικές βάσεις
Έφεση
Ο εφεσείων προώθησε την έφεση εναντίον της απαλλαγής του εφεσιβλήτου με βάση το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 6 εισηγείται ότι ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων. Ο τρίτος, πέμπτος και έβδομος λόγος έφεσης στρέφονται εναντίον του πλημμελούς αποκλεισμού μαρτυρίας από το Δικαστήριο. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά την αντικανονικότητα της διαδικασίας.
Ακολούθησε στη συνέχεια καταχώριση πέντε πρόσθετων λόγων έφεσης, που αφορούν και πάλι εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου, πλημμελή αποκλεισμό μαρτυρίας και αμφισβήτηση της πρωτόδικης κατάληξης ότι δεν υπήρχε απόδειξη βάσει της οποίας το δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός για τη θεμελίωση της απόφασης του.
Με τη γραπτή του αγόρευση ο εφεσείων διευκρίνισε ότι ο κύριος πυλώνας της έφεσης του περιστρέφεται γύρω από την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι η καταστροφή των τεκμηρίων ήταν τέτοια, που έθεσαν την Κατηγορούσα Αρχή σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι του εφεσιβλήτου και την υπεράσπιση σε δυσμένεια, με αποτέλεσμα να μην θεωρηθεί ως δίκαιη δίκη. Οι υπόλοιποι λόγοι αναφέρει είναι απόρροια της εσφαλμένης κρίσης του Κακουργιοδικείου περί μη δίκαιης δίκης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Κακουργιοδικείου, ότι ο εφεσίβλητος δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω της καταστροφής των τεκμηρίων και της μη διάθεσης τους στην υπεράσπιση. Εσφαλμένα εφαρμόστηκαν, εισηγήθηκε, οι νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα της δίκαιης δίκης και δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα της υπόθεσης.
Υπήρχε, όπως τονίστηκε, άλλη διαθέσιμη μαρτυρία, όπως αυτή των εμπειρογνωμόνων τους οποίους η υπεράσπιση είχε τη δυνατότητα να αντεξετάσει και κατ’ επέκταση να πλήξει την αξιοπιστία τους. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι εσφαλμένα πρωτοδίκως δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι ουδέποτε είχε υποβληθεί από την υπεράσπιση αίτημα για επιστημονική εξέταση των τεκμηρίων.
Ενώ αναγνωρίστηκε, όπως τονίστηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της Δημοκρατίας, ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για την καταστροφή των τεκμηρίων, εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι είχε δημιουργηθεί ανισότητα όπλων. Όφειλε, όπως λέχθηκε, πρώτα να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε κακοπιστία εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής. Ο εφεσείων, πρόσθεσε ότι το Κακουργιοδικείο είχε προβεί σε αμφισβητήσεις ζητημάτων τα οποία δεν είχαν τύχει αμφισβήτησης κατά τη διαδικασία, πριν την καταστροφή των τεκμηρίων.
Η αρχή της ισότητας των όπλων αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δίκαιης δίκης και κατά τη διεξαγωγή μιας ποινικής δίκης θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι αυτή η ισότητα των όπλων ενυπάρχει και διασφαλίζεται. Η ισότητα των όπλων ως αρχή, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί και άπτεται της παρεχόμενης δυνατότητας κάθε πλευράς να παρουσιάσει με την καλύτερη δυνατή και επιτρεπτή μαρτυρία την υπόθεση της. (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746).
Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6(3)(β) της ΕΣΔΑ είναι η επίτευξη της ισότητας όπλων ανάμεσα στην Κατηγορούσα Αρχή και την υπεράσπιση. Στην υπόθεση Α.Α ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 140, γίνεται μια ανάλυση της αρχής της ισότητας των όπλων: «Η αρχή της ισότητας των όπλων βασίζεται στην εξισορρόπηση. Η διαδικασία εξετάζεται στο σύνολό της και συγκεκριμένος περιορισμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν αρκετός για να θεωρηθεί ολόκληρη η διαδικασία άδικη.»