Απόφαση – σταθμός διεισδύει στα δεδομένα εταιρείας κολοσσού
Ουδέν κρυπτόν από το… Ανώτατο! Με δικαστική απόφαση το… ξεσκόνισμα της τράπεζας δεδομένων πλατφόρμας συναλλαγών. Νέα διάσταση στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων να διατάσσουν αποκάλυψη εγγράφων και πληροφοριών
Γράφει: Νάταλι Μιχαηλίδου
Σταθμός στα κυπριακά δικαστικά δρώμενα χαρακτηρίζεται πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου, με την οποία «σφραγίστηκε» παρεμβατικού χαρακτήρα διάταγμα πρωτόδικου δικαστηρίου για διορισμό ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα ηλεκτρονικών υπολογιστών, για την υλοποίηση αποκάλυψης εμπορικών συναλλαγών, λογαριασμών και άλλων σχετικών αρχείων και δεδομένων.
Βαθιά στις τσέπες τους
Η εν λόγω απόφαση (Πολιτική Έφεση Αρ. Ε324/2016), η οποία εκδόθηκε ομόφωνα από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 14 Νοεμβρίου κατόπιν έφεσης που καταχωρίστηκε εκ μέρους της εναγόμενης εταιρείας αφορά, συγκεκριμένα, στην επικύρωση διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών τύπου Norwich Pharmacal. Με την απόφασή του το Ανώτατο υποδεικνύει στην εταιρεία ότι «δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και να κρύβει στοιχεία πίσω από μια κουρτίνα χωρίς να επιτρέπει σε κανέναν να υπεισέρχεται και αυτό γιατί, προφανώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι συνέτρεχαν λόγοι για την αποκάλυψη αυτών των στοιχείων» σχολιάζουν νομικοί, εξηγώντας ότι «εμπίπτει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, όταν ικανοποιηθεί από το σχετικό αίτημα, να διατάξει τη δυνατότητα εις βάθος αποκάλυψης στοιχείων και μάλιστα μέσω έρευνας από τρίτο πρόσωπο, ώστε το πρωτόδικο δικαστήριο να έχει ενώπιόν του την απαιτούμενη μαρτυρία».
Πρόκειται για μία ιδιαίτερα σημαντική απόφαση, όπως σημειώνουν νομικοί κύκλοι, που υπογραμμίζουν κατά κύριο λόγο την φειδώ με την οποία διατάγματα αυτού του τύπου -που χαρακτηρίζονται ως «διεισδυτικά»- εκδίδονται από τα κυπριακά δικαστήρια. Επί της προκειμένης υπόθεσης, μάλιστα, σχολιάζουν ότι το Ανώτατο με την απόφασή του εις βάρος των εφεσειόντων «μπαίνει στην τσέπη της εταιρείας». Τομή για τα κυπριακά δεδομένα θεωρείται το γεγονός ότι το διάταγμα εκδόθηκε με σκοπό την ηλεκτρονική αποκάλυψη, διατάζοντας επί της ουσίας την «εισβολή» στη βάση δεδομένων της υπό κρίση επενδυτικής εταιρείας – πλατφόρμας συναλλαγών.
Οι παράμετροι της υπόθεσης
Σύμφωνα με τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής που καταχώρισε το 2014 Σύρος επιχειρηματίας, ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι είναι θύμα δόλου και συνωμοσίας εταιρείας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί τεράστια οικονομική απώλεια. Πιο αναλυτικά, έχοντας δραστηριοποιηθεί στην αγορά συναλλάγματος, ο επιχειρηματίας προχώρησε στο άνοιγμα εμπορικών λογαριασμών με επενδυτική εταιρεία, με σκοπό να επωφελείται από τις υπηρεσίες χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης που παρείχε στους πελάτες της. Η δυνατότητα συναλλαγής στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές, όπως καταγράφεται και στη δικαστική απόφαση, γινόταν μέσω της προσφοράς ασφαλισμένων και τεχνολογικά καινοτόμων πλατφορμων και, ειδικότερα, από εξειδικευμένο μεσίτη ανάπτυξης λογισμικών διαπραγμάτευσης συναλλάγματος. Προσφεύγοντας στο Δικαστήριο, ο επιχειρηματίας επιζήτησε την αποκάλυψη εγγράφων και στοιχείων που, σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, θα παρείχαν πληροφορίες αναφορικά με το όλο πλέγμα της αδικοπραγίας, που ισχυρίζεται ότι συνίσταται σε εξαπάτησή του από την επενδυτική εταιρεία «μέσω ενός λαβυρίνθου εταιρικών οντοτήτων, εταιρικών ονομάτων τα οποία σκοπίμως προσομοίαζαν μεταξύ τους και πλήρους, παράνομου αποκλεισμού πρόσβασης στους επενδυτικούς λογαριασμούς του, με επιζήμιες για τον ίδιο συνέπειες και απώλεια των χρημάτων που υπήρχαν στον λογαριασμό συναλλαγών του».
«Απότοκο της ραγδαίας
εξέλιξης των συναλλαγών»
Ο δικηγόρος του ενάγοντα, Παύλος Κούρτελλος, δηλώνει στη «Σ» ότι «πρόκειται για μια απόφαση – τομή καθώς εξελίσσει τα εργαλεία του δικαστηρίου σε ό,τι αφορά στην εξουσία αποκάλυψης με τον διορισμό του εμπειρογνώμονα». Σημειώνει, περαιτέρω, ότι η επικύρωση της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ενδεικτική «της ετοιμότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να προσαρμοστεί στις ραγδαία εξελισσόμενες καταστάσεις και ανάγκες που αφορούν σε περίπλοκες οικονομικές συναλλαγές με την παρεμβολή εξειδικευμένων προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, τη χρήση λογισμικών για διαπραγμάτευση συναλλάγματος και την αποθήκευση πληροφοριών σε διακομιστές (servers)». Εν ολίγοις, τονίζει ο κ. Κούρτελλος, «το Ανώτατο δείχνει την ετοιμότητά του να αντιμετωπίσει τις τεχνολογικές προκλήσεις του σήμερα», ενώ σημειώνει καταληκτικά ότι, βασικός οδηγός για την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου είναι τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης και το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον. Ανάλογες υπομνήσεις γίνονται και στο πλαίσιο της ίδιας της απόφασης, κατά την ανάλυση των αρχών βάσει των οποίων προσεγγίστηκε η υπόθεση από το δικαστήριο. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται η εξελικτική πορεία και «αέναη διάπλαση των διαταγμάτων αποκάλυψης, αλλά και όλων των μορφών των θεραπειών που εδράζονται στο δίκαιο της επιείκειας, ως απότοκο της ραγδαίας εξέλιξης και της συνεχώς μεταβαλλόμενης πολυπλοκότητας των συναλλαγών, αλλά και της συνακόλουθης δυσκολίας ανίχνευσης του δαιδαλώδους πλέον πλέγματος διάπραξης και συγκάλυψης διαφόρων μορφών αδικοπραξιών». Στο σημείο αυτό, σημειώνει το Δικαστήριο «υπεισέρχεται και η ανάγκη για ανάλογη προσαρμογή της άσκησης των εξουσιών των Δικαστηρίων προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ραγδαία εξελισσόμενες αυτές καταστάσεις και να θωρακίσουν το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής στη δικαιοσύνη προς υπεράσπιση των συμφερόντων του κάθε διαδίκου».
Επιβεβλημένη προσαρμογή
Στο εκτενές κείμενό του το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την έφεση της εταιρείας εναντίον του επιχειρηματία -με την οποία οι εφεσείοντες επεδίωκαν την ακύρωση των εκδοθέντων διαταγμάτων αποκάλυψης- αναφέρει ότι κατόπιν προσεκτικής μελέτης και εις βάθος εξέτασης των δεδομένων της υπό αναθεώρηση υπόθεσης, οδηγήθηκε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι «συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων» και ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά και δίκαια τη διακριτική του ευχέρεια και δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασής μας». Τονίζει, επίσης, το πολύπλοκο των εμπορικών συναλλαγών και τη δυσκολία ανίχνευσης των δοσοληψιών για τις καταλογίζεται αδικοπραξία εις βάρος τρίτων προσώπων και χαρακτηρίζει ως «επιβεβλημένη την αναζήτηση διατάγματος Norwich Pharmacal ως αναγκαίου, βοηθητικού μέσου για τον εντοπισμό των απαραίτητων πληροφοριών, τόσο ως προς την ταυτότητα των αδικοπραγούντων, όσο και, ιδίως, ως προς τη λήψη στοιχείων και της απαραίτητης μαρτυρίας προς υποστύλωση ενδεχόμενης έγερσης αγωγής». Επιβεβλημένη χαρακτηρίζει το Ανώτατο και την προσαρμογή στο πεδίο του δικαίου σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πεδίο τεχνολογικής προόδου. «Η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών», κατά την απόφαση, «η αλματώδης ανάπτυξή τους, ο πρωταρχικός λόγος που πλέον διαδραματίζουν σε όλο το φάσμα των οικονομικών συναλλαγών και η αποθήκευση ηλεκτρονικών δεδομένων, επιτάσσουν συνεχή μεταβολή των διαδικασιών αποκάλυψης και συνεχή αναζήτηση νέων, συμβατών με τα υπάρχοντα δεδομένα, μεθόδων διασφάλισης των δικαιωμάτων του κάθε ενδιαφερόμενου προσώπου για αποτελεσματική πρόσβαση στο Δικαστήριο προς διεκδίκηση των δικαιωμάτων του». Επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση έκδοσης επικουρικού διατάγματος, το Ανώτατο διατάσσει επί του πρακτέου τον διορισμό ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα ηλεκτρονικών υπολογιστών (IT expert), ώστε να διασφαλίσει την υλοποίηση της αποκάλυψης εγγράφων και πληροφοριών και παρέχει, παράλληλα, στον Σύρο επιχειρηματία πλήρη πρόσβαση στα επίμαχα δεδομένα.
Καταβολές και προϋποθέσεις
τύπου… Norwich Pharmacal
Διατάγματα αυτής της μορφής συνιστούν διατάγματα αποκάλυψης που προϋποθέτουν την ύπαρξη τρίτου μέρους, το οποίο αναμείχθηκε στην αδικοπραξία άλλων και εκδίδονται με σκοπό, κυρίως, την αποκάλυψη στον εν δυνάμει ενάγοντα την ταυτότητα του αδικοπραγήσαντα. Οι καταβολές των διαταγμάτων Norwich Pharmacal ανιχνεύονται σε υπόθεση που παρουσιάστηκε ενώπιον βρετανικού δικαστηρίου το 1974 και έλκουν το όνομά τους από την ενάγουσα τότε εταιρεία, η οποία διαπίστωσε την εισαγωγή στη Βρετανία εμπορευμάτων που παραβίαζαν πατέντα δικής της ιδιοκτησίας. Έμμεση ανάμειξη είχε το βρετανικό τελωνείο, το οποίο ενήγαγε η Norwich Pharmacal ζητώντας μεταξύ άλλων διάταγμα που να το υποχρεώνει στην αποκάλυψη του ονόματος του προσώπου που εκτελώνισε τα εμπορεύματα. Η άρνηση των αρμοδίων του τελωνείου να προβούν στην αποκάλυψη, παρά την παραδοχή γνώσης ως προς την ταυτότητα των προσώπων που τα εισήξαν, οδήγησε την υπόθεση στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, η οποία εξέδωσε σχετικό διάταγμα αποκάλυψης, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του αδικοπραγήσαντος. Οι παράμετροι εφαρμογής και έκδοσης των διαταγμάτων αυτής της μορφής, όπως αποτυπώθηκαν στην αγγλική νομολογία, υιοθετήθηκαν από τα κυπριακά δικαστήρια, όπου για την έκδοσή τους τίθενται ειδικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν, με προεξάρχουσα το συμφέρον της δικαιοσύνης.
(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Σ”, 2 Δεκεμβρίου 2018)