«SafePass» και αστυνομικός έλεγχος: Μπορεί να εφαρμοστεί;
Εφικτή ή όχι η εφαρμογή και ο έλεγχος του νεοεισαχθέντος μέτρου, υπό το πρίσμα του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τις εξουσίες της Αστυνομίας για διερεύνηση ποινικών αδικημάτων;
Του Δημήτρη Λοχία*
Γίνεται τις τελευταίες μέρες έντονη συζήτηση αναφορικά με τους νέους κανονισμούς που εξέδωσε ο υπουργός Υγείας και ειδικότερα το ζήτημα του ούτω καλούμενου SafePass. Δεν θα ασχοληθώ με τη νομιμότητα του εν λόγω μέτρου στο παρόν άρθρο, αφού υπάρχουν διάφορες τέτοιες γνωματεύσεις και άρθρα τα οποία υπερκαλύπτουν το θέμα, αλλά με το κατά πόσο το μέτρο αυτό, αντικειμενικά, μπορεί να εφαρμοστεί ή και να ελεγχθεί από την αστυνομία ή και την οποιαδήποτε άλλη αρχή.
Ξεκινούμε από τα απλά. Η Πολιτεία, προκειμένου να διασφαλίσει την εφαρμογή των διαφόρων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας, έχει χρησιμοποιήσει το ποινικό δίκαιο. Το άρθρο 7 του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου, Κεφάλαιο 260, προνοεί τα ακόλουθα:
«Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει οποιοδήποτε από τους Κανονισμούς και/ή τα Διατάγματα που εκδίδονται βάσει του Νόμου αυτού είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται μετά από καταδίκη σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και του προστίμου.»
Συνεπώς, άτομο το οποίο παραβαίνει διάταγμα, δηλαδή άτομο το οποίο διακινείται σε χώρους όπου επιβάλλεται η κατοχή του SafePass χωρίς να το κατέχει, διαπράττει ποινικό αδίκημα.
Είδα σχόλιο προερχόμενο από την Αστυνομία ότι πρόκειται για εξώδικο πρόστιμο και όχι ποινική διαδικασία. Αυτό αποτελεί σφάλμα. Το εξώδικο πρόστιμο εκδίδεται ως «εξώδικη ρύθμιση» ούτως ώστε να αποφευχθεί η προσαγωγή προσώπου, το οποίο εκ της πληρωμής του προστίμου αποδέχεται πως διέπραξε το αδίκημα αυτό, ενώπιον ποινικού δικαστηρίου. Και εξηγώ.
Ο περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμος (Ν. 47(Ι)/1997) προνοεί πως όπου αστυνομικός (ή άλλος εξουσιοδοτημένος λειτουργός) θεωρεί πως πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει αδίκημα που εμπίπτει στις διατάξεις του Νόμου, δύναται να του επιδώσει γραπτή ειδοποίηση, προσφέροντας στο πρόσωπο αυτό την ευκαιρία να απαλλαχθεί από οποιαδήποτε ενοχή αφού πληρώσει εξώδικο πρόστιμο. Βάσει της πρόσφατης τροποποίησης του εν λόγω νόμου, αδικήματα που διαπράττονται κατά παράβαση του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου, εμπίπτουν στις διατάξεις του (βλ. Πίνακα ΙΙΙ του Ν. 47(Ι)/1997).
Άτομο το οποίο διακινείται σε χώρους όπου επιβάλλεται η κατοχή του SafePass χωρίς να το κατέχει, διαπράττει ποινικό αδίκημα
Συνεπώς, το ότι δύναται να εκδοθεί αλλά και να πληρωθεί εξώδικο πρόστιμο που «απαλλάσσει» πρόσωπο από ενοχή, δεν σημαίνει πως δεν πρόκειται για ποινικό αδίκημα. Με απλά λόγια, θα πρέπει να έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα προκειμένου να μπορεί ο αστυνομικός ή ο λειτουργός, να εκδώσει εξώδικο πρόστιμο.
Άλλο όμως είναι η διάπραξη ποινικού αδικήματος και άλλο είναι η διερεύνηση του κατά πόσον έχει διαπραχθεί ένα αδίκημα από κάποιο πρόσωπο. Με άλλα λόγια, είναι διαφορετικό να σε βλέπει αστυνομικός ή εξουσιοδοτημένος λειτουργός να βρίσκεσαι σε κάποιο εσωτερικό χώρο, π.χ. σε υπεραγορά, χωρίς να φορείς προστατευτική μάσκα και άλλο είναι να κάθεσαι σε ένα εστιατόριο και ο αστυνομικός να θέλει να μάθει κατά πόσον διαπράττεις ποινικό αδίκημα.
Παρά το γεγονός ότι ο περί Λοιμοκάθαρσης Νόμος, έχει τροποποιηθεί δια της προσθήκης του άρθρου 7Δ, που δίνει σε αστυνομικό την εξουσία να εισέρχεται σε υποστατικό όπου διεξάγεται οικονομική δραστηριότητα (που δεν είναι οικία), εάν έχει λόγο να πιστεύει πως διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα, εντούτοις, πρόσωπο που βρίσκεται σε ένα εστιατόριο και κάθεται με την οικογένειά του, για παράδειγμα, δεν δύναται να ερευνηθεί βάσει του εν λόγω άρθρου.
