Απαλλαγή, λόγω… κατάχρησης, για τα στελέχη της Τρ. Κύπρου
Απαλλάγηκαν των κατηγοριών τα στελέχη της Τράπεζας Κύπρου – Κατάχρηση της διαδικασίας από την Κατηγορούσα Αρχή
Γράφει: Χριστάκης Γιαννακός
ΑΠΑΛΛΑΓΗΚΑΝ των κατηγοριών τα πέντε διευθυντικά στελέχη της Τράπεζας Κύπρου, τα οποία αντιμετώπιζαν 16 κατηγορίες που αφορούσαν πλαστογραφίες, κυκλοφορία πλαστών εγγράφων, χειραγώγηση της αγοράς, τήρηση ψευδών λογαριασμών και συνωμοσία προς καταδολίευση.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η απαλλαγή των κατηγορουμένων αποφασίστηκε ομόφωνα από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας που συνεδρίασε με σύνθεση τους Δικαστές Λεωνίδα Καλογήρου (Πρόεδρο), Σταύρο Σταύρου και Εύη Αντωνίου (Πάρεδροι) και έγινε χωρίς να υπάρξει πρώτα ακρόαση των υποθέσεών τους. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η απαλλαγή εδράζεται σε κατάχρηση της διαδικασίας από την Κατηγορούσα Αρχή.
Οι απαλλαγέντες είναι οι Κρίστης Χατζημιτσής, Νικόλας Καρυδά, Χριστόδουλος Πατσαλίδης, Ελίζα Λειβαδιώτου και Δέσποινα Κυριακίδου. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι συγκατηγορούμενοί τους, Ανδρέας Ηλιάδης και Γιάννης Κυπρή, είχαν επίσης απαλλαγεί των κοινών κατηγοριών στις 14 Δεκεμβρίου 2018, για τους ίδιους λόγους, δηλαδή για κατάχρηση της διαδικασίας από την Κατηγορούσα Αρχή.
Η υπόθεση άρχισε να διερευνάται από το 2014 και σχηματίστηκαν τρεις υποθέσεις με κοινό πυρήνα την αγορά ελληνικών ομολόγων από την Τράπεζα Κύπρου. Οι τρεις αυτές υποθέσεις διερευνούνταν ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι να καλούνται να δίνουν καταθέσεις ως μάρτυρες κατηγορίας και στη συνέχεια ως ύποπτοι, χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν.
Όλα ξεκίνησαν από την έκθεση των Alvarez & Marsal, η οποία ετοιμάστηκε με οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας και η οποία καταπιάνεται, μεταξύ άλλων, με την έκθεση της Τράπεζας Κύπρου σε ελληνικά ομόλογα.
Στην απόφαση τους οι τρεις Δικαστές παρατήρησαν τα ακόλουθα:
-Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα στοιχεία που συγκεντρώνονται στις προαναφερθείσες εκθέσεις και καταθέσεις, δεν αρκούσαν για την χωρίς άλλο, καταχώρηση, ποινικής υπόθεσης εναντίον του οποιουδήποτε. Τα ζητήματα που ανέκυπταν ήταν εξειδικευμένα, πολύπλοκα και πολυδιάστατα και χρειαζόντουσαν διεξοδική μελέτη και έρευνα από τους ανακριτές, οι οποίοι, όπως γίνεται απολύτως κατανοητό, δεν ήταν ειδικοί επί του θέματος.
-Βρίσκουμε ότι το αργότερο μέχρι τις 8.10.2014 οι ανακριτικές αρχές είχαν στην κατοχή τους το υπόβαθρο πληροφόρησης/γνώσης που αφορούσε στα ελληνικά ομόλογα. Ομοίως βρίσκουμε, ότι, τελικώς καταχωρήθηκαν τρεις υποθέσεις που έχουν ως κοινό παρονομαστή τα ελληνικά ομόλογα. Οι υποθέσεις αυτές, όπως έχουμε εξηγήσει ανωτέρω, έχουν την ίδια ή ουσιαστικά την ίδια (same or substantially the same) βάση, ήτοι τα ελληνικά ομόλογα. Ως εκ τούτου, κρίνουμε ότι θα έπρεπε να είχε καταχωρηθεί μια και μόνο ενιαία υπόθεση.
-Αφ’ ης στιγμής όμως το υπόβαθρο γνώσης/πληροφόρησης προϋπήρχε, την πορεία, κατεύθυνση και ταχύτητα προς συγκεκριμένη υπόθεση, την επέλεξε η ανακριτική ομάδα. Με την επιλογή της, κατακερματίστηκαν χρονικά αλλά και ουσιαστικά οι υποθέσεις και αποφεύχθηκε η επιτακτική σε ένα κράτος δικαίου, υποχρέωση των αρχών να επιλέγουν μία και μόνο φορά την ιδιότητα που θα έχουν τα πρόσωπα που αναμειγνύονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε μια ποινική υπόθεση.
-Όμοια περίπτωση με την παρούσα δεν έχουμε εντοπίσει, όπου δηλαδή, αντί μιας, καταχωρήθηκαν τρεις υποθέσεις και στις πρώτες δύο, οι κατηγορούμενοι χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες, είτε επί του κατηγορητηρίου είτε στη ζωντανή δίκη που ακολούθησε και στην τρίτη υπόθεση, διώχθηκαν οι ίδιοι, ως κατηγορούμενοι. Υπάρχουν όμως πολλές αποφάσεις που θέτουν τις γενικές αρχές για επίκληση κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας και κάποιες που καταπιάνονται ειδικά με το ζήτημα της υπόσχεσης ή προσδοκίας μη δίωξης.
-Η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να κρίνει ποιοι θα διώκονταν και ποιοι θα συγκαταλέγονταν στους μάρτυρες κατηγορίας. Δεν νοείται ο κατακερματισμός της υπόθεσης, η 47 πολλαπλή καταχώρηση και σε ό,τι μας αφορά, η απόδοση διαφορετικής ιδιότητας, αναλόγως περίπτωσης, σε εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Παράλληλα, το Κακουργιοδικείο έκρινε πως με τον συνολικό χειρισμό της Κατηγορούσας Αρχής υπήρξε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Ο δε δυσμενής επηρεασμός των κατηγορουμένων, είναι ουσιαστικά αυταπόδεικτος, από το γεγονός και μόνο, ότι, για ένα κομμάτι του ιδίου θέματος, κλήθηκαν και κάποιοι, μάλιστα, χρησιμοποιήθηκαν ενεργά ως μάρτυρες και για άλλο κομμάτι, διώχθηκαν ως κατηγορούμενοι. Και τούτο ανεξαρτήτως προσδοκίας, περιεχόμενου των καταθέσεων που έδωσαν αλλά και του εν γένει πνεύματος συνεργασίας που επέδειξαν ή που όφειλαν να επιδείξουν προς τις ανακριτικές αρχές.
Όσον αφορά στον χειρισμό των κατηγορουμένων από τις Ανακριτικές Αρχές, η απόφαση του Κακουργιοδικείου αναφέρει πως η Κατηγορούσα Αρχή μια και μόνο φορά ταυτόχρονα όφειλε να επιλέξει την ιδιότητα που θα είχε ο καθένας στην εν λόγω υπόθεση. Με άλλα λόγια, ποιοι θα ήταν κατηγορούμενοι και ποιοι μάρτυρες κατηγορίας και όχι να προσδώσει διαφορετική ιδιότητα, αναλόγως περίπτωσης, στα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Ο δυσμενής επηρεασμός των κατηγορουμένων, είναι ουσιαστικά αυταπόδεικτος, από το γεγονός και μόνο, ότι, για ένα κομμάτι του ιδίου θέματος, κλήθηκαν και κάποιοι, μάλιστα, χρησιμοποιήθηκαν ενεργά ως μάρτυρες και για άλλο κομμάτι, διώχθηκαν ως κατηγορούμενοι. Και τούτο ανεξαρτήτως προσδοκίας, συνθηκών λήψης και περιεχόμενου των καταθέσεων που έδωσαν αλλά και του εν γένει πνεύματος συνεργασίας που επέδειξαν ή όφειλαν να επιδείξουν.
Συνήγοροι των κατηγορουμένων ήταν οι Ηλίας Στεφάνου, Κωσταντίνος Καλλής, Αλέκος Μαρκίδης, Πόλυς Πολυβίου και Δημήτρης Αραούζος.