Μηδέν στο πηλίκο στην υπόθεση για ΣΠΕ Αγίας Φύλας
Απαλλαγή από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι 4 εναπομείναντες κατηγορούμενοι, για εξασφάλιση δανείων με ψευδείς παραστάσεις, αποφάσισε το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού – Καθοριστικές παραλείψεις της Αστυνομίας στην έκβαση της υπόθεσης και φαινόμενα κακοδιαχείρισης στο πρώην Συνεργατικό, εντόπισε το Δικαστήριο.
ΓΡΑΦΕΙ: Νάταλι Μιχαηλίδου
Δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των τεσσάρων κατηγορουμένων στην υπόθεση της πρώην ΣΠΕ Αγίας Φύλας, σύμφωνα με απόφαση που εξέδωσε το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού. Η υπόθεση αφορούσε αδικήματα που, βάσει κατηγορητηρίου, διαπράχθηκαν κατά τη χρονική περίοδο 2006 – 2009, στη Λεμεσό. Συγκεκριμένα, αντικείμενο των 115 κατηγοριών ήταν 11 δάνεια που χορηγήθηκαν από τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φύλας, ύψους 12 εκατομμυρίων ευρώ.
Βαρύ κατηγορητήριο
Ειδικότερα, οι 4 είχαν κατηγορηθεί για πλαστογραφία (ότι με σκοπό την καταδολίευση, κατάρτισαν πλαστά έγγραφα, τα οποία εμφανίζονταν ως να μην είναι στην πραγματικότητα, δηλαδή Αιτήσεις Μέλους για χορήγηση δανείων), για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (ότι δηλαδή συνωμότησαν μεταξύ τους για να διαπράξουν το αδίκημα της πλαστογραφίας, το αδίκημα της πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις και το αδίκημα της εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις), για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου (ότι δηλαδή εν γνώσει τους και δολίως, κατέθεσαν πλαστές Αιτήσεις Μέλους για χορήγηση δανείου), για πρόκληση εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις (ότι δηλαδή με ψευδείς παραστάσεις ως προς το περιεχόμενο εγγράφου προκάλεσαν την εκτέλεση των Αιτήσεων Μέλους για χορήγηση δανείων), για εξασφάλιση πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις (ότι δηλαδή με τις Αιτήσεις Παραχώρησης Δανείου οι οποίες περιείχαν ψευδείς πληροφορίες και με ψευδείς εκτιμήσεις Αξίας Ακινήτων, εξασφάλισαν πίστωση από τη ΣΠΕ Αγίας Φύλας) και για συνωμοσία προς καταδολίευση (ότι δηλαδή συνωμότησαν μεταξύ τους για να καταδολιεύσουν τη ΣΠΕ Αγίας Φύλας με Αιτήσεις Παραχώρησης Δανείου, οι οποίες περιείχαν ψευδείς πληροφορίες και με ψευδείς Εκτιμήσεις Αξίας Ακινήτων).
Πέραν τούτων, δύο εκ των 4 αντιμετώπιζαν επιπρόσθετες κατηγορίες για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής δεν μπορεί να βασίζεται σε απλές υποψίες κάποιου μάρτυρα, τις οποίες η Αστυνομία δεν θεώρησε καν σκόπιμο να διερευνήσει, σημειώνει το Δικαστήριο.
Από έντεκα… κανένας
Στο πολυσέλιδο κείμενο της απόφασης, οι δικαστές (T. Καρακάννα, Α. Κονή, T. Kατσικίδη) προβαίνουν σε σύνοψη της ογκώδους μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν τους και εξετάζουν εκτενώς τις νομικές πτυχές της εισήγησης που πρόβαλε η υπεράσπιση για απόρριψη όλων των κατηγοριών στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, για να καταλήξει ουσιαστικά σε απαλλαγή των τεσσάρων από τις συνολικά 115 κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Επισημαίνεται ότι, στα αρχικά στάδια της διαδικασίας, που ξεκίνησε πριν από δύο περίπου χρόνια, οι κατηγορούμενοι ήταν έντεκα και όχι τέσσερις. Η υπόθεση εναντίον των υπολοίπων αναστάληκε από τον Γενικό Εισαγγελέα –οι πρώην κατηγορούμενοι, πλην ενός, κλήθηκαν στη συνέχεια να καταθέσουν ως μάρτυρες κατηγορίας. Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν 76 συνολικά μάρτυρες και κατατέθηκαν 315 συνολικά τεκμήρια, στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι αιτήσεις μέλους για χορήγηση δανείου, οι συμφωνίες δανείων, οι εκτιμήσεις των ενυπόθηκων ακινήτων, τα πρακτικά των συνεδριών της ΣΠΕ Αγίας Φύλας και οι εκθέσεις του εσωτερικού ελεγκτή. «Ο όγκος της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν τεράστιος», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, που προσθέτει ότι «τα έγγραφα που κατατέθηκαν ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες».
