Αιτούνται υπηκοότητας δηλώνοντας… απόγονοι Τουρκοκυπρίων

Άραβες ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι Τουρκοκυπρίων – Ζητούν κυπριακή υπηκοότητα
Γράφει: Χριστάκης Γιαννακός
ΝΕΟ ΕΙΔΟΣ αλλοδαπών που αιτούνται να τους επιδοθεί η κυπριακή υπηκοότητα, έχει αρχίσει να δρα από το 2009, αλλά η Κυπριακή Δημοκρατία ψήλωσε τα χέρια, αφού δεν μπορεί να ερευνήσει κατά πόσον τα πρόσωπα αυτά έχουν οποιαδήποτε σχέση με την Κύπρο.
Οι συγκεκριμένοι αλλοδαποί αραβικής καταγωγής, ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι Τουρκοκυπρίων που πριν από χρόνια είχαν μεταναστεύσει σε αραβικές χώρες, και έτσι δικαιούνται να πολιτικογραφηθούν ως Κύπριοι.
Το θέμα είναι σοβαρό και παράλληλα καυτό, γιατί οι Κυπριακές Αρχές δεν μπορούν να ερευνήσουν κατά πόσο οι αιτητές –που είναι αρκετοί- είναι όντως απόγονοι Κυπρίων και ιδιαίτερα Τουρκοκυπρίων.
Το όλο πρόβλημα έφερε στη δημοσιότητα απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (18.06.2020), σε προσφυγή που ασκήθηκε εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω υπουργείου Εσωτερικών και του αναπληρωτή διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Το Δικαστήριο (Γ. Σεραφείμ) εξέτασε ισχυριζόμενη συνεχιζόμενη παράλειψη των καθ’ων η αίτηση να απαντήσουν σε αίτηση γυναίκας από την Ιορδανία για εγγραφή ως Κύπρια πολίτιδα.
Αυτούσια η απόφαση:
Γ.ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΔΔΔ: Η αιτήτρια κατάγεται από την Ιορδανία και είναι σύζυγος προσώπου, ο οποίος απέκτησε, κατόπιν σχετικής αίτησης του, την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη βάση του ότι δήλωσε εγγονός Τουρκοκύπριας πολίτιδας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 22.6.2010, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση (τύπου Μ125) για εγγραφή της ως Κύπρια πολίτιδα, ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, ήτοι του συζύγου της. Κατά τους καθ’ ων η αίτηση, στο αρμόδιο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (εφεξής το «Τμήμα») εκκρεμεί μεγάλος αριθμός αιτήσεων για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας από φερόμενους τουρκοκύπριους (άτομα αραβικής υπηκοότητας, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι τουρκοκύπριων πολιτών), οι οποίες αιτήσεις παραμένουν εκκρεμείς από το έτος 2009.
Αυτό διότι, κατά την καθ’ ης η αίτηση,
α) το Τμήμα, στη βάση πληροφοριών που έχουν ληφθεί από διπλωματικές αποστολές της Κυπριακής Δημοκρατίας στο εξωτερικό και από τις αρχές ασφαλείας του κράτους, διατηρούνται αμφιβολίες, κατά πόσο τα εν λόγω άτομα είναι πράγματι απόγονοι τουρκοκύπριων υπηκόων, ενόψει του ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, οι αρχές των αραβικών χωρών, από τις οποίες κατάγονται οι πλείστοι ενδιαφερόμενοι, εκδίδουν πιστοποιητικά γέννησης και άλλα παρομοίας φύσεως έγγραφα στην βάση μαρτυρίας των ιδίων των ενδιαφερομένων και όχι σύμφωνα με στοιχεία που διαθέτουν στα αρχεία τους, ενώ εντοπίστηκαν και πλαστά έγγραφα από συγκεκριμένη αραβική χώρα,
β) οι αιτήσεις είναι πολλές και
γ) η εξέταση αιτήσεων, ως η παρούσα, διενεργείται αποκλειστικά από τρεις (3) λειτουργούς του Κλάδου Ιθαγενειών του Τμήματος. Όπως, περαιτέρω, αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση στην ένσταση τους, το Τμήμα, κατόπιν οδηγιών του Αν. Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, συγκάλεσε ενδουπηρεσιακή σύσκεψη στις 7.9.2017, με απώτερο στόχο όπως συζητηθεί ο περαιτέρω χειρισμός των εν λόγω αιτήσεων, στην οποία λήφθηκαν συγκεκριμένες αποφάσεις.
Οι καθ’ ων η αίτηση, στην ένσταση τους, αναφέρουν και ποιες ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση, διενεργήθηκαν προς εκτέλεση των αποφάσεων, οι οποίες λήφθηκαν στην άνω σύσκεψη, προφανώς, ως διαφάνηκε και από την γραπτή αγόρευση τους στην παρούσα προσφυγή, προς αιτιολόγηση της θέσεως τους, ότι δεν έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος για λήψη απόφασης επί του υποβληθέντος αιτήματος της αιτήτριας.
Η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε στις 15.6.2017 εναντίον ισχυριζόμενης συνεχιζόμενης παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν επί του επίδικου αιτήματος.
Είχε προηγηθεί, το έτος 2013 και έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως σε υποβολή παραπόνου εκ μέρους (και) της αιτήτριας, με την οποία διαγνώστηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εξέταση του αιτήματος. Ως επιβεβαίωσε η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν ούτε μέχρι την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης (17.6.2020) οποιαδήποτε απόφαση επί του επίδικου αιτήματος.
Κατά την ημερομηνία ακρόασης, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση απέσυρε και όλες τις προδικαστικές ενστάσεις, τις οποίες είχε εγείρει. Εξέτασα, συνεπώς, την παρούσα προσφυγή στην ουσία της.
Σύμφωνα με το άρθρο 29 του Συντάγματος:
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ’ άλλων να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημοσίαν αρχήν δικαιούμενος ν’ απαιτήση, όπως αύτη επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως. Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως εις τον υποβαλόντα την αίτησιν ή τα παράπονα εν πάση περιπτώσει εντός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας.
2. Εφ’ όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας δύναται ο ενδιαφερόμενος ν’ αγάγη ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου διά προσφυγής την υπόθεσιν, εις ην αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού.»
Σύμφωνα με το άρθρο 31(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999 (εφεξής «ο Νόμος»), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας υπόθεσης, με δικές μου υπογραμμίσεις:
«33.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 29 του Συντάγματος, το δικαίωμα αναφοράς-
(α) Παρέχεται σε κάθε πρόσωπο που διαμένει στη Δημοκρατία, ανεξάρτητα αν αυτό είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πολίτης ή αλλοδαπός·
(β) καλύπτει την υποβολή παραπόνου ή αιτήματος για να προβεί η διοίκηση σε διοικητική ενέργεια ή για την ανάκληση ή τροποποίηση πράξης που έχει ήδη εκδοθεί ή για την αποτροπή ή επανόρθωση ηθικής ή υλικής βλάβης·
(γ) δεν καλύπτει αίτημα για την παροχή πληροφοριών, εκτός αν αυτό προβλέπεται από το νόμο. »
Σύμφωνα με το άρθρο 35 του Νόμου, πάντα με δικές μου υπογραμμίσεις:
«35. Η υποχρέωση για απάντηση μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών υπάρχει, όταν η λήψη της απόφασης μέσα στην προθεσμία αυτή είναι εφικτή, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών κάθε υπόθεσης. Η διοίκηση οφείλει σε όλες τις περιπτώσεις να δίνει εγγράφως μέσα στην προθεσμία των τριάντα ημερών πληροφορίες για την πορεία της υπόθεσης.»
Έχει, περαιτέρω, αποφασιστεί (βλ. ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΓΙΟΥ ΔΟΜΕΤΙΟΥ KAI ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, ΔΗΜΟΣ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ KAI ΒΟΡΚΑ (1994) 3 Α.Α.Δ. 514) ότι, ο εύλογος χρόνος για έκδοση απόφασης εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο του ευλόγου χρόνου είναι αντικειμενικό, με τελικό κριτή το Δικαστήριο.
Οι θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, αβίαστα δεν αντέχουν τη βάσανο της δικαστικής εξέτασης της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.
Το επίδικο αίτημα αφορά σε αίτημα έκδοσης εκτελεστής διοικητικής πράξης, εν τη εννοία του άρθρου 146.1 του Συντάγματος και υποβλήθηκε το έτος 2010 (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα), εφτά (7) δηλαδή περίπου χρόνια πριν από την ημερομηνία καταχώρισης της παρούσας προσφυγής και δέκα (10) περίπου χρόνια πριν από σήμερα.
Τίποτε από όσα αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την πάροδο τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος για να ληφθεί απόφαση επί του επίδικου αιτήματος, ενώ η παράλειψη απάντησης επ’ αυτού συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Σημειώνεται, εν πάση περιπτώσει και ότι, η περίπτωση της αιτήτριας δεν είναι η περίπτωση κάποιου προσώπου που ισχυρίζεται ότι ζητεί την ιδιότητα του πολίτη στη βάση ότι έχει οποιαδήποτε συγγένεια με τουρκοκύπριο πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε να είχαν τα όσα σχετικά επικαλούνται οι καθ’ ων η αίτηση ενδεχομένως κάποια αξία για σκοπούς αιτιολόγησης της παρατηρούμενης καθυστέρησης, αλλά αιτείται πολιτογράφησης λόγο κατοχής της ιδιότητας του κύπριου πολίτη από τον σύζυγο της, του οποίου η εν λόγω ιδιότητα δεν έχει, με βάση το περιεχόμενο του ενώπιον μου διοικητικού φακέλου, καθ’ οιονδήποτε τρόπο ανακληθεί ή τελεί υπό διαδικασία αναψηλάφισης και, ως εκ τούτου, διέπεται από το τεκμήριο της νομιμότητας.
Συνεπώς, με βάση τα προαναφερόμενα, κρίνω ότι, στην παρούσα περίπτωση υφίσταται (συνεχιζόμενη) παράλειψη απάντησης στο αίτημα της αιτήτριας εντός ευλόγου χρόνου, κατά παράβαση των άρθρων 29 του Συντάγματος και 146.1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 35 του Νόμου, η οποία και ακυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 146(4)(γ) του Συντάγματος, παν δε, παραληφθέν έδει να είχεν εκτελεστεί.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους 1650 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.