Θεσμικές αλλαγές στη βάση αρχών και όχι συναλλαγών
Στη Δημοκρατία, θεσμικές αλλαγές γίνονται στη βάση αρχών και όχι συναλλαγών. Σε αντίθεση με ό,τι έγινε σε σχέση με την εισήγηση αναφορικά με τις ιστορικές μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη. Αλλιώς καταλήγεις σε αδιέξοδα, τα οποία δεν συνάδουν με τη Δημοκρατία.
Γράφει: Λάρης Βραχίμης, Δικηγόρος
Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, είπε σε δηλώσεις της στην πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή του ΡΙΚ (25.7.2020) η υπουργός Δικαιοσύνης, αναφερόμενη στην επιστροφή από τη Βουλή των νομοσχεδίων της δικαστικής μεταρρύθμισης στο υπουργείο Δικαιοσύνης, δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Πολύ ορθά το έθεσε η υπουργός. Πράγματι, στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Παράλληλα, όμως, στη Δημοκρατία, θεσμικές αλλαγές γίνονται στη βάση αρχών και όχι συναλλαγών. Σε αντίθεση με ό,τι έγινε σε σχέση με την εισήγηση αναφορικά με τις ιστορικές μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη. Αλλιώς καταλήγεις σε αδιέξοδα, τα οποία δεν συνάδουν με τη Δημοκρατία.
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών προβλέπει ότι η κάθε μία από τις τρεις εξουσίες θα πρέπει να ενεργεί όταν ασκεί τις αρμοδιότητες που τις αναθέτει το Σύνταγμα, χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση από τις άλλες εξουσίες. Αυτή η αρχή σίγουρα αφορά τη δικαστική εξουσία κατά την εκτέλεση του δικαστικού της έργου. Ισχύει όμως εξίσου και σε σχέση με τις άλλες εξουσίες. Η δικαστική μεταρρύθμιση είναι ζήτημα που ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των άλλων δύο εξουσιών. Της εκτελεστικής, που έχει το δικαίωμα να καταρτίσει νομοσχέδια για τη μεταρρύθμιση και της νομοθετικής, που θα αποφασίσει αν θα τα εγκρίνει ή όχι.
Ο ρόλος των Δικαστηρίων σε αυτά περιορίζεται σε δυο σημεία:
Το πρώτο, αφορά στο δικαίωμα προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων των μελών του. Οποιαδήποτε παρέμβαση σε αυτά τα δικαιώματα είναι ανεπίτρεπτη. Αυτό όμως αφορά στα προσωπικά κεκτημένα δικαιώματα των προσώπων που σήμερα είναι μέλη της δικαστικής υπηρεσίας, όχι γενικά στα κεκτημένα δικαιώματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως μιας αφηρημένης έννοιας ή γενικά των Δικαστών, σημερινών και μελλοντικών.
Το δεύτερο, αφορά στο ζήτημα της συνταγματικότητας των όποιων νέων ρυθμίσεων. Το ζήτημα αυτό όμως θα κληθούν να το αποφασίσουν τα Δικαστήρια όταν και εφόσον εγερθεί ενώπιόν τους στο πλαίσιο του δικαστικού τους έργου. Δεν μπορούν να προκαταλάβουν την όποια απόφασή τους και, συνεπώς, δεν μπορούν να τοποθετηθούν σε θέματα που άπτονται αυτών των ζητημάτων στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη μεταρρύθμιση.
Κατά τα άλλα, οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν δικαίωμα να συμμετάσχουν στη διαβούλευση ισότιμα με κάθε άλλο δικαστή, οργανωμένο σύνολο ή μεμονωμένο πολίτη. Η άποψή τους σε αυτό το ζήτημα δεν βαρύνει περισσότερο από αυτήν κάποιου άλλου. Σε μια δημόσια διαβούλευση πείθεις με τα επιχειρήματά σου, δεν επιβάλλεσαι εκ της ιδιότητάς σου.
