Οι δύο όψεις του κυπριακού
«στρατο-σκεπτικισμού»
…και η ρεαλιστική απάντηση
ΙΣΩΣ και να αδικούνται ο υπουργός Παιδείας και ο εκπρόσωπος Τύπου του ΔΗΣΥ για την μαζική κριτική που δέχονται σχετικά με τις δηλώσεις τους σύμφωνα με τις οποίες η υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά είναι «χάσιμο χρόνου», καθ’ ότι το «αδηφάγο τέρας» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης απομόνωσε αυτές τις ατάκες, χωρίς έμφαση στο σύνολο της τοποθέτησης εκάστου.
Γράφει: Μιχάλης Κοντός*
Εν τούτοις, οι τοποθετήσεις αυτές είναι γεγονός και φαίνεται να απηχούν μια στάση η οποία καλλιεργείται εδώ και χρόνια στην κυπριακή κοινωνία, με την οποία διαφωνώ. Μια στάση απαξίωσης του θεσμού του στρατεύματος και, κυρίως, της κληρωτής και εφεδρικής υπηρεσίας. Η πολιτεία δεν είναι άμοιρη ευθυνών, υπό την έννοια ότι ίσως να μην έχει πράξει ό,τι είναι δυνατό προκειμένου η Εθνική Φρουρά, κυρίως η εφεδρεία, να είναι (και να δείχνει) όσο πιο αποτελεσματική γίνεται. Ας μην ξεχνάμε και το τοξικό παρελθόν της περιόδου 1967-1974, το οποίο επηρεάζει ακόμα το κυπριακό σύστημα ιδεών.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ένα ιδεολογικό υπόβαθρο σε αυτή τη συζήτηση. Οι αντιλήψεις αυτές διαμορφώνονται εν πολλοίς από το ιδεολογικό φίλτρο μέσω του οποίου ο καθ’ ένας προσεγγίζει την πραγματικότητα. Η τάση αυτή, την οποία χαρακτηρίζω «στρατο-σκεπτικισμό», έχει δύο ιδεολογικές καταβολές και αντίστοιχες ιδεολογικές απολήξεις: την μαρξιστική και την φιλελεύθερη. Οι δύο αυτές μεγάλες θεωρητικές οικογένειες τείνουν να παράγουν ιδεολογήματα τα οποία, αναμειγνυόμενα με τις ιδιαιτερότητες του κυπριακού πολιτικού πεδίου, μας δίνουν με φορμαλιστικό τρόπο συγκεκριμένες απόψεις. Διεθνώς υπάρχουν και άλλες θεωρητικές οπτικές του φαινομένου (π.χ. φεμινισμός, κονστρουκτιβισμός κ.α.), χωρίς όμως ανάλογη επιρροή επί του κυπριακού συστήματος ιδεών. Προσωπικά, υποστηρίζω μια τρίτη προσέγγιση, την ρεαλιστική. Και οι τρεις αυτές οπτικές αναλύονται πιο κάτω.
Μαρξισμός: Ο στρατός ως εχθρός του λαού
και εργαλείο της άρχουσας τάξης
Η μαρξιστική προσέγγιση ξεκινά από την παραδοχή ότι ο πόλεμος είναι προϊόν του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. Είτε ως εργαλείο της άρχουσας τάξης για την επιβολή των δικών της όρων παραγωγής, είτε ως εργαλείο του προλεταριάτου για την υλοποίηση της επανάστασής του, ο πόλεμος δεν απορρέει από τα εθνικά αλλά από τα ταξικά συμφέροντα. Στη σύγχρονη κοινωνία, όπου ο καπιταλισμός επικρατεί, το κράτος, ο στρατός, η εκκλησία και άλλοι παρόμοιοι θεσμοί ενεργούν ως μηχανισμοί αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Έννοιες όπως το «εθνικό συμφέρον», η «εξωτερική απειλή» κ.α. αποτελούν εργαλεία συσπείρωσης του λαού και διαμόρφωσης των επιθυμιών του, προκειμένου να συνάδουν με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
Είτε για ταξικούς, είτε για εθνικούς λόγους, ο πόλεμος αποτελεί ένα πολιτικό εργαλείο για την εξουσία
Στην Κύπρο, η προσέγγιση αυτή αναμειγνύεται με την έντονα επικριτική στάση της αριστεράς εναντίον της παρακρατικής και παραστρατιωτικής δράσης της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β’ την περίοδο 1972-1974, η οποία κορυφώθηκε με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και την μεγάλη προδοσία της Κύπρου. Επιπλέον, προσδένεται στην αντίληψη ότι το κυπριακό αποτελεί κυρίως πρόβλημα συγκρουόμενων εθνικισμών, συνεπώς είναι πιθανότερο να επιλυθεί όταν επικρατήσουν μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων οι προοδευτικές εκείνες δυνάμεις που επιθυμούν την λύση και την αποστρατικοποίηση, άρα ο στρατός είναι ούτως ή άλλως αχρείαστος.
Όπως κάθε ιδεολογική οπτική, έτσι και η μαρξιστική οπτική, παρέχει χρήσιμα εργαλεία ανάλυσης της πραγματικότητας. Εν τούτοις, ούσα ιδεολογική, εξ ορισμού τείνει να παραμερίζει κάποιες πραγματικότητες οι οποίες δεν συνάδουν με το ευρύτερο ιδεολογικό της πλαίσιο. Παραδείγματος χάριν, τα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού, διαχρονικά, στηρίζουν την κοινωνική και διεθνή τους επικράτηση σε έναν πανίσχυρο στρατό. Τρανό παράδειγμα η Σοβιετική Ένωση. Στις μέρες μας, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, χωρίς να έχει αποκηρύξει το σοσιαλιστικό μοντέλο οργάνωσης, στηρίζει εν πολλοίς την κοινωνική της συνοχή και την εξωτερική της ατζέντα στην ενδυνάμωση του στρατού τους. Πέραν τούτου, οι κοινωνίες ζουν διαρκώς υπό τη δαμόκλειο σπάθη της πολεμικής απειλής. Μπορεί ο πόλεμος να μην συμβαίνει συχνά, όταν όμως συμβαίνει οι συνέπειές του είναι δραματικές. Είτε για ταξικούς, είτε για εθνικούς λόγους, ο πόλεμος αποτελεί ένα πολιτικό εργαλείο για την εξουσία και, ταυτόχρονα, μια καταστροφική απειλή για τις κοινωνίες. Συνεπώς, οι τελευταίες οφείλουν να προετοιμάζονται για τα χειρότερα, διαφορετικά κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν σοβαρότατες συνέπειες.
Φιλελευθερισμός: Ο στρατός ως βαρίδι
για την ευημερία και την ανάπτυξη
Η φιλελεύθερη οπτική προτάσσει την οικονομική ευημερία ως τον βασικό στόχο, αν όχι τον αυτοσκοπό, της οργανωμένης κοινωνίας. Η οικονομική ευημερία αποτελεί συνάρτηση του βαθμού στον οποίο το άτομο έχει την ελευθερία να επιχειρεί, να συνεταιρίζεται και, γενικά, να εμπλέκεται σε δραστηριότητες παραγωγής κέρδους. Το ίδιο και τα κράτη.
Η φιλελεύθερη οπτική θεωρεί ότι η επίλυση του Κυπριακού θα δημιουργήσει ευκαιρίες επενδύσεων και ανάπτυξης
Επιπλέον, τα κράτη όσο πιο πολύ εμπλέκονται μεταξύ τους σε οικονομικές δραστηριότητες αμοιβαίου κέρδους, τόσο πιο πολύ απομακρύνονται από τον πόλεμο και την σύγκρουση. Πρόκειται για το φαινόμενο της σύνθετης αλληλεξάρτησης, μια αρκετά δημοφιλής θεωρία μεταξύ των φιλελευθέρων στοχαστών. Πέραν αυτής, οι φιλελεύθεροι τονίζουν επίσης τη σημασία των διεθνών οργανισμών ως παράγοντες ειρήνης και σταθερότητας στο διεθνές σύστημα, αλλά και το φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα: όσο πιο πολύ εξαπλώνονται οι φιλελεύθερες δημοκρατίες στον κόσμο, τόσο πιο ειρηνικός θα γίνεται.