Η θέση της υπεράσπισης
Όπως παρατίθεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής οι κατηγορούμενοι εισηγήθηκαν ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν. Θέση της υπεράσπισης ήταν ότι «δεν έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών και ότι παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα των πελατών τους για δίκαιη δίκη». Πιο ειδικά ότι, «οι Αιτήσεις Μέλους για Χορήγηση Δανείου, που είναι αντικείμενο όλων των κατηγοριών, δεν ήταν ‘πλαστές’ εν τη εννοία του Νόμου, οι κατηγορούμενοι δεν προέβησαν σε ψευδείς παραστάσεις και ότι τα μέλη της Επιτροπείας της ΣΠΕ Αγίας Φύλας δεν καταδολιεύθηκαν».
Αντιθέτως, η Κατηγορούσα Αρχή, καταθέτοντας στο Δικαστήριο αγόρευση άνω των 100 σελίδων, υποστήριξε ότι «προσκομίσθηκε επαρκής περιστατική μαρτυρία που καταδεικνύει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι» και ανέλυσε τους λόγους που όλοι οι κατηγορούμενοι έπρεπε να κληθούν σε απολογία.
Σύμφωνα με απόσπασμα της αγόρευσης της Κατηγορούσας Αρχής που περιλήφθηκε στην απόφαση, η στοιχειοθέτηση όλων των αδικημάτων στο κατηγορητήριο εστιάστηκε στην «πρόθεση των κατηγορουμένων να ξεγελάσουν τη ΣΠΕ Αγίας Φύλας και να αποσπάσουν από αυτή τα ποσά των δανείων, βασιζόμενοι σε αυτές τις υπερεκτιμήσεις για τις οποίες όλοι είχαν γνώση». Κατά την αγόρευση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχή στην υπόθεση ήταν ξεκάθαρο πως «οι κατηγορούμενοι είχαν συνωμοτήσει να πλαστογραφήσουν και να κυκλοφορήσουν τις αιτήσεις των επίδικων δανείων και να αποσπάσουν χρήματα από το Συνεργατισμό με δόλιο τρόπο». Περαιτέρω, υποστήριξε ότι «ο κατηγορούμενος 1 επωφελήθηκε, ως επί το πλείστον, των εκδόσεων των δανείων, επηρέαζε εκτιμητές να προβαίνουν σε υπερεκτιμήσεις, ο κατηγορούμενος 2 ήταν συνεργάτης του και είχε φροντίσει τόσο για την εύρεση των ‘πρωτοφειλετών’, οι οποίοι δεν ήταν αξιόχρεοι, αλλά και βοήθησε, ως η μαρτυρία, στο να γίνουν οι υπερεκτιμήσεις, επηρεάζοντας κατά ανάλογο τρόπο τους εκτιμητές να υιοθετήσουν κατά πολύ ψηλότερες της πραγματικότητας αγοραίες αξίες κι επωφελήθηκε από μέρος των δανείων, ο κατηγορούμενος 3 καθοδηγούσε και υποβοηθούσε για να καλύψει και τον εαυτό του για τις συγκαταθέσεις που έδινε για υπερβάσεις στους τρεχούμενους του κατηγορούμενου 1 και ο 4 γνώριζε και συνεργαζόταν, ώστε να προωθούνται οι αιτήσεις και να τυγχάνουν έγκρισης από την Επιτροπεία».
Καθοριστικές οι παραλείψεις των Ανακριτών
Αναφορικά με τις κατηγορίες για πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστών εγγράφων, το Δικαστήριο -αντλώντας καθοδήγηση από την αγγλική νομολογία- διαχώρισε αρχικά την πρόθεση εξαπάτησης από την πρόθεση καταδολίευσης. «Το γεγονός ότι τα έγγραφα περιέχουν ψευδείς δηλώσεις, δεν καθιστά τα έγγραφα πλαστά», σημειώνει. Περαιτέρω, επισημαίνει πως αναγκαία προϋπόθεση για το αδίκημα της πλαστογραφίας, για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και για το αδίκημα της εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις, είναι η απόδειξη της πρόθεσης καταδολίευσης. Σε σχέση με τις κατηγορίες για ψευδείς παραστάσεις, η απόφαση αναφέρει ότι καμία μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον Δικαστηρίου «ότι οι κατηγορούμενοι ή οποιοσδήποτε από αυτούς γνώριζε ότι τα στοιχεία που είχαν δηλωθεί ήταν ψευδή». Γίνεται δε λόγος για παραλείψεις από τις ανακριτικές αρχές σε σχέση με τα φερόμενα ως πλαστογραφημένα έγγραφα, ήτοι τις εκθέσεις εκτίμησης ακινήτων που δόθηκαν ως εξασφαλίσεις, οι υπογραφές επί των οποίων αμφισβητήθηκαν ως προς την αυθεντικότητά τους. «Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής δεν μπορεί να βασίζεται σε απλές υποψίες κάποιου μάρτυρα, τις οποίες η Αστυνομία δεν θεώρησε καν σκόπιμο να διερευνήσει», σημειώνει το Δικαστήριο και συμπληρώνει: «Κρίνουμε ότι λόγω των πιο πάνω παραλείψεων, οι ανακριτικές αρχές παρέλειψαν να εκπληρώσουν το καθήκον τους και να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο όλη τη σχετική μαρτυρία αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα». Επιπλέον, το τριμελές Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι «η παράλειψη των Διωκτικών Αρχών να διερευνήσουν το θέμα αυτό» έθεσε την Υπεράσπιση σε μειονεκτική θέση, καθότι η συγκεκριμένη μαρτυρία ήταν ουσιώδης και καθοριστική ως προς την έκβαση της υπόθεσης «και οι ανακριτικές αρχές είχαν υποχρέωση να διερευνήσουν το θέμα ενδελεχώς και να παρουσιάσουν τυχόν πορίσματα». Επιπρόσθετα, οι δικαστές αποφάνθηκαν ότι παρότι προτάθηκαν ως εξασφάλιση ακίνητα προς υποθήκευση που, κατά τον επίδικο χρόνο, δεν ήταν εγγεγραμμένα στο όνομα κάποιου εκ των Αιτητών / Πρωτοφειλετών, αυτό «δεν συνιστά ψευδή δήλωση, ούτε τείνει να καταδείξει απόπειρα καταδολίευσης».
Ως εκ τούτων, το Δικαστήριο καταλήγει ότι «δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων» και ότι οι κατηγορούμενοι «αθωώνονται και απαλλάσσονται από το στάδιο αυτό σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν».
Κακοδιαχείριση στη ΣΠΕ
Πάντως, το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να παρατηρήσει ότι από τη μαρτυρία που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή «εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη Συνεργατική, δεν ακολουθούνταν οι καθιερωμένες και γενικά αποδεκτές τραπεζικές πρακτικές για χορήγηση πιστωτικών διευκολύνσεων». Οι δικαστές σημείωσαν επιπλέον ότι η παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων, αφηνόταν στην προσωπική ικανότητα και στη γνώση της Επιτροπείας, «τα μέλη της οποίας δεν ήταν δεόντως καταρτισμένα για το σκοπό αυτό». Παρότι θεσμικά όργανα που ήταν επιφορτισμένα με την εποπτεία και τον έλεγχο των διαδικασιών παραχώρησης δανείων, είχαν εντοπίσει φαινόμενα κακοδιαχείρισης, «δεν ενήργησαν έγκαιρα και τούτο διαχρονικά, προς λήψη των επιβαλλομένων μέτρων για να εκλείψουν και να παταχθούν, τα φαινόμενα αυτά», αναφέρει η απόφαση, στην οποία συμπληρώνεται ότι «τούτο είχε ως επακόλουθο διάφορα πρόσωπα να εκμεταλλευθούν τα κενά αυτά και τις αδυναμίες του συστήματος και τοιουτοτρόπως, να επέλθουν τα ευκόλως προβλεπόμενα δυσμενή αποτελέσματα στην πορεία, όχι μόνο σε σχέση με τα επίδικα δάνεια αλλά και σε πολλά άλλα δάνεια που παραχωρήθηκαν κάτω από τις ίδιες συνθήκες».
Παρόλα αυτά, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι «οι παραλείψεις, η πλημμελής ή η μη εκτέλεση των καθηκόντων, είτε κατά παράβαση των συμβατικών η άλλως πώς καθοριζομένων υποχρεώσεων διαφόρων προσώπων, με η χωρίς σκοπιμότητες, που εντοπίζονται από τη μαρτυρία της ιδίας της Κατηγορούσας Αρχής, δεν στοιχειοθετούν χωρίς απόδειξη και των λοιπών υπό της σχετικής νομοθεσίας προβλεπόμενων συστατικών στοιχείων, ποινικά αδικήματα».
Δικαίωμα για δίκαιη δίκη
Στο τελευταίο μέρος της απόφασής του, το Δικαστήριο ασχολείται και με την εισήγηση της υπεράσπισης περί επηρεασμού του δικαιώματος των κατηγορουμένων για δίκαιη δίκη, από την παράλειψη της Αστυνομίας να καλέσει τρεις εξ αυτών και να τους ανακρίνει σε σχέση με τις διάφορες εκδοχές που πρόβαλαν οι μάρτυρες κατηγορίας. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι «το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την παράλειψη της Αστυνομίας να κατηγορήσει προφορικά τους κατηγορούμενους, έχει μεταθέσει, το βάρος απόδειξης των κατηγοριών από τους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής στους ώμους των κατηγορουμένων». Κατά την απόφαση «οι κατηγορούμενοι δεν ανακρίθηκαν επί των ουσιωδών θεμάτων που αποτελούν το αντικείμενο των κατηγοριών», ούτε για τυχόν εμπλοκή τους «στον καταρτισμό των κατ’ ισχυρισμό ψευδών στοιχείων που περιέχονται στις επίδικες Αιτήσεις και συνιστούν το αντικείμενο των κατηγοριών». Παρόλο που κάποιοι ανακρίθηκαν ακροθιγώς για συγκεκριμένα θέματα που σχετίζονται με τις επίδικες ψευδείς παραστάσεις, «δεν ενημερώθηκαν όμως με τρόπο σαφή για τη μαρτυρία που είχε συλλεχθεί εναντίον τους και δεν κλήθηκαν να δώσουν τη δική τους εκδοχή σε σχέση με τις κατηγορίες που τους προσάφθηκαν στη συνέχεια», ενώ κανένας εξ αυτών δεν ανακρίθηκε «σε σχέση με τα όσα τούς καταλόγισαν οι πρώην συγκατηγορούμενοι τους εκ των υστέρων μάρτυρες κατηγορίας». Στην απόφαση αναφέρεται επίσης ότι οι κατηγορούμενοι, τότε ύποπτοι, δεν γνώριζαν τις κατηγορίες εξ αρχής «έτσι ώστε να τους διδόταν η ευκαιρία να παρουσιάσουν στις ανακριτικές αρχές οποιαδήποτε στοιχεία προς υπεράσπιση τους και στη συνέχεια τα στοιχεία αυτά να τύχουν της δέουσας διερεύνησης». Ας σημειωθεί ότι ουδέποτε κατηγορήθηκαν γραπτώς για τις κατηγορίες που εν τέλει αντιμετώπισαν. Ενδεικτική δε η παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι «οι κατηγορούμενοι καλούνται να αποκαλύψουν την Υπεράσπιση τους για πρώτη φορά κατά την ακρόαση της υπόθεσης, με ότι αυτό συνεπάγεται στην αξιοπιστία τους και στη γραμμή υπεράσπισης τους».
Τέτοιου είδους παραλείψεις, σημειώνουν οι δικαστές, «κρίνουμε ότι έχουν άμεσο αντίκτυπο στη διερεύνηση της υπόθεσης και κατ’ επέκταση στην παρουσίαση της ενώπιον του Δικαστηρίου, καθότι το Δικαστήριο δεν έχει ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης πραγμάτων». Έχοντας αποφασίσει πως οι προαναφερθείσες ενέργειες και παραλείψεις των αστυνομικών αρχών συνιστούν παραβίαση του δικαιώματος των κατηγορουμένων για δίκαιη δίκη, το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού αναφέρει καταληκτικά ότι «ακόμη και αν η απόφαση μας για απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον τους ήταν ότι έπρεπε να κληθούν σε απολογία, θα ανακόπταμε την περαιτέρω συνέχιση της δίκης και θα την καταργούσαμε».