Δεν είμαστε η πρώτη χώρα στον κόσμο που έχει προχωρήσει σε δικαστική μεταρρύθμιση. Αν κοιτάξουμε τι συνέβηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με την κατάργηση του House of Lords και την αντικατάστασή του με το Supreme Court of the UK, θα δούμε ότι εκεί προηγήθηκε εκτεταμένη διαβούλευση. Με πλήρη διαφάνεια όμως. Στην οποία συμμετείχαν και οι δικαστές του House of Lords με γραπτή εισήγηση, όχι στο πλαίσιο διαπραγμάτευσης που έδινε την εικόνα της συναλλαγής. Γραπτής εισήγησης που δημοσιεύθηκε μαζί με τις άλλες εισηγήσεις που υποβλήθηκαν, όπως συμβαίνει σε όλες τις διαδικασίες δημόσιας διαβούλευσης, μαζί με εισηγήσεις από magistrates και recorders από τους οποίους επίσης ζητήθηκαν οι απόψεις ισότιμα με κάθε άλλο. Στην οποία γραπτή εισήγησή τους, οι δικαστές του House of Lords εξέφρασαν πρώτα τη διαφωνία πολλών μελών τους στην κατάργηση του Δικαστηρίου, αλλά συμμετείχαν με εποικοδομητικές εισηγήσεις στη διαδικασία. Η οποία διαφωνία των Law Lords δεν θεωρήθηκε ότι αποτελούσε εμπόδιο που θα έπρεπε να υπερπηδηθεί για να ανοίξει ο δρόμος στη μεταρρύθμιση. Το House of Lords καταργήθηκε και το Supreme Court δημιουργήθηκε, παρά τη διακηρυγμένη αντίθετη άποψη των Law Lords.
Το πρόβλημα με την υποτιθέμενη διαβούλευση που έγινε σε σχέση με τη δικαστική μεταρρύθμιση είναι ακριβώς ότι αυτή είχε αδιαφανή, καθαρά διαδικαστικό και προσχηματικό χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα η όλη διαδικασία πήρε τον χαρακτήρα της συναλλαγής στη βάση της ανάγκης προστασίας αδιευκρίνιστων συμφερόντων που δεν αφορούν την κοινωνία, όχι στη βάση αρχών.
Σε μια δημόσια διαβούλευση πείθεις με τα επιχειρήματά σου, δεν επιβάλλεσαι εκ της ιδιότητάς σου.
Αυτό αντικατοπτρίζεται από την ίδια την ποιότητα της υποτιθέμενης διαβούλευσης στην οποία έκανε αναφορά η υπουργός. Μια δημόσια διαβούλευση ξεκινά με την παράθεση από το όργανο που διεξάγει τη διαβούλευση των αρχών που αποτελούν το υπόβαθρο του όλου εγχειρήματος, την ανάλυση των στόχων που θέλει να πετύχει και την παράθεση των πιθανών τρόπων που μπορεί να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι. Στη βάση αυτών ζητείται από όσους συμμετέχουν στη διαβούλευση να απαντήσουν σε συγκεκριμένα ερωτήματα και τους δίνεται επαρκής χρόνος να καταθέσουν τις εισηγήσεις τους (το consultation paper της κυβέρνησης του ΗΒ για τη δημιουργία του Supreme Court θα το βρείτε εδώ).
Στη βάση των εισηγήσεων αυτών ετοιμάζονται οι προτάσεις του οργάνου που έκανε τη διαβούλευση, που συνοδεύονται με έκθεση στην οποία εξηγείται πώς κατέληξαν στις προτάσεις τους για νομοθετική τροποποίηση, πώς αυτές οι προσπάθειες ικανοποιούν τους στόχους που εξαρχής εξαγγέλθηκαν και πώς συνάδουν με τις αρχές που αποτελούν το υπόβαθρό της. Στην ίδια έκθεση γίνεται αναφορά στη διαβούλευση που προηγήθηκε, καταγράφονται οι διάφορες απόψεις που υποβλήθηκαν και φαίνεται ξεκάθαρα πώς η διαβούλευση επηρέασε τη διαμόρφωση των τελικών εισηγήσεων. Τίποτα από όλα αυτά δεν τηρήθηκε σε σχέση με τα συγκεκριμένα νομοσχέδια. Απολύτως τίποτα.
Συνεπώς, η αντίδραση που παρουσιάζεται από τους δικηγόρους δεν πρέπει να τρομάζει κανένα. Αντίθετα, είναι απόδειξη ότι τα υγιή αντανακλαστικά της κοινωνίας μας εξακολουθούν να λειτουργούν. Θα δούμε τελικά αν σε αυτή την περίπτωση θα επικρατήσει το ορθό. Διαφορετικά, θα πρέπει να δεχτούμε ότι αν στις Δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα, τότε κάτι δεν πάει καλά με τη δική μας ώστε να έχουμε βρεθεί εγκλωβισμένοι σε ακόμα ένα αδιέξοδο, αδυνατώντας για άλλη μια φορά να δώσουμε στην κοινωνία τη λύση που δικαιούται και αναμένει στα προβλήματα που ταλανίζουν τη Δικαιοσύνη.