Στην Κύπρο, η φιλελεύθερη οπτική συνδέεται κυρίως με τις ανάγκες και τις προσεγγίσεις μερίδας της επιχειρηματικής ελίτ, η οποία θεωρεί ότι βλάπτεται από την ανάγκη τακτικής παρουσίασης των εφέδρων. Επιπλέον, θεωρεί ότι η επίλυση του Κυπριακού θα δημιουργήσει ευκαιρίες επενδύσεων και ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να θέτει σε δεύτερη μοίρα τους όρους και τη μορφή επίλυσης του κυπριακού, κυρίως δε τη μορφή της σχέσης μας με την Τουρκία μετά τη λύση. Κατά συνέπεια, παράγει μια μοιρολατρία και μια αδιαφορία ως προς την αναγκαιότητα ύπαρξης της Εθνικής Φρουράς.
Ρεαλισμός: Ο στρατός ως μέσον
εξισορρόπησης απειλών
Στην Κύπρο ο όρος «ρεαλισμός» έχει κακοποιηθεί βάναυσα, αφού εντάσσεται συχνά στην ατζέντα του δημόσιου διαλόγου με εντελώς εσφαλμένο περιεχόμενο. Στη διεθνή βιβλιογραφία, ο όρος «ρεαλισμός» αφορά σε μια πολύ συγκεκριμένη προσέγγιση της διεθνούς πολιτικής. Μια προσέγγιση η οποία θέτει ως προμετωπίδα της την παραδοχή ότι το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, εν τη απουσία μιας ουδέτερης δύναμης επιβολής δικαίου επί των αδικοπραγούντων κρατών, ως επίσης και τη σημασία της ισχύος, κυρίως στρατιωτικής, για την αντιμετώπιση των εξωτερικών απειλών. Σε αντίθεση με τον μαρξισμό και τον φιλελευθερισμό, ο ρεαλισμός είναι α-ιδεολογικός. Δεν στηρίζεται σε μια δεοντοκρατική προσέγγιση για το πώς πρέπει να είναι ο κόσμος (αυτό δηλαδή ακριβώς που κάνουν οι ιδεολογίες). Αντίθετα, επιχειρεί να επεξηγήσει την μηχανική του διεθνούς συστήματος, δηλαδή τους κανόνες στους οποίους υπακούουν τα κράτη όχι κατ’ ανάγκη από επιλογή, αλλά από επιβολή ή ανάγκη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ρεαλισμός υποστηρίζει ότι οι ένοπλες δυνάμεις αποτελούν, μαζί φυσικά και με άλλους παράγοντες, βασικό συντελεστή ισχύος για τα κράτη. Τα κράτη δεν επιθυμούν τον πόλεμο, ενδεχομένως όμως να βρεθούν στον πειρασμό να τον αξιοποιήσουν ως μέσο εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους.
Από την άλλη, τα κράτη είναι υποχρεωμένα να προετοιμάζονται εν όψει μιας πιθανής πολεμικής σύγκρουσης, όντας αβέβαια για τις προθέσεις των άλλων κρατών. Το ίδιο ισχύει τόσο για τα μεγάλα, όσο και για τα μικρά κράτη. Τα μεγάλα κράτη ενισχύονται στρατιωτικά προκειμένου να επιβάλλουν τις ηγεμονικές τους αξιώσεις, ενώ τα μικρά κράτη για να τις αποκρούσουν. Όσο πιο καλά προετοιμασμένο είναι ένα κράτος στρατιωτικά, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να αντιμετωπίσει την φρίκη του πολέμου διότι ο αντίπαλός του θα διστάσει περισσότερο να του επιτεθεί λόγω του πιθανώς υψηλού αναμενόμενου κόστους. Όσο περισσότερο ανοχύρωτο στρατιωτικά είναι ένα κράτος, τόσο μεγαλύτερος είναι ο πειρασμός της επίθεσης για τον αντίπαλό του. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως ειρήνη συνήθως δεν είναι το αποτέλεσμα της απουσίας στρατού, αλλά το αποτέλεσμα του φόβου του ισχυρού για το κόστος της επίθεσης. Τα κράτη επιδιώκουν την ισορροπία μέσω της εξισορρόπησης των εξωτερικών απειλών, τόσο με δικά τους (στρατιωτικά) μέσα, όσο και με άλλα μέσα, όπως π.χ. οι συμμαχίες και άλλης μορφής διεθνείς συνεργασίες.
Μπορεί η Κύπρος να αντιμετωπίζει την απειλή ενός συντριπτικά ισχυρότερου κράτους, όπως η Τουρκία, εν τούτοις υπάρχουν δυνατότητες αποτροπής διότι η Άγκυρα δεν είναι διατεθειμένη να επιτεθεί κατά της Κύπρου έναντι οποιουδήποτε κόστους. Επίσης, η Κύπρος έχει την δυνατότητα εξωτερικής εξισορρόπησης μέσω της σύνδεσης των συμφερόντων της με συμφέροντα τρίτων κρατών, υποσχόμενη έτσι σοβαρό διπλωματικό (και ίσως οικονομικό) κόστος εάν η Τουρκία επιχειρήσει επίθεση εναντίον της. Τα δεδομένα αυτά τροποποιούν ανάλογα και τις διπλωματικές επιλογές των δύο κρατών: όσο ισχυρότερος είσαι στρατιωτικά τόσο πιο εύκολα μπορείς να επιβάλεις διπλωματικά τους όρους σου. Από την άλλη, για το πιο αδύναμο κράτος, όσο πιο σοβαρή είναι η αποτρεπτική του ικανότητα τόσο απομακρύνεται το ενδεχόμενο επιβολής δυσμενών διπλωματικών όρων από τον ισχυρό.
Η αλήθεια βρίσκεται στη μεγάλη εικόνα
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, υποστηρίζουμε ότι η διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων δεν αποτελεί ματαιότητα, ούτε θα πρέπει να θεωρείται ως παράγοντας άσκησης κοινωνικής βίας ή καταπίεσης. Το αντίθετο: όσο υπάρχουν υγιείς δημοκρατικοί θεσμοί, ο στρατός συμβάλλει θετικά στον κοινωνικό βίο. Ούτε θα πρέπει ο στρατός να θεωρείται εχθρός της ευημερίας, αλλά ως προστάτης της. Οι κοινωνίες μπορούν να ευημερήσουν μόνο εντός των πλαισίων ενός καλά οργανωμένου κυρίαρχου κράτους, για την ύπαρξη του οποίου οι ένοπλες δυνάμεις αποτελούν παράγοντα εκ των ων ουκ άνευ. Η ρεαλιστική προσέγγιση προσφέρει ένα αξιόπιστο πλαίσιο κατανόησης αυτών των πραγματικοτήτων καθ’ ότι εντάσσει το ζήτημα μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε μια μεγάλη εικόνα. Εξηγεί δηλαδή επακριβώς τους κανόνες που διέπουν το διεθνές σύστημα, οι οποίοι ισχύουν από καταβολής των ανθρώπινων κοινωνιών και στην καταγραφή των οποίων πρωτοστάτησε ο Θουκυδίδης πριν από 2,5 σχεδόν χιλιετίες. Αντίθετα, ο ιδεολογικά καθοδηγούμενος «στρατο-σκεπτικισμός», κυρίως όταν περιορίζει το ζήτημα στο στενό πλαίσιο μιας μικρο-κοινωνίας, δεν έχει ανάλογη χρησιμότητα και ερμηνευτική αξία.
*Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας