Στις ελληνικές καλένδες οι συστάσεις του IPA
Ανεξάρτητη Δικαστική Υπηρεσία: Η αναγκαία μεταρρύθμιση που δεν προγραμματίζεται -και οι μεταρρυθμίσεις που προγραμματίζονται, αλλά δεν πρέπει να γίνουν.
Γράφει: Λάρης Βραχίμης, Δικηγόρος
Στις πρώτες δηλώσεις της στην πρωινή εκπομπή του ΡΙΚ μετά την επιστροφή των νομοσχεδίων της δικαστικής μεταρρύθμισης από τη Βουλή λόγω ελλιπούς διαβούλευσης, η υπουργός Δικαιοσύνης επιβεβαίωνε την προσήλωση του υπουργείου της στον θεσμό της διαβούλευσης. Παράλληλα, ενημέρωνε ότι συνεχίζει τις δυο πρωτοβουλίες της για επιμέρους θέματα που αφορούν στην μεταρρύθμιση: την εισαγωγή του θεσμού της άδειας για καταχώριση έφεσης και για την συνοπτική εκδίκαση των «μικροδιαφορών» μέσω της «καταχώρισης των θέσεων των μερών ηλεκτρονικά». Τις οποίες πρωτοβουλίες συνεχίζει να προωθεί χωρίς καμιά διαβούλευση ούτε καν για τα προσχήματα, παρά την κάθετη διαφωνία του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου σε σχέση με το πρώτο και τις έντονες επιφυλάξεις ως προς το δεύτερο.
Σε ό,τι αφορά στην πρώτη εισήγηση, για την άδεια καταχώρισης έφεσης, ο ΠΔΣ έχει ήδη εκφράσει και επίσημα την κάθετη διαφωνία του για λόγους αρχής. Οι λόγοι της διαφωνίας έχουν αναπτυχθεί, μεταξύ άλλων, και από τον συνάδελφο Αχιλλέα Αιμιλιανίδη στη σχετική αρθρογραφία του. Η αντίθεση των δικηγόρων συνδέεται παράλληλα και με την πεποίθηση που πηγάζει από τη μέχρι σήμερα εμπειρία ότι, ο θεσμός της απαγόρευσης καταχώρισης έφεσης χωρίς άδεια θα τύχει κατάχρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο και θα υπονομεύσει την αρχή του κράτους δικαίου στην Κύπρο.
Σε ό,τι αφορά στη δεύτερη εισήγηση, για τις μικροδιαφορές, η όλη πρωτοβουλία κινείται σε εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση. Στις δικαιοδοσίες του κοινοδικαίου, οι μικροδιαφορές δικάζονται συνοπτικά, όχι με τη γραπτή υποβολή θέσεων είτε αυτή γίνεται στο χαρτί είτε ηλεκτρονικά, αλλά με προφορική ακρόαση: οι διάδικοι πηγαίνουν με τους μάρτυρες τους στο Δικαστήριο την καθορισμένη μέρα και φεύγουν από το Δικαστήριο την ίδια μέρα με την απόφαση στο χέρι. Η οποία απόφαση εκδίδεται από ένα Δικαστήριο που την ίδια μέρα θα εκδώσει πολλές άλλες τέτοιες αποφάσεις. Η ιδέα μπορεί να μας τρομάζει, γιατί δεν την έχουμε εφαρμόσει ποτέ και γενικά δεν έχουμε μάθει πώς να εφαρμόζουμε αλλαγές. Αν όμως αυτή η διαδικασία εφαρμόζεται χωρίς προβλήματα στον τελευταίο νομό των ΗΠΑ ή της Νέας Ζηλανδίας, μια χαρά θα εφαρμοστεί και εδώ.
Η υπουργός, όμως, επιμένει στις εισηγήσεις της για την τελική διαμόρφωση των οποίων θεώρησε καλό να ενημερώσει ότι έχει ήδη ζητήσει από τους Πρωτοκολλητές των Δικαστηρίων τις εξής πληροφορίες:
• πόσες υποθέσεις προχωρούν σε έφεση,
• πόσες εκδικάζονται σε έφεση,
• ποια είναι η χρονική διάρκεια μέχρι να εκδοθεί η δευτεροβάθμια απόφαση,
• πόσες αποφάσεις ανατρέπονται σε μια έφεση,
• πόσα είναι τα τέλη καταχώρισης μιας έφεσης,
• πώς συγκρίνονται με άλλες ευρωπαϊκές χώρες,
• πόσες αποφάσεις αφορούν μικρά ποσά,
• ποιο θα ήταν το λειτουργικό όριο για το τι εστί μικρό ποσό,
• ποιο είναι το κόστος υποδομής ακρόασης μιας έφεσης, δηλαδή τί κοστίζει στον φορολογούμενο πολίτη το να έχουμε ένα δικαστή, ένα στενογράφο, έναν κλητήρα, μια αίθουσα για τις εφέσεις.
Παρόλο που η σκοπιμότητα της υπουργού να ζητήσει τα συγκεκριμένα στοιχεία και όχι άλλα υποδηλώνει και τη λανθασμένη κατεύθυνση προς την οποία κινούνται οι εισηγήσεις της – για παράδειγμα το κριτήριο για το κατά πόσο θα επιτραπεί μια έφεση είναι οι πιθανότητες επιτυχίας και όχι το ύψος της απαίτησης – εντούτοις ορθά θεωρεί ότι η λήψη στατιστικών στοιχείων είναι απαραίτητη πριν τη διαμόρφωση της όποιας πρότασης.
Η υπουργός θα έπρεπε να ξέρει ότι κάποια από τα στοιχεία που ζήτησε, όπως ο αριθμός των υποθέσεων που προχωρούν σε έφεση, ο αριθμός των εφέσεων που δικάζονται, ο χρόνος που παίρνει να δικαστεί μια έφεση και τα τέλη καταχώρισης έφεσης, τα έχει ήδη στη διάθεσή της, στο υπουργείο της, αφού δόθηκαν σε αυτό στο πλαίσιο της μελέτης της δικαστικής μεταρρύθμισης. Τα υπόλοιπα στοιχεία όμως, είτε δεν υπάρχουν είτε δεν είναι δυνατόν να ληφθούν από τους Πρωτοκολλητές.
Μια ανάλυση για το ποσοστών εφέσεων που πετυχαίνουν υπάρχει, αλλά αυτή ετοιμάστηκε από το Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, όχι το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου, αφού το Πρωτοκολλητείο δεν έχει δυνατότητα να διεξάγει τέτοιες μελέτες. Όπως και δεν διατηρεί στοιχεία ως προς τα τέλη καταχώρισης έφεσης άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ούτε και τα Πρωτοκολλητεία των Δικαστηρίων έχουν είτε το κατάλληλο προσωπικό είτε την κατάρτιση για να προβούν σε συγκριτική μελέτη ως προς τη διαδικασία έφεσης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, την ανάλυση του κόστους ανά έφεση περιλαμβανομένου και του κόστους της αίθουσας, ή την αξιολόγηση ως προς του τι είναι το «λειτουργικό όριο» για το «τι εστί μικρό ποσό».
Το πρόβλημα της αδυναμίας εξασφάλισης τέτοιων στοιχείων, όμως, είναι καλά γνωστό αφού συνδέεται με την πλήρη έλλειψη ενός αποτελεσματικού μηχανισμού διοίκησης των Δικαστηρίων μαζί με τις αναγκαίες υποδομές που επιτρέπουν, μεταξύ άλλων, τη συλλογή τέτοιων στοιχείων. Οι οποίες ελλείψεις αποτέλεσαν και ένα από τα κύρια αντικείμενα της έκθεσης των εμπειρογνωμόνων του Ιnstitute of Public Administration (ΙΡΑ) της Ιρλανδίας του Μαρτίου 2018, οι οποίο ανέλαβαν να αξιολογήσουν το σύστημα απονομής δικαιοσύνης της Κύπρου.
Στην έκθεσή τους, οι Ιρλανδοί εμπειρογνώμονες συνόψισαν την τραγική κατάσταση που επικρατεί στην Κύπρο σε σχέση με τη διοίκηση των Δικαστηρίων ως εξής:
«There are very weak management processes and an absence of planning; lack of management information and analysis; an almost completely manual system in the registries, with little or no use of ICT; weak communication with external stakeholders and court users; poor management of courtroom and other resources; and there is a lack of structured liaison with other Ministries and Departments that provide critical supports to the courts. The problems now being experienced stem in large part from the fact that the capacity and resources do not currently exist within the system to provide sufficiently strong leadership and management, or to implement the fundamental changes now required.»
Φυσικό επακόλουθο αυτών των αδυναμιών είναι η έλλειψη αποτελεσματικής διοίκησης των δικαστηρίων και η αδυναμία λήψης αποφάσεων για αντιμετώπιση των προβλημάτων στη λειτουργία της Δικαιοσύνης όταν αυτά εμφανίζονται. Όπως και η αδυναμία συγκέντρωσης των απαραίτητων στοιχείων που επιτρέπουν τη λήψη τέτοιων αποφάσεων.
Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες του ΙΡΑ, το πρόβλημα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα με τη δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Δικαστικής Υπηρεσίας, η οποία να διοικείται από άτομα με εμπειρία στη διοίκηση και να επιβλέπεται από ένα ανεξάρτητο Σώμα, το οποίο θα συσταθεί με Νόμο. Με βάση την εισήγηση των εμπειρογνωμόνων, του ανεξάρτητου αυτού Σώματος θα προεδρεύει μεν ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά αυτό θα πρέπει να έχει διευρυμένη σύνθεση, ώστε να περιλαμβάνει εκτός από δικαστές όλων των βαθμίδων και εκπροσώπους των άλλων «key stakeholders». Στο μεταξύ, και μέχρι να ψηφιστεί η σχετική νομοθεσία, οι εμπειρογνώμονες εισηγήθηκαν την εισαγωγή μιας μεταβατικής διευθέτησης που να περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός μεταβατικού Σώματος διοίκησης των Δικαστηρίων και τον διορισμό ενός Προσωρινού Διευθύνοντος Συμβούλου. Τίποτε από αυτά, μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει.
Η έλλειψη ενός αποτελεσματικού μηχανισμού διοίκησης των Δικαστηρίων ανεξάρτητου τόσο από την υπόλοιπη δημόσια υπηρεσία όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο, οδήγησε τη Δικαιοσύνη στην τραγική κατάσταση που είναι σήμερα. Στην οποία θα συνεχίσουμε να επανερχόμαστε, όποιες άλλες διευθετήσεις και αν κάνουμε, μέχρι να προβούμε στη θεσμική αλλαγή που είναι αναγκαία. Εντούτοις, καμιά εισήγηση δεν έχει περιληφθεί στο πλαίσιο της δικαστικής μεταρρύθμισης για τη δημιουργία της Ανεξάρτητης Δικαστικής Υπηρεσίας. Χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε εξήγηση για αυτή την παράλειψη. Μεταρρύθμιση χωρίς αυτήν την αλλαγή δεν θα επιλύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Δικαιοσύνη. Αποσπασματικές κινήσεις δεν έχουν αποτέλεσμα, όπως δεν είχε οποιοδήποτε αποτέλεσμα η νέα Διαταγή 30 ή η δημιουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Μόνο μια συνολική αντιμετώπιση των προφανών αδυναμιών του σημερινού συστήματος θα δώσουν λύση στα προβλήματα.
Το καλύτερο που μπορεί να κάνει η υπουργός είναι να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που της δόθηκε από την Βουλή, ώστε να προωθήσει άμεσα τη δημιουργία των δυο αυτών ανεξάρτητων Σωμάτων διοίκησης των Δικαστηρίων στο όλο πλαίσιο της μεταρρύθμισης. Μέχρι τότε, η υπουργός θα πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία για την εφαρμογή των μεταβατικών ρυθμίσεων που έχουν προτείνει οι εμπειρογνώμονες. Οτιδήποτε άλλο θα διαιωνίσει τα σημερινά προβλήματα και θα οδηγήσει στην ολοκληρωτική απαξίωση της Δικαιοσύνης από την κοινωνία.