Στην κυπριακή έννομη τάξη, δεν επιτρέπονται οι τυχαίοι έλεγχοι (random checks). Αστυνομικός έχει την εξουσία να απαιτήσει από πρόσωπο, να παρουσιάσει δελτίο ταυτότητας, βάσει του άρθρου 76 του περί Αρχείων Πληθυσμού Νόμου του 2002. Δεν μπορεί όμως, χωρίς άλλο, να απαιτήσει το οτιδήποτε άλλο από πολίτη. Μπορεί να υποβάλει ερώτηση σε πρόσωπο που βρίσκεται σε μια καφετέρια ή σε ένα εστιατόριο, κατά πόσον κατέχει SafePass, όμως το πρόσωπο αυτό, δεν είναι υπόχρεο να απαντήσει.
Αυτό διότι έχει το ατομικό δικαίωμα της σιωπής και το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης. Μάλιστα δε, αναλόγως της περίπτωσης, ενδεχομένως να προκύπτει και θετική υποχρέωση στον αστυνομικό να ενημερώσει το πρόσωπο που ανακρίνει, ότι έχει το δικαίωμα να μην απαντήσει (βλ. σχετικά Δικαστικοί Κανόνες και απόφαση Petri v. Police (1968) 2 CLR 40).
Δεν υπάρχει θετική υποχρέωση σε πολίτη, να απαντήσει στο ερώτημα αστυνομικού κατά πόσον κατέχει το απαιτούμενο SafePass
Και ασφαλώς, δεν μπορεί να εξαχθεί, νομίμως, «εύλογη υποψία» εναντίον προσώπου που έχει ασκήσει τα δικαιώματα αυτά, τα οποία θωρακίζονται από το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το άρθρο 3Γ του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Το δε εδάφιο (3) του εν άρθρου 3Γ, δηλώνει ρητά πως η άσκηση του δικαιώματος της σιωπής και/ή της μη αυτονοενοχοποίησης, δεν χρησιμοποιείται εναντίον του ούτε θεωρείται από μόνη της απόδειξη ότι έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα.
Συνάγεται από τα πιο πάνω, πως δεν υπάρχει θετική υποχρέωση σε πολίτη, να απαντήσει στο ερώτημα αστυνομικού ή/και λειτουργού, ως προς το κατά πόσον κατέχει το απαιτούμενο SafePass, αφού στην ουσία και στο αποτέλεσμα, το ερώτημα αυτό συνεπάγεται με ερώτηση κατά πόσον το πρόσωπο αυτό διαπράττει ποινικό αδίκημα.
Ούτε βέβαια και δύναται να ερευνηθεί το πρόσωπο αυτό από τον αστυνομικό, αφού η εξουσία του να προβαίνει σε ελέγχους/έρευνες, αντλείται από τον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004 και συγκεκριμένα το άρθρο 28(1), το οποίο ορίζει πως αστυνομικός δύναται να ανακόπτει, κατακρατά και να ερευνά πρόσωπο για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι ενέχεται στη διάπραξη αδικήματος. Το κατά πόσον ένα άτομο το οποίο απλώς κάθεται σε κάποιο χώρο εστίασης με την οικογένειά του, περνά τον πήχη της (αντικειμενικής πάντοτε) εύλογης υποψίας, προκειμένου να νομιμοποιεί την κατακράτηση και έρευνά του, είναι επιεικώς, αμφισβητήσιμο.
Και όλα αυτά, χωρίς να υπεισέρχομαι σε θέματα προσωπικών δεδομένων, αποκάλυψης ιατρικής εξέτασης/εμβολιασμού και ακόμα, σε περίπτωση που τεθεί σε λειτουργία εφαρμογή σε κινητά με QR code, η νομιμότητα έρευνας σε κινητό τηλέφωνο.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, προσωπικά διατηρώ ισχυρές επιφυλάξεις ως προς το πώς και αν μπορεί να εφαρμοστεί ή/και να ελεγχθεί το μέτρο του SafePass, υπό το φως του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τις εξουσίες της Αστυνομίας για διερεύνηση ποινικών αδικημάτων. Εκτός ιδιάζουσας περίπτωσης, όπου αστυνομικός έχει κάπως, αποκτήσει πληροφορία ή μαρτυρία πως συγκεκριμένο πρόσωπο διακινείται σε χώρο όπου απαιτείται SafePass, χωρίς να το κατέχει, αδυνατώ να σκεφτώ πώς θα ήταν νόμιμος ο οποιοσδήποτε έλεγχος και κατ’ επέκταση, η οποιαδήποτε μαρτυρία που προκύπτει εκ του ελέγχου.
Καταληκτικά, πιστεύω πως το μέτρο αυτό αποτελεί προπέτασμα καπνού, με στόχο την ώθηση του κόσμου να εμβολιαστεί. Κατά την άποψή μου, ο μόνος τρόπος για να βγούμε από την πανδημία και τα μέτρα, είναι ο μαζικός εμβολιασμός. Ωστόσο, σέβομαι την αντίθετη άποψη και θα υπερασπίζομαι το δικαίωμα κάποιου (νοουμένου ότι δεν επικαλείται φόβους κατασκοπίας από τον Bill Gates), να μην εμβολιαστεί υποχρεωτικά. Παρά ταύτα, θα προτιμούσα να βλέπω την κυβέρνηση να πείθει τον κόσμο με επιχειρήματα από αξιόπιστους επιστήμονες, και όχι αυτούς που απαρτίζουν την «επιδημιολογική ομάδα», η οποία το μόνο που έχει καταφέρει είναι να την αγνοεί η ίδια η κυβέρνηση που την συγκρότησε. Αντ’ αυτού όμως, βλέπουμε για ακόμη μια φορά το κούνημα του δακτύλου και την απειλή αυστηρότατων κυρώσεων.
Δικηγόρος, Μέλος
Επιτροπής Ποινικού Δικαίου
Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου